Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Ο σημαδεμένος (της Ζωής Χαλκιοπούλου)


Όταν γεννήθηκα έκλαιγα, μα πολύ έκλαιγα. Και για πολλά χρόνια μετά. Με σέρνανε στους γιατρούς αλλά ήμουν υγιέστατος. Απλά έκλαιγα. Και μέχρι τώρα ακόμη κλαίω. Μου μεινε συνήθεια. Εγώ πιστεύω ότι και στην κοιλιά της μάνας μου το ίδιο έκανα. Για να μη βγω. Γιατί και που βγήκα τι κατάλαβα; Με βαρέθηκε και με παράτησε σ ένα ορφανοτροφείο. Ο Θεός να το πει. Ξύλο να δεις. Και απ τους δασκάλους και απ τα παιδιά. Ήμουν βλέπεις ήσυχος, φοβισμένος και πάντα εγώ έφταιγα για όλα. Με βάζανε συχνά στην απομόνωση. Πετάγανε και ένα ξεροκόμματο ούτε σκυλί να ήμουν. Κουλουριασμένος σε μια γωνία προσπαθούσα να κοιμηθώ, να μη σκέφτομαι. Μόνο έτσι ησύχαζα. Τότε έβλεπα όνειρο ότι ερχόταν μια γυναίκα και με τράβαγε στην αγκαλιά της. Έστρωνα το κεφάλι μου στο λαιμό της κι αυτή με νανούριζε. Μύριζε γιασεμί το θυμάμαι καλά. Και τα χέρια της ήταν τόσο τρυφερά. Χάιδευε τις μελανιές μου κι ανακουφιζόμουν. Μα όταν ξύπναγα και καταλάβαινα που είμαι, έτρεμα. Κράτησε χρόνια αυτή η τυραννία. Εκεί γύρω στα 14 γύρισε το μάτι μου. Φέραν ένα παιδί λίγο μικρότερο από μένα και πήγαν να του κάνουν τα ίδια. Ε δεν άντεξα. Σα να έγινε έκρηξη στο κεφάλι μου. Μπήκα μπροστά και έγινε χαμός. Τι να σου λέω... από τότε αλλάξανε τα πράματα. Άρχισαν να με φοβούνται. Μα κι εγώ είχα πάρει φόρα. Είχε γίνει πέτρα η καρδιά μου. Θα ζήσω, είπα. Κι εγώ και τ άλλα παιδιά σα κι εμένα. Τα παιδιά τα σημαδεμένα.
Όταν βγήκα απ το ορφανοτροφείο δεν ήξερα που να πάω. Δεν είχα κανέναν. Για μέρες έμενα έξω. Ήταν και Δεκέμβρης μήνας, κόντευαν Χριστούγεννα. Έβλεπα ανθρώπους να γελάνε κι εγώ έκλαιγα. Ένα παλικαράκι μέχρι εκεί πάνω, μη κοιτάς τώρα που γέρασα και μάζεψα, να τριγυρνάει και να βρέχει τους δρόμους απ τα δάκρια. Κι αναρωτιόμουν γιατί μ έστειλε ο Θεός στη γη. Τι του καμα; Γιατί κάτι θα του καμα για να με βασανίζει έτσι. Εκείνα τα Χριστούγεννα τα πέρασα έξω από ένα ακριβό εστιατόριο. Ήταν πολλά τ αποφάγια. Οι πλούσιοι παραγγέλνουν πολλά φαγητά, τρώνε λίγο και τα πετάνε. Καλά να ναι οι άνθρωποι, αν δεν ήταν κι αυτοί δεν θα κατάφερνα να επιβιώσω εκείνη την εποχή.
Με τα πολλά έπιασα δουλειά σε οικοδομή. Ένα μεροκαματάκι μου δίνανε μη φανταστείς. Την πρώτη μέρα που πληρώθηκα δε μπορώ να σου πω πως ένιωσα. Εγώ τότε γεννήθηκα. Γιατί εγώ το τίποτα, κέρδισα κάτι με τον κόπο μου. Δούλεψα σκληρά τα επόμενα χρόνια. Από πόσες δουλειές πέρασα δε λέγεται. Μ έπιασε το πείσμα όμως. Κατάλαβα ότι δε μπορώ ν αλλάξω το κόσμο. Άμα γεννιέσαι σημαδεμένος δεν αλλάζει. Όμως είχα κότσια να παλέψω. Και τα κατάφερα. Είδες που καθόμαστε τώρα εδώ και τα λέμε; Πλούσιοι δεν είμαστε, μια τρύπα μαγαζί έχουμε. Μα τα πελατάκια μας είναι τακτικά. Κι ένα φράγκο για να έχουμε τα απαραίτητα δε μας λείπει. Μωρέ γιατί κλαις; Κολλητικό είναι; Τι σε νοιάζει, έχεις εμένα τώρα. Εγώ είπαμε, τα μάτια μου έχουν συνηθίσει τα δάκρια. Άμα στεγνώνουν δε βλέπω καλά. Άντε σκουπίσου και πάρε τα ταπεράκια να τα μοιράσεις. Στον κυρ Αντρέα να χτυπήσεις πολλές φορές γιατί δεν ακούει καλά. Και στην Μαγδαληνή να μπεις στο σπίτι γιατί έχει χαλάσει το αναπηρικό καροτσάκι και δεν μπορεί να σου ανοίξει. Πάρε κι αυτά τα χρήματα γιατί είδα τον Παυλάκη με τρύπια παπούτσια σήμερα. Άντε στο καλό κι άμα γυρίσεις θα δούμε τι καλό θα μαγειρέψουμε για αύριο. Πιάσε και το τραγούδι να έχεις ανοιχτή στράτα... «θα σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινεεεεεε.....».

Ζωή Χαλκιοπούλου


Ας γινόταν της ειρήνης ν’ ανοίξει πλατιά πύλη (της Παρασκευής Κηπουριδου)



Ας γινόταν της ειρήνης ν’ ανοίξει πλατιά πύλη,
όπου η ζήση επίγεια κόλαση μοιάζει.
Της ελπίδας νέο άστρο και λαμπερό καντήλι

Της αγάπης να υψώσουμε το λευκό μαντίλι
ολούθε, όπου η ψυχή βαριά αναστενάζει.
 Ας γινόταν της ειρήνης ν’ ανοίξει πλατιά πύλη

Να ‘ρθει κύμα αφρισμένο της λήθης ασφοδίλι,
να ραγίσει πια των ανθρώπων το πικρό μαράζι.
Της ελπίδας νέο άστρο και λαμπερό καντήλι

Η απληστία αίφνης να χαθεί κάποιο δείλι
και το συμφέρον που όλη την υφήλιο διχάζει.
Ας γινόταν της ειρήνης ν’ ανοίξει πλατιά πύλη

Των ισχυρών η ψυχή σαν τετράφυλλο τριφύλλι
σε κάθε αδύναμου χείλη γέλιο να χαράζει.
Της ελπίδας νέο άστρο και λαμπερό καντήλι

Κάποιο βράδυ με φεγγάρι, της χαράς μαντολίνο
απ’ τις θλιμμένες καρδιές να σκορπίσει το αγιάζι.
 Ας γινόταν της ειρήνης ν’ ανοίξει πλατιά πύλη
Της ελπίδας νέο άστρο και λαμπερό καντήλι

Παρασκευή Κηπουριδου


Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΔΟΜΕΝΩΝ (της Τριάδας Ζερβού)



Που πας αλύγιστος, ωχρός,
άνθρωπε αδικημένε;
Η καταφρόνια των καιρών,
 ακόμα να σε ρίξει;
Αυτοί οι τάχα μου άρχοντες,
 άνθρωπε προδομένε,
κάθε όνειρο που έκανες,
στο βούρκο το 'χουν πνίξει..

Το άσχημο, το βρώμικο
το κάθε τι παράλογο,
κουρνιάζει μες στο λίκνο
των απάτητων βυθών τους!
Μα το ξεφάντωμα του νου σου
που καλπάζει σαν το άλογο,
τυπώνει τον επίλογο
 στην βίβλο των παθών τους!

Ανάξιοι οι δήθεν βαθυστόχαστοι,
οι τόσο ιλαροί,
οι άδοξοι προφήτες,
οι ποιμένες των αμνών!
Μονότονα βαδίζεις,
σκεφτικός μήπως σε βρει,
χέρι ρομφαία!
Σπεύδε να πεις,
ω δύναμη ουρανών!!

Εσυ!!!
Ο λόγιος που νανουρίζεις
 ένα πνεύμα, μια ιδέα!
Εσύ!
Ο κάτωχρος του τίποτα
δεν έχω πια να χάσω!
Μια τόλμη αδικημένε ξετρυπώνει
 οσονούπω τόσο νέα,
που θα δηλώσεις!!!
Ειμαι ο άνθρωπος
που όλα θα τα σπάσω!!!

Τριάδα Ζερβού


Δεν θέλω αφέντες της ψυχής μου (της Ειρήνης Ανδρέου)


Δεν θέλω αφέντες να κρίνουν την ψυχή μου
γράφω για μένα την πατρίδα τα παιδιά
δεν θέλω άλλοι να μιλούν για την γραφή μου
κι ούτε να δίνω συνεντεύξεις σαν μια σταρ. .

Αυτά που λέω δεν αρέσουνε σε κλίκες
και στα κανάλια όλα στημένα κι όλο γλείφτες. .
Δεν θέλω εκδότες που φλερτάρουν σαν τους γύπες
ούτε σε σιδηρόδρομους φυλλάδες θα με βρείτε.

Μόνη θα λέω όσα οι άλλοι δεν τολμούν
έτσι σταράτα και ωμά κι ας μην αρέσω
κι αν οι "σπουδαίοι" μ' αγνοούν και με περιφρονούν
σε΄ένα καλάμι όλο λούστρο θα τους δέσω.

Αυτά που λένε τον φτωχό δεν τον αγγίζουν
πνιγμένα μες στο ψέμα και στις σάλτσες
ομοίων όμοιοι ένας τον άλλο λιβανίζουν
και του συστήματος οι "ενδοξοι" πελάτες

Ειρήνη Ανδρέου

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Η ΔΙΑΘΗΚΗ (της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)



Έναν αιώνα και 3΄ ετοίμαζα την αναχώρηση.
Τόσο μου πήρε.
Ένα χρονόμετρο μέσα στην κόρη του ματιού, κατέγραφε το φεύγα της ψυχής.

