Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Το δώρο (της Σοφίας Κοντογεώργου)


Κοίτα
εγώ την καρδιά μου
δεν την κλείδωσα ποτέ 
Ελεύθερη την άφησα
Δώρο την έκανα
Κι όταν
πίσω γυρνούσε πληγωμένη
της σκούπιζα τα δακρυα
και γιατρευα τις πληγές της
Κοίτα
εγώ την καρδιά μου
την έμαθα να αντέχει
στου χειμώνα
την άγρια παγωνιά
και στης βροχής τις μπόρες
Κι ανθιζα μαζί της
στις άνοιξες του έρωτα
στους ήλιους της αγάπης
τη ξαπλωνα να λιάζεται
Κοίτα
εγώ την καρδιά μου
δώρο την έκανα
Μα εσύ
το περιτύλιγμα της έσκισες
και τις κορδέλες της
τις πέταξες στο χώμα
Όχι ,
το δώρο δεν σου άξιζε
άνθρωπε .

Ο οίστρος μου (του Ντίνου Γλαρού)


Ο οίστρος μου
που έμεινε στης μνήμης 
την παγωμένη αναμονή,
θα βγει αργότερα κάποια στιγμή
στον έξω κόσμο.

Θα είναι μουδιασμένος κι αδρανής
η φλόγα του ισχνή θα σιγοκαίει,
η ένταση της πρώτης του ορμής
θα έχει πια γεράσει
θα έχει πια περάσει
το πάθος της αυθόρμητης φωνής.

Ατίθαση δε θα ‘ναι η ματιά του
η κρίση του θα είναι ανεκτική
κι ο πύρινος ο λόγος που ‘χε πλάσει
τον κάθε αδικητή για να δικάσει
μαχαίρι πια βουβό μέσ’ στη σκουριά του.

Ο χρόνος θα ‘χει κάνει τη δουλειά του
θα έχει εξασθενήσει η οργή,
μεσήλικας και πλέον θα ‘χει φτάσει
τη νιότη αμετάκλητα θα χάσει
κι ανήμπορα θα σέρνει τα φτερά του.

Αν δε στηρίξει τις δυνάμεις του
στο χώμα
και αν με τόλμη στην ψυχή
δε σηκωθεί
αν δε νικήσει της ζωής το γκρίζο χρώμα,
λευκό πουλί μέσα στη λήθη
θα χαθεί.








Η Καπετάνισσα της Καρδιάς (της Ειρήνης Σκευοφύλαξ)


Και λέμε συνέχεια για τον καπετάνιο....

Αλλά πίσω από αυτόν κρυβόταν πάντα μια γυναίκα, που ήταν πραγματική καπετάνισσα!! 
Κι όσες φουρτούνες κτύπαγαν το πλοίο, τόσες προσπαθούσε εκείνη να κατευνάσει στο σπιτικό...
Κι όσες φορές το πλοίο έπιανε κι άλλο λιμάνι, 
τόσες φορές εκείνη μας μίλαγε για την άγκυρα, 
για τον προορισμό, για την αντάμωση. 
Τίποτα δεν έμενε αναπάντητο....
Κι όταν κτύπαγε το τηλέφωνο - το μοναδικό μέσο επικοινωνίας τότε - τρέχαμε όλοι σαν τα κλωσόπουλα γύρω της, για ν΄ακούσουμε την μακρινή φωνή, την γλυκιά κουβέντα: 
"Είστε καλά; Να την ακούτε, να την προσέχετε! " over--" 
"Ναι, ναι, πότε θάρθεις; " over. 
Παιχνίδι μου φαινόταν....
Μα μόνο τέτοιο δεν ήταν. 
Χαράζονταν οι λέξεις στο χαρτί, ρίχνονταν βιαστικά τα ρούχα στη βαλίτσα, καθαριζόταν το σπίτι απ΄άκρη σ΄άκρη, για λίγες στιγμές που θα έμεναν στο χρονοντούλαπο της μνήμης μας μέχρι νεωτέρας...
Κι έτσι κύλησαν όλα τους τα χρόνια......
Μοιράστηκαν χωριστές ζωές, μακρινές εικόνες ...
Άλλους ήλιους βλέπανε, σε άλλα φεγγάρια ονειρεύονταν!
Τώρα αντικρίζω δυο κορμιά γερασμένα, αλλά τα μάτια μου βλέπουν δυο χέρια που σφίγγονται μεταξύ τους, ίδια γροθιά, χείλη που μιλάνε την ίδια γλώσσα.
Κάθεται ο καπετάνιος κι όλο θυμάται....
Περνάνε τα ταξίδια από τα μάτια του, σαν μια κορδέλα για τα "προσεχώς" και πάντα εκείνη, κάτι παραπάνω έχει να θυμηθεί. Λέει εκείνος, συνεχίζει η κυρά του....
Τώρα ίδιος ήλιος, ίδιο το φεγγάρι, ίδια η πανσέληνος! 
Η μυρωδιά του βασιλικού τους συνεπαίρνει!
΄Ενα ατελείωτο κουβάρι διηγήσεων....
Έκανα πολλά ταξίδια μαζί τους, μέχρι να πάω σχολείο. 
Τίποτα δεν θυμάμαι! 
Αλλά πόσες χώρες έχω γνωρίσει, τώρα που τις περιγράφουν......Έχω κάνει τον γύρο του κόσμου! 
Σχεδόν κάθε Κυριακή, μεγάλοι πια, τα αδέλφια μου κι εγώ, μαζευόμαστε στο πατρικό . 
Εκείνος παίρνει θέση και θέσεις μοιράζει στο τραπέζι.. 
Το καπετανιλίκι είναι πλέον χούι, δεν του το βγάζει κανείς κι ούτε θέλει! 
΄Ολα τα παιδιά μας, ένας κύκλος γύρω τους ! 
Σε πόσες θάλασσες χρειάστηκε να σεργιανίσει η καρδιά τους για να φτάσει εδώ; 
Πόσες αμέτρητες δικές μας στιγμές έχασε και θέλει να κερδίσει; 
Τα καραβάκια που μου ζωγράφιζε στο τέλος κάθε γράμματος που λάβαινα, ήταν αυτά που τον κράτησαν, αυτά που τον οδήγησαν εδώ! 
Ο χρόνος τους χρωστά κι η εξαργύρωση σ΄ένα μόνο ταμείο μπορεί να γίνει! 
Στης καρδιάς μας!