Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ (της Ιωάννας Αθανασιάδου)



Το αγιόκλημα σκαρφαλώνει στα παραθύρια
που αγναντεύουν τη θάλασσα,
θροΐζει η νύχτα στον φλοίσβο των κυμάτων.
Ασπαζόμαστε το φεγγάρι
που καθρεφτίζεται στα μάτια της Παναγιάς
στο εκκλησάκι δίπλα στην ακρογιαλιά.
Σβηστό το καντηλάκι του,
σκιές από τα περασμένα ανάβουν το κεράκι τους.
Τα πουλιά κοιμούνται στα κλαδιά του γέρο- πλάτανου,
τ’ αφρόψαρα κυνηγιούνται στα νερά.
Μια νυχτερίδα χορεύει τον πολεμικό χορό της
πάνω απ’ τον σκοτεινό βυθό με τις γυαλιστερές πέτρες,
μια καραβίδα ξεμυτά στην άκρη των βράχων.
Στην αμμουδιά χρυσίζουν τα ονόματα των ερωτευμένων,
ένας χαρταετός ταξιδεύει για τους κόσμους της αθωότητας.
Μικρή βαρκούλα βγαίνει απ’ τα κρυστάλλινα νερά
κι ακουμπά τη ράχη της στην πρόσχαρη στεριά.
Τραγουδά ο ψαράς στην πλανεύτρα θάλασσα
νανουρίζοντας τους λευκούς χειμώνες.
Το αγκίστρι του φεγγαριού ριγμένο στο βάθος του πελάγους,
ασημένιες οι στάλες του ονείρου.
Αναίτιος ο θυμός της πεισματάρας τρικυμίας,
η γαλήνη τη μαλώνει στοργικά.
Τα κρινάκια της αμμουδιάς
κοιμούνται αγκαλιασμένα με τα κοχύλια,
ξαγρυπνούν οι κάτασπροι γλάροι.
Νυσταγμένα τα σύννεφα στον ορίζοντα,
η νύχτα ταξιδεύει στα λευκά τους πανιά.
Χρυσή λύρα κρατά ο άνεμος,
η πανσέληνος, πορφυρή καπετάνισσα.
Ο ουρανός αποκοιμιέται στα σπλάχνα των κυμάτων,
φιλιούνται μυστικά οι ώρες του μεσονυκτίου.
Κι ο φάρος αναβοσβήνει τις στιγμές στην άκρη του λιμανιού,
γίγαντας ακοίμητος των ωκεανών,
φρουρός στην ταξιαρχία των αγγέλων.

Ιωάννα Αθανασιαδου

ποίημα απ' το βιβλίο ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΣΙΩΠΕΣ, εκδόσεις Βεργίνα

ΔΕΙΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (του Χρήστου Κουκουσουρη)



Κάτι δειλά ποιήματα γράφεις συχνά τα βράδια
που λεν σχεδόν ψιθυριστά του κόσμου τις ντροπές
ακούς μυστήρια πλάσματα που ζουν μες στα σκοτάδια
και κάποια υπόλοιπα ψυχής απ’ τις ανατροπές.

Κάτι δειλά ποιήματα τις νύχτες εξυφαίνεις
που λεν με κραυγαλέα σιωπή, μηνύματα φωτιά
σ’ ακούν της νύχτας τα στοιχειά πόσο βαριά ανασαίνεις
σταμάτα να σκοτίζεσαι σου λεν,  αποκοτιά…

Κάτι δειλά ποιήματα γράφεις συχνά τις νύχτες
γι’ αλήθειες που όμως δεν τολμούν να δουν του ηλίου το φως
τις συζητούν μεσάνυχτα φαντάσματα και μύστες
θεμέλιοι λίθοι, συντηρούν έν’ άθλιο καθεστώς.

Δεν φταίνε τα ποιήματα κι η πένα που τα γράφει
δεν φταίει το χέρι που ακλουθεί τις προσταγές του νου
φταίει το χώμα που έριξες τον σπόρο, το χωράφι,
που χρόνια ακαλλιέργητο πήρε όψη του βουνου.

Χρήστος Κουκουσουρης