Ήθελα να πάρω όλα τα συμπράγκαλα μου. Μη μείνει κάτι άκλαυτο.
Δεν ήταν πολλά, μη φανταστείς.

Μια εφηβεία, πότε οργίλα, πότε καταθλιπτική, που απλά μετοικούσε σε σώμα μεγαλύτερο - δε χωρούσε βλέπεις η διαστολή της στο αύριο - κι ένας κήπος με μαδημένα χρυσάνθεμα. Αλήθεια τι πράμα κι αυτό! Αφού πλήρωνα νοίκι υπέρογκο, γιατί μου κατέστρεφαν τον κήπο κάθε βραδιά;

Α, μη ξεχάσω και τις σπασμένες, τις αποδεκατισμένες ανατολές.
Θα τις συναρμολογήσω πάλι εκεί που θα πάω.

Τα προσωπικά μου είδη, όπως τη ματιά πίσω απ’ το χτιστό παράθυρο, όπως την άτολμη περπατησιά και τα ξέφτια απ’ τα χάδια, τ’ αφήνω στο ίδρυμα κακοποιημένων ονείρων. Μπορεί κάποιο γυμνό βράδυ, ένα από αυτά να ντυθεί πραγματικότητα.

Το καπέλο που φορούσα κάτι μεσάνυχτα – ναι, μη γελάς - τότε που καίγαν οι μνήμες το νου, τότε που τα ανέφικτα στάχτες σκορπούσαν, κάντο ίσκιο των άστρων, δεν θα το πάρω.
Βαρύ παιδί μου, πώς να το μεταφέρω;

Τα ψιλόβροχα του κορμιού στα επιστρέφω. Όπως μου τα άφησες, έτσι είναι, αμεταχείριστα.

Τώρα δεν ξέρω αν μου ανήκει αυτή η κραυγή που ούρλιαζε στα μέσα μου.
Αυτή που ξεσήκωνε τα μάτια σε ανταρσία -
τα μάτια μόνο - γιατί τα υπόλοιπα ήταν φοβισμένα.
Ντρέπονταν κιόλας τους γείτονες, πώς να τους ξυπνούν κάθε τόσο…
Αυτή, μάλλον θα στην αφήσω.
Να ‘χεις ένα ενθύμιο από μένα.

Κι επειδή έστω κι αργά μ’ αγάπησα, θα σου αφήσω και τη συναίνεση μαζί με το ατελέσφορο.
Τι να τα κάνω;
Δε μου χρειάζονται πια υποταγές.

Είμαι ελεύθερη

Σε χαιρετώ
Και μην έρθεις εκεί που θα ‘μαι. Είναι ο τελευταίος όρος της διαθήκης.

Αλλιώς τα κληρονομεί η ουτοπία

Υ.Γ.
Έχω σκουπίσει, έχω καθαρίσει, δεν υπάρχουν ίχνη του εγκλήματος.
Μα δεν έμεινα και πολύ, ώστε να τρέξουν τα σημάδια μου.
Μόνον έναν αιώνα και 3'

Κωνσταντίνα Σταθακοπουλου


Άτιτλο (της Νάνσυ Μπασδέκη)


Χρόνια ξεζουμισμένα
σε στίφτη σκουριασμένο
αφυδατωμένα ταλαίπωρα
άφαγα τυμπανισμένα
αποικίες βακτηρίων
του μύκητα εξοχικά

αναπαύονται

σε σκαλοπάτια βρώμικα
δίπλα σε τοίχους ημερολόγια πορείας
νοτισμένους στης άστεγης  ανάγκης την οσμή
χαλκογραφίες πτύελων
γεννήματα μιας άσωτης ζωής
με την απόγνωση στα χείλη
ακόλουθοι ασμάτων παρηγορίας
και αντίστασης

σιγοτραγουδώντας

κωφεύουν σε ό,τι μιαίνει την ελπίδα
την αναδυομένη εκ χειλέων παίδων
που βγήκανε σεργιάνι
στα κακοτράχηλα σοκάκια
μιας πόλης μητρικής

αναμένοντας

χέρι ψημένο στο άλας της ζωής
σφιχτά να τα κρατήσει
μην σκορπιστούν στου έρεβους τη χάση
άνωθεν να ανεβάσει
τα όνειρα να ζωντανέψει
ν'αναθαρρήσει η πλάση
οι κήποι  τους ν'ανθοφορήσουν
τα γιασεμιά να ευωδιάσουν
κυκλάμινα  να χρωματίσουνε τα πρωινά
τα μεσημέρια να δροσίσουν
τα τσακισμένα δειλινά  να γειάνουν
της νύχτας είλωτες μην ξαναρθούν
να τα κατασπαράξουν

αναμένοντας
καρτερικά
σιγοψιθυρίζουν
...έρχεται!

                   ...έρχεται;

Νάνσυ Μπασδέκη

                                             

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

~Ψέμα κι αλήθεια~ (της Μάρθας Καναρη)


Μία φορά κι εναν καιρό
Όπως στα παραμύθια
Ποτέ δεν εξεχώριζες
Το ψέμα απ' την αλήθεια

Μάτια που κάνουν πως κοιτούν
Καρδιές πως αγαπάνε
Χείλη που ψεύτικα φιλούν
Κι όλα τα ξεπουλάνε...

Ψέμα κι αλήθεια μάχονται
Το ψέμα αλητεύει
Γυρνάει σαν πλανώδιος
Και θύματα γυρεύει

Αγάπες που μαράθηκαν
Που σίγησε η φωνή τους
Ανάσες που ξεχάστηκαν
Που θάψαν τη πνοή τους

Κορμιά που ερωτεύτηκαν
Φλόγες που αναβοσβήσαν
Και μέχρι τα χαράματα
Χαλάσματα αφήσαν

Ψέμα κι αλήθεια μάχονται
Η αλήθεια δραπετεύει
Γυρνάει σαν πλανώδιος
Και.... θαύματα  γυρεύει...

Μάρθα Καναρη


Αχ πόσο θα ήθελα να ήσουν θάλασσα ! (της Μαρίας Ιωάννου Φίλη)



Αχ πόσο θα ήθελα να ήσουν θάλασσα
και να έπαιρνε  την αύρα σου,
το ξεριζωμένο μου κορμί,
καθώς
θα κολυμπούσε ολημερίς
στα γαλανά νερά σου !!

Να ήσουν αέρας αρωματισμένος
 από τις μυρωδιές των λεμονανθών
των περιβολιών σου.
Και να έκανες λέει  το φύσημα σου
παλάμες της καρδιάς σου που μέσα τους θα με κράταγες σφιχτά.
Να με πήγαινες ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο !!

Εκεί που στο μυαλό μου ξεφυτρώνουν
εικόνες μαγικές  και ζωγραφίζουν  ένα τοπίο μαγευτικό.
Ένα μονοπάτι μπροστά μου που οδηγεί σε ένα Λεμονοδάσος ,γεμάτο από στιγμές   αλησμόνητες ελευθερίας.
Σαν τα μικρά πουλιά που τρέχουν
 στις φυλλωσιές των δένδρων
έτσι και εμείς τρέχαμε στις ανθοστόλιστες αυλές σου.

Αλήθεια πόσο θα ήθελα να ήσουν
το ηλιοβασίλεμα μου να βλέπω
αυτό το φως που βγαίνει από το λαμπύρισμα της ψυχής σου να πέφτει στην θάλασσα.
Να ξεπηδάει να με σαγηνεύει
να παίζει μαζί μου με  το φως των ματιών σου
να με κοιτάς να σε κοιτώ
να με φιλάς να σε φιλώ
με τον αφρό των κυμάτων σου
 και να γίνεται το τραγούδι
της καρδιάς σου.!!

Και τότε να γίνει αυτό το θαύμα
που περιμένω,
να αναδυθείς ψηλά να πάρεις
την υπερήφανη μορφή σου.
 Ένα κλαρί Ελιάς στο ένα χέρι να κρατάς
και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί
στο άλλο.
Να  το 'φερνες αρχόντισσα μου στα διψασμένα
 χείλη σου
και μετά να το ακούμπαγες στα δικά μου για να γιορτάσουμε μαζί την Λευτεριά σου !!
Αμμόχωστος μου -Κατεχόμενη Κύπρος μου !!!

Μαρία Ιωάννου Φίλη


Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Σε μια παραλία (της Πολυξένης Ζαρκαδουλα)



Θέλω να πάμε ένα βράδυ σε μια παραλία να γράψουμε σε χαρτάκια όλες τις επιθυμίες μας και μετά να φτιάξουμε μικρές βαρκούλες.

Να τα ρίξουμε στη θάλασσα και να ταξιδέψουν μέσα στο κύμα την ίδια ώρα που πυροτεχνήματα θα σκάνε στο μπλε τ' ουρανού την ίδια ώρα που αστέρια θα πέφτουν κι εμείς σαν παιδιά ευχές θα κάνουμε.

Να ταξιδέψουν σε πελάγη κι ωκεανούς πλάϊ πλάϊ να πραγματοποιήσουν νοερά κάθε μας επιθυμία και προσμονή.

Να ταξιδέψουν σε μέρη μακρινά και παραμυθένια για 'μέρες, για νύχτες, για μήνες ολόκληρους να γυρίσουν τον κόσμο όλο και να διαδώσουν τους πιο κρυφούς μας πόθους, τα μυστικά όνειρά μας και τις ελπίδες μας.

Κι εμείς να καθόμαστε πλάϊ πλάϊ σφιχταγκαλιασμένοι και ν' αγναντεύουμε τα φώτα από τα καράβια που σε θάλασσες κι ωκεανούς θ' αρμενίζουν.

Να σκεφτόμαστε και να χτίζουμε με την φαντασία μας το μέλλον, ένα ευτυχές μέλλον με διάρκεια κι ένταση...

Μόνοι κι ευτυχισμένοι πάνω στη γη να φτιάχνουμε κόσμους και να περπατούμε πάνω τους.

Μόνοι κι ευτυχισμένοι πάνω στη γη να κάνουμε σχέδια αγάπης,να ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά!

Να εξαγνιστούμε και να λυτρωθούμε μαζί με αυτά κι εμείς.

Ν' αναγεννηθούμε από τις στάχτες μας και ν' αγαπηθούμε απ' την αρχή.

Όλη νύχτα αγκαλιά και το πρωΐ να φύγουμε κι ας μη συναντηθούμε ποτέ ξανά.

Πολυξένη Ζαρκαδουλα

(Από το βιβλίο: "Διαδρομές ψυχής" εκδόσεις Όστρια)

Ψάχνει μια σταγόνα ζωή (του Θωμά Θύμιου)



σπουργίτης στους ανέμους,
φύλλο που ξεκόπηκε από κορμό πράσινο
από δέντρο που το ισοπέδωσαν οι σφαίρες,
το πουλί, έμμηνε με την τέφρα
στην τρύπια τσέπη μέσα στα ερείπια

στο χώμα βαμμένο με αίμα, ψάχνει,
θεέ μου, βλέμμα παράξενο, θάλασσα,
τι κρύβει στο αμυδρό βυθό του
η λευκή ψυχή με πανσέληνο δάκρυ
 
σβαρνίζοντας το είναι του,
σέρνετε, χάνει τα βήματα, το όνειρο
έχει δύναμη, ψάχνει μια σταγόνα νερό
φως για την χλωροφύλλη να ανθήσει

ψάχνει, ένα μονοπάτι για να βγει
δεν έχει μια πόρτα να ανοίξει, να μπει
στο γκρίζο ουρανό ρίχνει το βλέμμα
ψάχνει αστέρι για πυξίδα για βάδισμα.
 
σφίγγει τα χείλη σκαρφαλώνει το βουνό
πιο κοντά στον ήλιο, δίπλα στο θεό
δάκρυσε, άνθισε ο κήπος της ψυχής 
θα γίνει πρέσβης της ειρήνης

αποφάσισε να δώσει δικαιοσύνη
για τον έμπυο από δηλητήριο και μίσος
με το όπλο της καρδίας του,
με το νόμο της αγάπης, το χαμόγελο

κανέναν η εκδίκηση δεν ωφελεί
η καρδιά του καθαρός ουρανός
έτσι ζυμώθηκε το νέο αστέρι
ναι, έγινε μύθος.

Θωμάς Θύμιος


Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Άτιτλο (της Γεωργίας Δεμπερδεμιδου)


Αισθάνομαι την Άνοιξη που έφυγε
σαν ένα παράξενο λεκέ στην ψυχή
που κανείς δεν μπορεί να καθαρίσει
ενίοτε θέλω να πιστεύω
πως δεν θα ξανάρθει λερωμένη
άφησε πολλές ανύποπτες στιγμές

Σήμερα που αλλάζει η εποχή
μια ανανεωμένη θέρμη
γεμίζει την καρδιά μου ελπίδες
κάθομαι στην ριγέ πολυθρόνα
στην μεγάλη τζαμαρία  του σπιτιού

Ήλιος ξεπηδάει από τα αμίλητα
σύννεφα του ουρανού
κλείνω τα μάτια στην πορφυρή λάμψη του
ραγδαία πλημμυρίζω πικρές μνήμες
ντραντάζεται ασυναίσθητα το σώμα μου
ανατρίχιασα για όλες τις πρωτόγνωρες
εικόνες που ζήσαμε με πόνο και φόβο
που ρίζωσαν σαν δέντρα εντός μας

Βλέπω το καλοκαίρι κρεμασμένος
στα αλμυρίκια στην ακροθαλασσιά
ανοίγω νωχελικά τα φλέβαρα
ακούω την φωνή μου δυνατά
να ηχεί στ' αυτιά μου

Να μην ζήσουμε άλλους δαίμονες
καλοκαιράκι μου
σε θέλω όπως ήσουν
πάντα δικό μου

Γεωργία Δεμπερδεμιδου


           

Στη μνήμη του πατέρα μου (της Θέμις Ταταρη Μπιλληρη)


Άδειο το δωμάτιο...
Άδειο και σιωπή
Και η απουσία χειροπιαστή
Την πιάνω, την αγγίζω
Στο πόμολο της πόρτας
Στη ράχη της καρέκλας
Στην πλάκα του γραφείου
Στο κρεβάτι το άδειο...
Τέσσερις τοίχοι βουβοί
Μένα στρογγυλό μηδέν
Κλείνουν την απουσία στη σιωπή
Και τη σιωπή στο άδειο το βαθύ...
Και μες στη ξέχειλη σιωπή
Πλημμύρα το μύρο
Εκείνο το μύρο
Το γνώριμο...
Το θλιμμένο...
Το μαβί...
Πώς πονάει το μύρο...
Πώς γίνεται να πονάει το μύρο;
Σφιγμένος αέρας που πονάει
Σφιγμένος μ' ένα κόμπο στο λαιμό
Κι ευωδιάζει
Τι πικρά που ευωδιάζει...
Πώς γίνεται να ευωδιάζει
Η άδεια πια θέση μιας φιάλης οξυγόνου;
Χρόνια ευωδιάζει
Γνώριμα
Πικρά
Θλιμμένα
Μ' ένα κόμποι στο λαιμό
Μέσα στη σιωπή
Μέσα στην απέραντη σιωπή
Που ακούω και μετρώ
Τα βήματα
Της αόρατης παρουσίασ σου
Ακριβέ μου πατέρα...

Θέμις Ταταρη Μπιλληρη




Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

Ανθοδέσμη γέλιου (της Κατερίνας Σκιντζη Χαδουλου)



Οι λέξεις έγιναν κάστρα
δεν ξέρω αν προστατεύουν το μέσα σου η το μέσα μου...
Μόνο εκεί μέσα κουρνιάζει ο λυπημένος πόθος
και αλλού πουθενά
ούτε στις ανεμόδαρτες επάλξεις
δεν τολμάς να φυλάξεις σκοπιά ...
Το μέσα μου από έξω σου καιροφυλαχτεί...
Εγώ καραούλι έξω από το Άγιο κάστρο σου
που θέλεις να αλωθεί χωρίς να παραδωθεί...
Τι τρέλα πολέμου κι αυτή ...
Εγώ κατακτητής τρυφερός
που θέλει στην ντάπια σου
να αφήσει την τελευταία του πνοή...
Οι λύπες φτιάχνουν λέξεις
και οι λέξεις κάστρα
που θέλουν τις πύλες τους να ανοίξεις,
έξω να βγεις και ανθισμένα γέλια να φορτώσεις
επιστρέφοντας μετά
τα ακροκέραμα των πύργων τους να στολίσεις...
Έτσι στα ανθισμένα κάστρα
τα γέλια μας θα είναι οι στρατιώτες
κι ο πόλεμος στα σεντόνια ...
Όλα καλά ...Όλα καλά...
αλλά θέλει να βγεις έξω από των λέξεων το κάστρο
τα ανθισμένα γέλια να συλλέξεις
και καλπάζοντας στους λειμώνες των σπλάχνων μας
να επιστρέψεις
και τρυφερά να τα σκοτώσεις....
Αχ! τα γέλια μας...

Κατερίνα Σκιντζη Χαδουλου


ΓΕΝΝΑ ΜΕ (της Αναστασίας Πελεκάνου)



Κάποιες φορές
όπως τώρα,
θέλω να μπω μέσα στο στόμα σου.
Ναι.
Μέσα στο στόμα σου.
Να περπατάω μέσα εκεί.
Να περάσει πολύς καιρός.
Να τρώω και να γεύομαι ότι εσύ.
Καμία οργή να μην μπορεί,
να με βγάλει έξω.
Να μεγαλώνω στην ησυχία
του στόματος σου
και
μόλις ακούσεις λυγμό
και το στόμα σου τρέξει δάκρυα,
γέννα με ξανά.
Αυτή τη φορά γέννα με,
με λιγότερο πόνο.
Οχι Αυγή.
Σούρουπο χρυσό.

Αναστασία Πελεκάνου


Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Η αγάπη γητευτής (της Βίβιαν Ασπροπουλου)



 
Η αγάπη γητευτής,
σαΐτα που υφαίνει το ρούχο της ελπίδας,
γερό στημόνι, φόρα το...
μην τ' αποστρέφεις την ώρα που σ' αρνήθηκε η χαρά,
μεταξωτή κλωστή κέρωσε η ανάσα της το φικάρι,
να θυμάσαι, η γύμνια παγώνει...καίει,
την ψίχα της ψυχής σου συρρικνώνει
και τότε,
τότε δραπέτης της ζωής κι αν γίνεις...
τόπο κι αν ψάχνεις σκιερό,
να ξαποστάσεις από τη λάβα που' καψε η προδοσία...η απώλεια τα σωθικά....
δραπέτης για να αποφύγεις το κτύπημα των βράχων
και το χαστούκι της βροχής της ξαφνικής...
κι αν καταγάλανο ουρανό θα ψάξεις
σ' απάνεμες στεριές της γης,
τα μαύρα σύννεφα και του ανήμερου βοριά η σκόνη,
άλλο να μην βαραίνουν το σεντούκι της ψυχής,
τι κρίμα που μαζί με τα μπαγκάζια...
λυτή πήρες την αλυσίδα σου μαζί....
κάβο δεν βρήκες να τη δέσεις πίσω,
ν' αφήσεις αγκυροβολημένους καημούς....
Αόρατη σκιά οι αναμνήσεις...
μοχλός που σέρνει καταχθόνια βαγόνια ,
τα ολόγιομα με όλα κείνα της ζήσης σου
που αμαύρωσε ο καπνός τους ομορφιές...
σπασμένες ράγες χωρίς ελπίδα κι αγάπη η ψυχή σου η λαβωμένη...
σ' όποιο τόπο κι αν βρεθεί...
θυμήσου, φόρα το ρούχο της ελπίδας,
η αγάπη  θα έρθει να σε βρει...
ο πόνος το όνειρο  φυλάκισε σε κλουβί...
η αυταπάρνηση σου έκλεψε το κλειδί...
και εκείνη άβουλη κι ευάλωτη πίστεψε...
φοβήθηκε η ψυχή πως ποτέ της σωτηρία δεν θα βρει...
Λησμόνησε πως η αγάπη είναι ο ίσκιος στον κάβο της συλλογής...
είναι η κάθαρση της ψυχής....
κάθε φορά που το σκαρί των αναμνήσεων σε θύελλες ταξιδεύει,
άνοιξε το καλαντάρι της αγάπης, θυμήσου και τότε,
τότε, θαύμα απολέπισης στου χρόνου τη φθορά,
σμιλεύει τον πόνο,
συντροφιά στου πλήθους σου την μοναξιά,
αναγέννηση...άνθη και βλαστοί χαράς...
φόρα το το ρούχο της ελπίδας,
στους ώμους περιστέρια κεντημένα
στο ράμφος τους τα όνειρα σου...
φόρα το, μη φοβηθείς να ταξιδέψεις...
μην αρνηθείς λιμάνια...
κάβους και στεριές να αναζητήσεις...
Ο φόβος μη γίνει άγκυρα στους βράχους που ξεσπάει το κύμα....
και βάλτος σου η θλίψη...
Το όνειρο δεν είναι αγέρι...
δεν είναι φύλλο που απολιθώνεται και χάνεται στη λάσπη...
Το όνειρο είναι το σκαρί και εσύ ο καπετάνιος
αν δεν αλλάξει η καρδιά σου πλεύση...
αν δεν ξεκλειδώσεις το κλουβί,
τα ίδια αυτά τα υποχθόνια βαγόνια,
ολάκερη ζωή,
κυρτοί οι ώμοι τς ψυχής...
η αγάπη μάτια μου είναι πάντα ο γητευτής!


Άτιτλο (της Συλιας Χαδουλη)


Μυστικιστική Ιερουργια της πανάρχαιος θρησκείας υψώνεται εξαγνίζοντας την απεραντοσύνη του σύμπαντος κοσμου
Παραδίδεται γυμνή η ψυχη στην αίγλη ενός ονείρου
ντυμένου με πορφυρη τήβεννο και ακάνθινο στεφανο μετουσιωμένων παρελθοντικών ανομημάτων
και ιαματικών σιωπών ληθης
Σκαλίζει η αλφαβητος των άστρων με τις ακρες των χρυσών  γραμμάτων
της  ποιήματα αισθήσεων και παραισθήσεων
Δάκρυα αστεροειδών κεντουν  τα πέπλα της νυχτας  με αστρικά μαργαριτάρια
φωτίζοντας την ουτοπική αναζήτηση  των Κρεμαστών Κήπων της Βαβυλώνας
Άμωμος θυσία τα θραύσματα των ανθρωπίνων συνειδήσεων στο βωμό
των αιωνιων αιμάτινων τραυμάτων  της δακρυσμένης αιωνιότητας
Μύστες ψαλμών ικεσιας και αφεσης προσδοκούν την Αναγέννηση του ζωοδοτου Φωτος
ως την Εσχάτη Ικεσια εκπλήρωσης της γενεσιουργου θυσίας του Υπερουσιου Ενός Κυρίου ημων,
των μικρών εσωτερων σταυρικων  θανάτων των προσδοκιών εγκόσμιων τόπων,
των φασμάτων  τραυμάτων αιματος, της προδοσιας των ρόδων, της γήινης ουτοπίας των πάντων
Ικετεύομεν  Σε
Ιέρεια της αγνότητας του άμωμου φωτος της υπέρτατης Αγαπης
σφράγισε με μύρο ροδοπέταλων ως σφραγιδολιθο  της ιερότητας της  ύπαρξης σου
τα αιματινα τοπία της ύπαρξης των ανθρωπίνων.

Συλια Χαδουλη




Άτιτλο (του Ιωάννη Τούμπα)


Άκουσα πολλά σ' αγαπώ...
Τα πιο πολλά μια αλληγορία ήταν...
Όταν υπάρχει αγάπη
κανείς δεν καταπιέζει
Και κανένας δεν καταπιέζεται.
Η αγάπη δεν είναι κατάκτηση. Ιδιοκτησία. Κυριαρχία.
Η αγάπη είναι ενσυναίσθηση.
Δίνει στην ανθρωπιά το δικό της σχήμα.
Την μορφή και το αποτύπωμα της.
Τι αριστούργημα ο άνθρωπος που αγαπά!
Σε νοιώθει.
Σε καταλαβαίνει.
Σε κατανοεί.
Σε κοιτάζει σαν σε καθρέπτη.
Είναι ίδιος με σένα.
Πως θα ζήσει η κακία εδώ...
η μισσαλοδοξία.
Η πλεονεξία...
Η ζήλια...
Αφού δεν υπάρχει τίποτα για να τις θρεύει...
Τώρα καταλαβαίνω την αγάπη τελικά.
Να χαίρεσαι με την χαρά του άλλου και ας μην είσαι εσύ ή αιτία.
Να βαδίζεις  δίπλα στον άλλο.
Δεν έχει σημασία από που ερχόμαστε και προς τα που πάμε...
Να βαδίζεις...
Όρθιος... Στο ύψος σου... Δίπλα του...
Κι όταν εκείνος δεν μπορεί να στηριχτεί στα  δικά του πόδια...
Κι είναι μεγάλο το βάρος του για τα δικά σου πόδια..
Να συνεχίσεις...
Να τον κράτας αγκαλιά.

Ιωάννης Τούμπας


Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Διαφορά (του Χρήστου Παπαχρυσαφη)



Γεννήθηκες την άνοιξη που ανθίζουν τα λουλούδια.
Γεννήθηκα φθινόπωρο που πέφτουνε τα φύλλα.
Εσέ η ζωή σου είναι όμορφα τραγούδια
και στη ζωή μου όλα ήτανε μαυρίλα

Εσύ που ότι έπιανες γινότανε χρυσάφι.
Και εγώ που ότι έπιανα γινόταν στάχτη, χώμα.
Που την μορφή σου αποτυπώνουνε ζωγράφοι
και στην δική μου τη ζωή δεν βρήκαν χρώμα

Που όπου βρεθείς σε αγαπούν και σ΄ αγκαλιάζουν
και όπου βρεθώ ο κόσμος φεύγει, μένω μόνος.
Που όταν προφέρουν τ’ όνομα σου μέλι στάζουν
και όποιος προφέρει τ’ όνομα μου βγαίνει φθόνος

Τώρα μου λες ότι πλαστήκαμε ο ένας για τον άλλο
μα ο χρόνος πέρασε και χάθηκε κανείς δε ξαναζεί.
Πως θες λοιπόν να ζήσουμε έναν έρωτα μεγάλο
αφού δεν γίνεται να είμαστε εμείς οι δυο μαζί

Ζήσ’ τη ζωή σου εσύ και πίσω μη κοιτάξεις
έχεις και νιάτα κι ομορφιά  μη το ξεχάσεις.
Στιγμές που φύγαν δεν μπορείς να τις αλλάξεις
και όσες θα ‘ρθούν πρέπει να ζήσεις πριν τις χάσεις

Χρήστος Παπαχρυσαφης


Άτιτλο (της Αντριάνας Αρβανιτιδου)


Μια νεραίδα κάθε βράδυ έρχεται πάνω στο προσκεφαλό μου. Λίγο πριν τα μάτια κλείσω, με μαγεύει η λάμψη από την χρυσόσκονη που σκορπάει στο σκοτεινό μου δωμάτιο. Είναι πανέμορφη σαν οπτασία,
μα τα μάτια της με μαγεύουν και όλα με μιας γίνονται ένα θαύμα.
Μου χαμογελάει και όλους τους φόβους μου παίρνει μακριά. Με το μικρό της το ραβδάκι ακουμπάει την καρδιά μου, με μιας θυμάμαι αγάπη τι θα πει. Ότι ξέχασα θυμάμαι και τον έρωτα ζω ξανά από την αρχή.
Τα μάτια μου δακρύζουν μα δεν είναι υγρά δάκρυα, είναι χρυσά σαν την σκόνη που στα χέρια της κρατά. Η ψυχή μου για άλλη μια φορά χαμογελάει, τα όνειρα σε μια στιγμή γίνονται μπροστά μου αληθινά.
Το χαμόγελο σου νεραίδα μου γλυκιά, μου θυμίζει την ελπίδα που κάθε βραδυ, με την παρουσία σου μέσα μου χτυπάει. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου ζω το αδύνατο, το ανέθικτο. Ανοίγω μια πόρτα σε όλα αυτά που λαχταρώ.
Χορεύεις ύπαρξη μαγική γύρω μου και οι αισθήσεις μου ξυπνούν και με πάθος θυμούνται ότι με λόγια δεν λέγεται.
Η μορφή σου τόσο ζωντανή, θεσπέσια κίνηση μοναδική, σε παραμύθι ζω έστω και μια στιγμή.
Λίγο πριν πέσω σε ύπνο βαθύ η καρδιά μου έχει λυτρωθεί. Με ένα φιλί στο μέτωπο με αποχαιρετάς, υπόσχεση δίνεις πως κάθε μου βήμα θα φωτίζεις, όταν όλα στην ζωή μου θα έχουν χαθεί στο σκοτάδι.
Νεράιδα μου γλυκιά, για μένα κάνεις ταξίδι μακρινό. Κάθε βράδυ το δάκρυ σου, μου καθαρίζει το μαύρο της ψυχής μου.

Αντριάνα Αρβανιτιδου


Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Δεν ταξιδεύω, σαλπάρω! (της Βηθλεέμ Νασλα)


Τα καλύτερα ταξίδια
γίνονται στα ανοιχτά,
με καράβια και βαπόρια
στης θαλάσσης τα νερά.

Να αναπνέεις τον αέρα
να ανεμίζουν τα μαλλιά,
να κοιτάς ψηλά τον ήλιο
να αφρίζουν τα νερά.

Τα καλύτερα ταξίδια
είναι πάντα μακρινά
να κουνιούνται τα μαντίλια
να υπόσχονται πολλά.

Τα καράβια είναι πάντα
στων ανθρώπων την καρδιά
τα ταξίδια τα γεμίζουν
όνειρα απατηλά.

Βηθλεέμ Νασλα


Άτιτλο (της Βασιλικής Νάκου)


Όταν το χρώμα φεύγει ξανά το μόνο σταθερό είναι το άσπρο μαύρο.

Γυμνή στη θάλασσα να γίνω ένα μαζί της όπως πάντα.

Να νιώσει τον πόνο,τον θυμό,την απογοήτευση,και με την αλμύρα της να τα ξεβγαλει όλα από πάνω μου.

Ποιος δε λάτρεψε εσένα αγαπημένη,που πόσους καημούς,πόση θλίψη,πόσα δάκρυα έχεις παρει;

Έτσι γυμνή στέκομαι μπροστά σου τώρα εγώ και βουτώ στα δροσερά νερά σου.

Πάρε τον πόνο,πάρε την θλίψη,πάρε τον θυμό που με κατατρώει κάθε μέρα,μου τρώει τα σωθικά,τη ψυχή,το μυαλό,τη καρδιά.

Πάρτα όλα και δώσε μου γαλήνη,αυτό αποζητώ μόνο θάλασσα αγαπημένη μου.

Βασιλική Νάκου


Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Ήταν όπως η σάρκα... (της Σταματίνας Βαθη)



Ήταν όπως η σάρκα γινόταν ένα με το νερό.
Ερεε τρεχούμενο σε κάθε καμπύλη, σε κάθε κρυφό μυστικό.
Πορτοκαλόχρυσα τα φιλιά και αυτή  μια μέλισσα που αποζητούσε με πάθος όλο το νέκταρ, κάθε γλυκιά πινελιά.

Βομβητά από τα χάδια του αγέρα όπως έπαιζε με τα πέταλα, τρυγώντας τα ολόδροσα,
εκλύοντας μυρωδιές θεσπέσιες,
δίνοντας του  ηλιοκράτορα χάδια πάμπολλα από έρωτα καιγόμενα.

Και όπως άγγιζε την πηγή, υγρό να τρέχει άφθονο, να ξεδιψά κάθε εκατοστό, κάθε άνυδρη ψυχή.
Και το λουλούδι να καθρεφτίζεται, νερό διαμάντι το κάθε φιλί.
Άκουγα τις σταγόνες όπως γλυκά λεηλατούσαν την κάθε καρδιά χωρίς υπομονή.

Και αυτή πέταξε με την γύρη γεμάτη πάνω στα φτερά.
Χρύσιζε σε κάθε αχτίδα του ήλιου,
έλαμπε από χαρά.
Την σκόρπισε παντού σε κάθε φύλλο, σε κάθε κρυφή γωνιά.
Και η καρδιά πετάρησε, ήθελε αχόρταγη να κοιμηθεί σε αυτή την αγκαλιά.

Σταματίνα Βάθη



Φωτογραφία :Kostas Andreopoulos

“Παρελθόν σε παρένθεση” (της Γεωργίας Σχοιναράκη)


Τη στιγμή που σκεφτόμουνα
 να προσπεράσω
Το δειλό σταυροδρόμι μου
Θηλιά
Παρελθόν σε παρένθεση
Έχω να κάψω
Και την ψευτιά
Στη φωτιά

Τη στιγμή που κρυβόμουνα
Στου νου την χάση
Αφημένης μου υπόσχεσης
πληγή
Προσευχή στην απόφαση
Που έχω να σώσω
Και μια αγκαλιά
Πιο σφιχτή

Μην το πεις σε κανένα
ποτέ μην το ακόυσει η καρδιά
Μυστικά ξεχασμένα
Ας μείνουν μοναχά μυστικά
Σαν κεράκια σβησμένα τα λάθη
στα σκοτάδια ουλές
Στους καιρούς κερασμένα τα πάθη
Σαν αλήτρες σκιές

Γεωργία Σχοιναράκη


Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Άτιτλο (του Κωνσταντίνου Τσατσομοιρου)


Και ξεπέρασαν εαυτό
τρέχοντας σαν σφαίρα να κρυφτούν!
Με μια ταχύτητα απελευθέρωσης,
ιλιγγιώδους πόθου!
Λές και το φευγιό
ήτανε όνειρο, και  προσμονή...
κι' η ερημιά ένα ζητούμενο
δάσος ζωής!

Στην αντίπερα όχθη...
Άλλος καιρός... Της επιμονής!
Ψάχνοντας στην χημεία...
εκείνα τα καθαριστικά ψυχής
για τους λεκέδες της νύχτας,
απ' τα λόγια που ξοδεύτηκαν
όταν πουλούσαν μ' ευκολία
παραδείσους, σε τιμές
κάτω του κόστους!

Κωνσταντίνος Τσατσομοιρος


Άτιτλο (της Αγγελικής Ντελια)


Μοναχική φρεγάτα η ζωή, που κουρασμένη και ακούραστη πολεμάει στους αιώνες...
Με μύριες ήττες και λίγες μόνο μετανιωμένες νίκες...

Εσύ που θαρραλέα κάρφωνες με κεντριά ατσάλινα αιματοβάφοντας τα γιγαντόσωμα πέλαγα...
Εσύ που τιθάσευες με γαλαζοκέντητα γκέμια τα αετόφτερα κύματα ιππεύοντάς τα...
Προκαλώντας με φωνές τους ουρανούς  που τόσο ψηλά μέσα τους πετούσες, σπέρνοντας θεόρατους γκρεμούς στα πιο βαθιά φαράγγια ως τα ψηλότερα λυκολημέρια ξυπνώντας όλους τους κοιμόμενους θεούς...

-Αχ Θάνατε-Ύπνε, μέγα μάγε...

Που είναι οι ποιητές που ξελόγιασες παρασύροντάς τους να γίνουν φύλακες των χρυσαφιών στους Παγκαίους κόρφους;
Που είναι οι αλλόφρονες μούσες, οι γαιτανοφόρες νεράιδες που ανίχνευαν με λόγια ακατάληπτα τους αρχαίους καιρούς, σμίγοντας σαν υδάτινες στρόφιγγες τα πάθη στους ανέραστους βάλτους;
Δημιουργώντας συστάδες κορμιών απ' τους στιγμιαίους ανώμαλους οργασμούς των πνιγμών...
Χείρωνες ζευγάρωνες, με μικρά λεπτόφλουδα μαγιάτικα κορίτσια...
Βαθιά, στα πλούσια λιβάδια της Ποσειδώνιας μνήμης, ως του ακροβάσταχτου κόσμου τα πλεονάσματα μύρισαν χιλιάδες οι συφορές...
Και οι κατάρες διαδέχτηκαν τις μέρες και τις νύχτες!

Δυσμενείς οι μήτρες, εργάτορες των θαλασσομαχών που προστίθονται στον αέρινο κυκλώνα, προαγωγό των εποχών και των ανώτερων Ιδεών...
Φουρτούνα και μοιρολόι φτύνουν οι κάμπιες που γεννιούνται από μαυροπεταλούδες νεκρών στιγμών...

-Αχ Χρόνε-Φίδι ύπουλε, μοχθηρέ...

Που είναι οι ποιητές του ασημένιου φτερωτού πλανήτη;

Μην ανοίξετε τα σύνορα, αλυσοδέστε τις εξώπορτες σφιχτά γιατί φοβάμαι την χρυσή φωτιά...
Όπως φοβάσαι τις μάχες στα νερένια μονοπάτια της αφορισμένης ψυχής...
Κρατήσου για λίγο ακόμα στο κατάρτι...
Πολέμα για να γευτείς τις ύπουλες νίκες σου κι από αυτά τα ναυάγια...
Ίσως να στεφθείς Νικητής!

Αγγελική Ντελια

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Άτιτλο (της Στέλλας Μάναλη)


Μην αναρωτιέσαι γιατί τίποτα δεν είναι ίδιο.
Κάθε τι που είναι αληθινό ... εξελίσσεται.
Έτσι και τα συναισθήματά μας...δεν γερνούν.
Αποκτούν νόημα με την πάροδο του χρόνου...
Αποκτούν όνομα...βαφτίζονται...
Επαναπροσδιορίζονται...αποκτούν ταυτότητα
και χαρακτήρα,αποκτούν βάθος...
Όσο είναι στην επιφάνεια...σε ταράζουν, μετά αποκτούν θεμέλια..κι εκεί είναι δύσκολο να τα γκρεμίσεις ...
Μην αναρωτιέσαι λοιπόν....τι άλλαξε.

"Σαν αγαπήσεις είναι δύσκολο...να το γκρεμίσεις..."

Στέλλα Μαναλη

Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΠΕΦΤΕΙ (του Τάσου Βασιλειάδη)


Εκείνη την Στιγμή, Ακριβώς, ο Ηθοποιός
Πέφτει από την Σκηνή, Πυροβολημένος
Από Πραγματικά Πυρά….

Την Στιγμιαία Παγωμάρα που Επικρατεί
Στους Θεατές Διακόπτουν κάποιες Κραυγές
Τρόμου και Πανικού:’ ’Ω, μα Είναι Πυροβολημένος
Στα Αλήθεια, κοιτάξτε τον, Αιμορραγεί!....,,

Και Άλλες πολλές τέτοιου Είδους Εκφράσεις,
Ακούγονται από το Κοινό….. Μα, Ξαφνικά, ο Ηθοποιός
Σηκώνεται, και Χαμογελώντας με Άνεση, στέκεται  μπροστά
Στο Έκπληκτο Κοινό, που μετά το  Σοκ που του Προκάλεσε
Αυτή η αναπάντεχη ‘’Νεκρανάσταση, αρχίζει να χειροκρότει
Μανιασμένο, Ξετρελαμένο….

‘’Άρε Τέχνη, πόσες φορές θα Πυροβοληθώ ακόμα, για
Χάρη σου!.....,, Αναρωτιέται ο Ηθοποιός, χαμογελώντας
Ικανοποιημένος από το Ξέφρενο Χειροκρότημα….

Τάσος Βασιλειάδης


Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ (της Ιωάννας Αθανασιάδου)



Το αγιόκλημα σκαρφαλώνει στα παραθύρια
που αγναντεύουν τη θάλασσα,
θροΐζει η νύχτα στον φλοίσβο των κυμάτων.
Ασπαζόμαστε το φεγγάρι
που καθρεφτίζεται στα μάτια της Παναγιάς
στο εκκλησάκι δίπλα στην ακρογιαλιά.
Σβηστό το καντηλάκι του,
σκιές από τα περασμένα ανάβουν το κεράκι τους.
Τα πουλιά κοιμούνται στα κλαδιά του γέρο- πλάτανου,
τ’ αφρόψαρα κυνηγιούνται στα νερά.
Μια νυχτερίδα χορεύει τον πολεμικό χορό της
πάνω απ’ τον σκοτεινό βυθό με τις γυαλιστερές πέτρες,
μια καραβίδα ξεμυτά στην άκρη των βράχων.
Στην αμμουδιά χρυσίζουν τα ονόματα των ερωτευμένων,
ένας χαρταετός ταξιδεύει για τους κόσμους της αθωότητας.
Μικρή βαρκούλα βγαίνει απ’ τα κρυστάλλινα νερά
κι ακουμπά τη ράχη της στην πρόσχαρη στεριά.
Τραγουδά ο ψαράς στην πλανεύτρα θάλασσα
νανουρίζοντας τους λευκούς χειμώνες.
Το αγκίστρι του φεγγαριού ριγμένο στο βάθος του πελάγους,
ασημένιες οι στάλες του ονείρου.
Αναίτιος ο θυμός της πεισματάρας τρικυμίας,
η γαλήνη τη μαλώνει στοργικά.
Τα κρινάκια της αμμουδιάς
κοιμούνται αγκαλιασμένα με τα κοχύλια,
ξαγρυπνούν οι κάτασπροι γλάροι.
Νυσταγμένα τα σύννεφα στον ορίζοντα,
η νύχτα ταξιδεύει στα λευκά τους πανιά.
Χρυσή λύρα κρατά ο άνεμος,
η πανσέληνος, πορφυρή καπετάνισσα.
Ο ουρανός αποκοιμιέται στα σπλάχνα των κυμάτων,
φιλιούνται μυστικά οι ώρες του μεσονυκτίου.
Κι ο φάρος αναβοσβήνει τις στιγμές στην άκρη του λιμανιού,
γίγαντας ακοίμητος των ωκεανών,
φρουρός στην ταξιαρχία των αγγέλων.

Ιωάννα Αθανασιαδου

ποίημα απ' το βιβλίο ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΣΙΩΠΕΣ, εκδόσεις Βεργίνα

ΔΕΙΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (του Χρήστου Κουκουσουρη)



Κάτι δειλά ποιήματα γράφεις συχνά τα βράδια
που λεν σχεδόν ψιθυριστά του κόσμου τις ντροπές
ακούς μυστήρια πλάσματα που ζουν μες στα σκοτάδια
και κάποια υπόλοιπα ψυχής απ’ τις ανατροπές.

Κάτι δειλά ποιήματα τις νύχτες εξυφαίνεις
που λεν με κραυγαλέα σιωπή, μηνύματα φωτιά
σ’ ακούν της νύχτας τα στοιχειά πόσο βαριά ανασαίνεις
σταμάτα να σκοτίζεσαι σου λεν,  αποκοτιά…

Κάτι δειλά ποιήματα γράφεις συχνά τις νύχτες
γι’ αλήθειες που όμως δεν τολμούν να δουν του ηλίου το φως
τις συζητούν μεσάνυχτα φαντάσματα και μύστες
θεμέλιοι λίθοι, συντηρούν έν’ άθλιο καθεστώς.

Δεν φταίνε τα ποιήματα κι η πένα που τα γράφει
δεν φταίει το χέρι που ακλουθεί τις προσταγές του νου
φταίει το χώμα που έριξες τον σπόρο, το χωράφι,
που χρόνια ακαλλιέργητο πήρε όψη του βουνου.

Χρήστος Κουκουσουρης

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

[Στιγμές με τον πατέρα] (της Χρυσαυγής Τούμπα)


Στο τετράγωνο του παράθυρου, στο παλιό σπίτι που έβλεπε στη θάλασσα...
Που ξορκίζουμε με γέλια την μπόρα ''που πλημμύρισε τη θάλασσα'' είπα εγώ
που ''μπόρα είναι θα περάσει'' είπες εσύ
που ο αέρας παρασέρνει την ξαπλώστρα σου, τα γυαλάκια που φόραγες να διαβάζεις, την πετσέτα σου
που κόπασε η μπόρα
που η σιωπή επέστρεψε στο σπίτι μαζί με τον ήλιο
που κόπηκε το ρεύμα

Ένα βράδυ που μετράγαμε αστέρια
Που καθόμαστε στα σκαλιά με το φανελάκι εσύ
που τα χέρια σου μου φάνηκαν θεόρατα
που οι παλάμες σου, όπως μου κράτησες το χέρι, τις ένιωσα αδρές
που έριξες στην πλάτη μου το κίτρινο φούτερ

Πρωινός ήλιος ανοιξιάτικος στην κουζίνα
Που ''θα φτιάξουμε τηγανίτες'' είπες εσύ
που απόρησα
που η κόκκινη κουτάλα ακούμπησε στο τηγάνι και τσιτσίριξε το λάδι
που ο καρπός σου έκανε την τέλεια κλίση σαν σεφ
που ήταν πεντανόστιμες

Που στις εννιά έφυγες
που η κόκκινη κουτάλα έμεινε στον νεροχύτη
''να μουλιάσει'' είπε η μάνα

Που έφυγες κι ό τι απόμεινε από σένα φθίνει και το νερό το απομακρύνει.

Χρυσαυγή Τούμπα


Έχω εσένα (της Μπέττυς Κουτσιου)


Πόσο πολύ είχα εξαντληθεί..
Να παριστάνω την ευτυχισμένη μακριά σου.
Πόσο σε είχε ανάγκη εκείνο το μικρό κορίτσι που θήλαζε μέσα μου καημούς και λύπες.
Σε απαιτούσε συνέχεια και είχε αγκιστρωθεί πάνω σου..
Σαν να ήτανε εκείνο το κύμα. Σαν να ήσουνα εσύ ο βράχος.
Πριν ακόμα έρθεις, εκείνο είχε κόψει λουλούδια και σε περίμενε στην άκρη του δρόμου.

Τώρα πια δεν έχω καμιά ιστορία να πω.
Γεννήθηκα όμορφη από την δική σου αγάπη..
Γεννήθηκα ευλογημένη..
Έχω Εσένα..
Ένα λιμάνι που είμαι για πάντα προστατευμένη..
Ένα κορμί που το άγγιγμα του γιατρεύει όλες τις πληγές.

Έχω Εσένα.
Που τα χέρια σου είναι ενας τέλειος κύκλος γύρω μου.
Που δεν κρατάς κρυμμένα όπλα στα φιλιά σου.
Που σε ανύποπτο χρόνο ήρθες διστακτικά και μου έκλεψες όλα μου τα μυστικά που  κρατούσα καλά φυλαγμένα.
Που μου ζωγραφίζεις όλους τους ήλιους στα μαλλιά..
Που με προστατεύεις σαν μητέρα ..
Σαν πατέρας..
Σαν Άγγελος..
Σαν ουρανός..

Έχω Εσένα.
Τώρα πια δεν έχω, καμιά ιστορία να πω.
Στο τέλος του ονείρου θα σε περιμένουμε..
Είμαστε εγώ και το μικρό εκείνο κορίτσι μέσα μου..
Νεογέννητες.
Ολόλευκες..
Και  οι δύο απο την δική σου αγάπη.

Μπέττυ Κουτσιου

Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Πυρετικό Τρεμούλιασμα (της Μαίρης Σουρλη)



Έρωτας στο νου και την ψυχή
σε ξεσηκώνει - σε στροβιλίζει.
Τ' ακροδάχτυλα της ψυχής σου
αγγίζω
συναντώντας τα μάτια σου.
Φιλί στην άκρη του
χαμόγελό σου αφήνω,
με τ' άρωμά σου μεθώ.

Το φλογισμένο βλέμμα σου
αγγίζοντας κάποια ευαίσθητη χορδή,
μπαίνει στο βάθος της ζωντανής ψυχής
που έχει απαιτήσει,
που θέλει άγγιγμα, φροντίδα
αγκαλιά προσεχτική.
Η γοητεία μιάς αγάπης
σε κάνει χτήμα στα όνειρά της,
ομορφαίνει τη ζωή,
στήνει γύρω σου ένα φωτοστέφανο.

Χαράζεσαι μέσα μου τόσο απαλά
νιώθω φωτιά στη σκέψη σου
τόσο κοντά.
Απλώνεται στην καρδιά λαχτάρα
από πάθος σφοδρό σκιρτάς..
Δυνατή φωνή ψυχής η ποίηση
μπλέκονται όμορφοι στίχοι
με μέλι,
μ' αεράκι ανάσα, μαγεύουν.

Το πεπρωμένο μας καλεί.
Μπλέκονται τα όνειρα
όπως τα νήματα στις ζωές μας
και τα χείλη όταν σμίγουν
γίνονται όνειρα σε προσευχή
κι ευχή,
με αχτίδες ήλιου φωτισμένα .!

Μαίρη Σουρλη

   
Από την ποιητική συλλογή
  "  Φτερά στον Ορίζοντα  "

Συγχαίρω κι ευχαριστώ ολόψυχα τον εκλεκτο φίλο και ζωγράφο  Χρηστος Γιαννοπουλος
για το υπέροχο σκίτσο του! !!

Παιδικά μάτια (της Ιωαννετας Δοκαναρη)



Πράσινη θάλασσα, στροβιλίζεσαι στη μουσική του ανέμου
Τα μακριά μαλλιά σου χτενίζουν οι ριπές.
Το καράβι των ονείρων μου διασχίζει τα κύματά σου.
Κρύβεις την απεραντοσύνη στις σειρές των μακρινών λόφων σου.
Τ απόγευμα δανείζεσαι το κίτρινο του κόσμου.
Τ άλλο πρωί ταΐζεις τα αγγελικά στόματα.

Ιωαννετα Δοκαναρη


Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Ποιος; (της Άρτεμις Κριμιτσα)



Ποιος κηπουρός είναι αυτός
Που ραίνει με αγάπη την αυλή σου
Και μια δροσιά ανέμελη χαράς
Λαμποκοπά στα χείλη,στο κορμί σου

Με τι ποτίζει τα άνθη σου
Με τι τα αυλακώνει
Αχ πόσοι χυμοί σταλάζουνε
Σα γέρνεις και μοσχοβολάς
Απ'το άσπρο σου μπαλκόνι

Σάστισαν οι Φωνούλες των πουλιών
Σιωπούνε σα τραγουδάς γι'αγάπη
Ποιος κηπουρός είναι αυτός
Του γιασεμιού τη μυρωδιά σε κέρασε
Μες στου φιλιού τα πάθη!

Άρτεμις Κριμιτσα


Θαλασσινή
Από την καλντέρα της ψυχής μου

Άτιτλο (της Χάρις Παρασκευοπούλου)


Και να έχω τόσα να σου πω και να σωπαίνω.
Πάλια αυτή η σιωπή... Φοβάμαι πως τρελά θα σου ακουστούν τα λόγια μου γι' αυτό αναλώνω το χρόνο με τα τετριμμένα. Λες και μ' ενδιαφέρει η υπόλοιπη ζωή σου. Λες και θυμάμαι. Λες και με νοιάζει. Κι εγώ μόνο να σκέφτομαι μια βροχή να σε τυλίγει κι εσύ να χορεύεις. Και μόνο αυτό να βλέπω και το στόμα σου. Και μόνος δρόμος προς το φιλί σου να μου ανοίγεται. Και να σου λέω τα ίδια και τα ίδια μόνο για να σε κρατήσω εκεί, να στέκεσαι μέσα στο πλήθος κι ένα χαρτάκι μ' έναν αριθμό αδιάφορο να μου δίνεις, κι ας ξέρω πως αποκλείεται να προλάβω κάτι να τον κάμω.
Θα μπορούσα να σου πω να τον δώσεις κάπου αλλού, καλό θα έκαμα. Εμένα που τόσο μου αρέσει καλό να κάμω και χαμόγελα του άγνωστου κόσμου να χαρίζω. Όχι! Και βέβαια τον χρειάζομαι, να απολαύσω άλλα δυο, τρία, πέντε λεπτά αδιάφορης συζήτησης μέσα στο πλήθος μαζί σου. Ονειρεύτηκα πως κάτι μου έγραφες σε εκείνο το χαρτάκι. Μετά το κράτησα μέχρι το βράδυ. Το άνοιγα κάπου - κάπου μέσα στη μέρα και το διάβαζα. Τις ανύπαρκτες λέξεις σου. Μετά το χάρισα της βροχής που μου το ζήτησε. Ήθελε να έχει κάτι που το αγγίξαμε κι οι δυο. Περίεργη γυναίκα η βροχή. Περίεργη κι εγώ...

Χάρις Παρασκευοπούλου

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Ασάφεια (της Ελευθερίας Θεοδώρου)


Απόμεινε το μισοχάραμα
να κοιτάει ένα μέλλον βαθύ
Και να μετράει
τους επουράνιους παλμούς
να ξεψυχούν
πάνω σε άτλαντες πλανήτες
πάνω σε νοτισμένα συναισθήματα
που κρέμονται
σε άστρα μουχλιασμένα
Και εσύ κουρνιάζεις φοβισμένος
στα ανοίγματα της μέρας
για να στεγνώσεις
τις βρεγμένες νοσταλγίες
Με έναν αχνό ανασασμό
διώχνεις της μοναξιάς την υγρασία
και στον ψυχρό σου πόνο
βάζεις ναφθαλίνη
Και εκεί μονολογείς με τη σιωπή σου
Και εκεί μακραίνεις τη θυσία
Για μιαν ανταύγεια ελπίδας
Για να στεγνώσεις το δικό σου άστρο
Σκληρή των αισθημάτων η ασάφεια
και οι παλμοί τους πάντα σε αρρυθμία
Εκεί που ξεψυχάς
μια σε ανασταίνουν
και μια σε σβήνουν

Ελευθερία Θεοδώρου

Αυτή η ασάφεια ζητάει πάντα η ψυχή να γευματίζει με τον πόνο και να παραμένει στην νηστική της ανεπάρκεια.. Πληρότητα συναισθημάτων πόσο σπάνια λέξη τελικά....


ΕΝΑΛΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ (Γεράσιμος Μαρούλης)



Έκλεψα από τα χείλη το φιλί σου.
Λίγο πριν του δώσεις την πνοή.
Γεύση γιασεμιού, άρωμα ναρκίσσου.
Γίνηκαν οι ανάσες μας ζωή.

Άλειψα με λάδι το κορμί σου.
Ένιωσα στην πλάτη σου φτερά.
Χρυσάφι ατόφιο η μορφή σου.
Σε έσφηξα απάνω μου γερά.

Έκλεισα στο στήθος την πνοή σου.
Εκείνη την στερνή πριν εκραγείς.
Γαλήνια στο στέρνο μου κοιμήσου.
Άστρο πελιδνό της χαραυγής.

Έγινε η αγκαλιά μας φάρος.
Είναι ο έρωτας μας φως.
Τα φτερά γινήκαν γλάρος.
Τα φιλιά μας έγιναν αφρός.

Γεράσιμος Μαρούλης

Δύο μαζί (της Γιώτας Κλουτσούνη Παπαδάκη)



Δυό μαγιό και μιά αγάπη.
Κι ένας ήλιος αρχηγός.
Στου καλοκαιριού τη φλόγα.
Η καρδιά μου πλοηγός.

Δυό φιλιά και μία τρέλα.
Παρεό με χρώματα.
Και ο έρωτας ο αλήτης.
Να σκορπάει αρώματα.

Δυό μαζί αγκαλιασμένοι.
Να γελούν και να μιλούν.
Και τα βράδια στις ταράτσες.
Τα αστέρια να μετρούν.

Δύο πάντα σε μιά αγάπη.
Δίπλα δίπλα, μιά σκιά.
Δυό μαζί που κάνουν ένα.
Δύο σπίθες μιά φωτιά.

Δύο μάτια που δαμάζουν.
Της καρδιάς τα κύματα.
Αποφεύγοντας φουρτούνες.
Στης ψυχής τα σήμαντρα.

Γιώτα Κλουτσούνη Παπαδάκη


Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

Άτιτλο (της Λουκίας Παπαδόπουλου)



Πάνε κι έρχονται τα τρένα
τόσα χρόνια στο σταθμό,
μπερδεμένος ο σταθμάρχης
ψάχνει νά΄βρει το συρμό.

Τον ρωτώ με αγωνία
σε ποια στάση να κατέβω
με κοιτάζει μ' απορία
 μου λέει ο,τι τον παιδεύω.

Ατελείωτοι οι κύκλοι
χάσαμε τον προορισμό,
με το γύρω γύρω γύρω
έπαθα ένα εθισμό.

Θολωμένος κι ο σταθμάρχης
ξέχασε το δρομολόγιο.
με πηγαίνει πάνω κάτω
βόλτες στην υδρόγειο.

Ει! κύριε θα μου πείτε
σε ποια στάση να κατέβω;
Το κεφάλι ζαλισμένο
δύση ανατολή μπερδεύω.

Ελεγκτής είμαι κυρία
το εισιτήριο να δω,
του το πεταξα στη μούρη
και πηδάω απ' το συρμό.

Άντε πνίξου ελεγκτή μου
που δεν είδες το γραμμένο
το δικό μου εισιτήριο
γράφει πάνω: πεπρωμένο...!


Λουκία Παπαδοπουλου


Μη ρίξεις χάρτινες βαρκούλες (του Περικλή Ρεϊζη)



Μη ρίξεις χάρτινες βαρκούλες
το πέλαγος, κρύβει οργή
περιπολούν στους δρόμους κέρδη
ποτέ δεν έφτασες εκεί...

Στην κόλαση αυτού του κόσμου
πρώτα θα φύγουν τα παιδιά
αθώο ψήφισαν το λύκο
άνθρωποι είναι τα  Θεριά...

Τώρα στις λέξεις, δώσε λόγο
να πουν αθώα, η ενοχή
σε χρόνων ψέματα, θα κτίσουν
θα πουν πως έφταιξες και συ...

Και ποια σοφία και ποια γνώση
θα φέρουνε, παρηγοριά
μην καταριέσαι τον αγέρα
και μην ξορκίζεις, τη φωτιά...

Το κέρδος ήταν, ο εχθρός σου
μα το κατάλαβες αργά
όσο τους δρόμους σου μικραίνεις
η Σωτηρία πιο μακριά...

Μη ρίξεις χάρτινες βαρκούλες
μια κούκλα κράτα παιδική
να σου θυμίζουνε τον φταίχτη
να σου θυμίζουν το ληστή

Στο Μάτι ρίξανε βαρκούλες
μαύρα πανιά, φορέσανε
πολιτικάντης τώρα ο Αιγέας {κέρδη εμπορεύεται ο Αιγέας}
το ίδιο κι ο άλλος που θα ρθει {φόβος για τ' αύριο που θα ρθει}

Κάποιοι σταυρώνουνε το μέλλον
το παρελθόν, να μη θιγεί
μια κούκλα έβαλα στο πλάι
να σου θυμίζει, πως δεν ΖΕΙ

Περικλής Ρεϊζης

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Νόστος (του Κώστα Ζαϊκιδη)



Κι αν έφυγες κι ορφάνεψαν οι επιστροφές,
οι άδειοι δρόμοι πάντοτε θ' ανθίζουν προσμονές.
Με δάκρυα σαν  ποτίσανε του αποχωρισμού,
η μνήμη πόθους βλάστησε του ξαναγυρισμού.

Γιατί αγάπες που πονούν, εγχάρακτες θα μείνουν
Μόνο αν πάψουν να χτυπούν την λύπη θ' απαλύνουν!
Όσο υπάρχουν στη ζωή αίμα πικρό θα στάζουν,
μόνο μ' ελπίδα επιστροφής μπορούνε να βαστάζουν.

Δεν πρέπει μα ούτε καί μπορεί μέσα της να το θάψει!
Θα φλέγεται με πυρκαγιά, σαν χόρτο θα την  κάψει!!
Μ' αν πάλλεται με προσμονή και νόστος την διακρίνει
από φωτιά δεν καίγεται, πιότερο θα λαμπρύνει.

Κώστας Ζαϊκιδης


ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ (της Άννας Γεωργαλή)



Τα όνειρά μου συννεφιασμένα και σήμερα
η γλάστρα μου στο μπαλκόνι μελαγχολική
οι δυνατές φωνές έχασαν τη δύναμη τους
η σιωπή μας έγινε συγκατάθεση
δεν μας ανήκει η τελευταία λέξη
σαν καλοί πολίτες μένουμε άπραγοι
συνεχίζουμε γοητευτικά τη ζωή μας
αναλύοντας διάφανα φιλοσοφικά ρεύματα
κι οι φλέβες που χτυπάνε
πληγώνουν θανάσιμα
λογαριάζοντας τον χαμένο χρόνο..

Σκάβουμε το λάκκο μας μόνοι
μιας και δεν μπορούμε
να πληρώσουμε τον νεκροθάφτη
κι όταν πάρει να βραδιάζει για μας
με τα παιδιά μας στους δρόμους
και τα παιδιά των παιδιών μας
θ'αγωνίζονται να χτίσουν
στο στόμα του ήλιου εύφορα χρόνια
θα'ναι η ώρα να πάρουμε ήσυχα το μονοπάτι
της προσωπικής μας νύχτας
με μοναδικό τρόπαιο έναν κούφιο αγώνα
που σκάλισε τα σημάδια του
στα μαραμένα μας κορμιά
ξέροντας με σιγουριά πλέον
πως δεν αφήσαμε κάτι σπουδαίο πίσω μας..

Ίσαμε τότε
φέρτε μου βιβλία να διαβάσω
κι ένα νερό να πιω
να συνεχίσω να οικοδομώ το μέλλον...

Άννα Γεωργαλή


Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

Εντός του ποιήματος (του Δημήτρη Δημητριάδη)


Ο άνεμος καλπάζει
Όπως μια γυναίκα που τρέχει.
Ασήμαντα είν' όλα
Το λευκό της παραδοχής
Το υποκίτρινο της αγωνίας

Κάπου στη λεωφόρο κάποιος
σταυρώνεται
Έξω απ' τον σταθμό αριθμούνται
μονομάχοι
Μ' έναν εφιάλτη στα πέντε μέτρα ν'
αποδεικνύεται στα θύματα του

Μέσα στο ποίημα εισήλθαν και
κατοίκησαν αλήτες
Κορυφαίοι προδότες και μισθοφόροι
Όμως
Η αθώωση τη νύχτα δυσκολεύει τους νόμους
και το εκκλησιαστικό δίκαιο δεν
δικαιώνει τις τύψεις

Όλως τυχαίως -
Η ζωή έχει δυο απόψεις
Έχει μια κατάληξη
Έναν ζήλο παραπάνω

Καθώς

Σωπαίνει
Δεν κηρύττει
Δεν ταξιδεύει.

Δημήτρης Δημητριάδης




Ωδή στον Σκύλο (του Αριστομένη Λαγουβαρδου)



Γιατί πολλές φορές, ο σκύλος είναι σαν να μας λέει:  "Εγώ θα ζήσω λίγο. Φρόντισέ με και  θα  δώσω και την ζωή  μου
για σένα".

Γιατί ο σκύλος δεν λέει ψέματα, δεν  προδίδει, είναι γενναιόδωρος, σε πιστεύει.
Γιατί και αν ακόμα χτυπήσεις τον σκύλο  σου, αυτός
θα σε κοιτάξει αθώα σα να σου  λέει: ¨ Ω  καλέ μου
φίλε, έχεις δίκιο¨.
Γιατί όποιος δεν έχει σκύλο, δεν ξέρει τι θα  πει αγάπη.
Γιατί ο σκύλος όταν κουνάει την ουρά του,  αρχίζει
η συμφωνία της αγάπης, του γέλιου και της  χαράς.
Γιατί τον σκύλο δεν τον ενδιαφέρει, αν  είσαι πλούσιος
ή φτωχός.  Αν τον αγαπήσεις θα σε  λατρέψει.
Γιατί ο σκύλος δεν δίνει σημασία στα υλικά  αγαθά,
θέλει μονάχα να σε έχει κοντά του.
Γιατί το να καθίσεις με ένα σκύλο κάπου,  είναι σαν
να βρίσκεσαι σε Παραδεισένιο τόπο, όπου  όλα
λάμπουν από Ειρήνη και Ευτυχία.
Γιατί όταν υποφέρουμε, ο σκύλος σαν να  μας λέει:
Ότι κι‘ αν πάθεις είμαι εγώ εδώ για εσένα.
Γιατί η  γη είναι η εφημερίδα του σκύλου,  και
είναι πολύ τρυφερός όταν μυρίζει το χώμα,  και
μαθαίνει όλες τις σκυλίσιες ειδήσεις στην  ώρα
τους.
Γιατί όλοι μπορεί να σε εγκαταλείψουν, ο  σκύλος
όμως, ποτέ.
Γιατί η αγάπη για τα σκυλιά, είναι η ίδια  που
τρέφουμε για τα μωρά μας.
Γιατί ο σκύλος έχει ένα μονάχα σκοπό, να  δωρίσει
στον άνθρωπο την καρδιά του.
Γιατί ο σκύλος, είναι το μόνο ζώο στην γη,  που
σε αγαπά περισσότερο από τον εαυτό του.
Γιατί ο σκύλος, είναι ένας  Άγγελος.

Αριστομένης Λαγουβαρδος



Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

ΝΟΘΕΥΜΕΝΗ ΑΜΒΡΟΣΙΑ (της Βίκυς Δρακουλαρακου)



Είναι αυτή η συγκίνηση
που τόσο με προδίδει ...
Και η ασυγκράτητη πεθυμιά
που ανταριάζει και βρυχάται ...
Οι άνοιξες που σεργιανούν
πάνω στου πόθου μου το νήμα.
Είναι τ΄άστρα που φέγγουν και οδηγούν
αυτόν τον προδότη Εφιάλτη*
για να παραδώσει τις Θερμοπύλες !
Τα χείλη που πίνουν και μεθούν
από το νέκταρ των θεών
και την νοθευμένη αμβροσία !
Και το μαχαίρι απ΄το βλέμμα σου ...
που μέσα μου το ιχνηλατείς
και ελπίζεις να το δεις
σαν βγει τραυματισμένο... !

Βίκυ Δρακουλαρακου



Ιδιοποίηση (του Παύλου Ανδρέου)



Ο παππούς, ένδακρυς, σχολίαζε εμφατικά
το γέμισμα του ήλιου
ναρκωμένος σε μια ενδοφλέβια θάλασσα.
Να μου μιλά, να της μιλά.
Ο εκσφενδονισμός των διηγήσεών του
μεταφερόταν απ' τον ουρανό πίσω σ' αυτόν.
Παππού, είμαι η επαλήθευσή σου.
Κι αν τώρα η μνήμη σου στένεψε,
θυμάμαι εγώ να σου πω για την Αμμόχωστο.
Το χρώμα που ιδιοποιήθηκε ο ήλιος.

Παύλος Ανδρέου

Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

Το μπλουζ της πανδημίας (του Νίκου Σουβατζη)



Κάποτε ήταν σκλάβοι
σε φυτείες βαμβακιού
Ύστερα πολίτες
δεύτερης κατηγορίας,
εξιλαστήρια θύματα,
κινούμενοι στόχοι
για αστυνομικές σφαίρες

Τώρα, ελεύθεροι πια
και ίσοι με τους άλλους φτωχούς
πεθαίνουν αβοήθητοι
και στοιβάζονται
σε ομαδικούς τάφους
στα πάρκα

Χωρίς μεσίστιες σημαίες
και επικήδειους,
χωρίς τιμητικές εκδηλώσεις
και μνημεία

Το μόνο που τους ανήκει
είναι μια γωνιά
στο όνειρο
του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ

Νίκος Σουβατζης

ΈΝΑ ΑΛΛΟ ΠΑΙΔΙ (της Τόνιας Κοσμαδακη)


Όταν ήμασταν παιδιά
παίζαμε με μια μουριά
Ήταν μέλος της παρέας
Μέναμε στο νοίκι τα καλοκαίρια
Ένας εκτυφλωτικός ήλιος μας ζάλιζε
Και ταιριάζει πολύ
να την φυτέψω σ’ εκείνα τα καλοκαίρια την μουριά
κι ας ήταν Αθηναία
Αυτό θα πει ποιώ, κατά μία ανθρώπινη έννοια
Και δεν είναι λίγο
Νοικιάζαμε που λέτε ένα σπίτι στο Μάτι
Μέσα στη ζούγκλα
Και αγαλλιάζαμε περιφρουρημένοι από κάτι ενήλικες
εγκληματίες αθώους
Που παίζανε κουμκάν κι φρόντιζαν τα παιδιά τους
με κατά συρροή κενά
Εμείς τότε όλο μυρίζαμε
όλα τα μυρίζαμε

Η μουριά μας βρήκε στον κήπο
Ήταν κι εκείνη παιδί τότε
Ένα άλλο παιδί
Τα αγόρια τη χτυπούσαν με σπαθιά
και έκλαιγαν πάνω της όταν τα έδιωχνε η μάνα τους
για να μαγειρέψει ή για να καεί
Τα κορίτσια, την έλεγαν μαγική
κι έκοβαν φύλλα, για να μαγειρέψουν κι εκείνα τάχα
Μας έβλεπε η Μουριά
Περνούσαν τα χρόνια κι εμείς μεγαλώναμε
Όλοι υπέροχα μεγαλώναμε
δραματικά, με εκρήξεις
-Μα τι τραύμα αλήθεια
Εκείνη έγινε δεντρόσπιτο
Έγινε καρποί
Έγινε σκιά
Την φάγαμε
Την φτύσαμε ο ένας στα μούτρα του άλλου
Μας λέκιασε τα πιο καλά μας ρούχα
Την αγνοήσαμε, την παραμελήσαμε
Μας ανέχθηκε
να στήσουμε στη σκιά της
ένα ολόκληρο σπίτι, με καναπέδες
και φωτιστικά και γεμάτα τασάκια και cd players
και να χoρεύουμε ή να λιποθυμάμε
Μας άκουσε να βριζόμαστε ψεύτικα, απ' την καρδιά μας
Και να αγαπιόμαστε ακαριαία
μη αναστρέψιμα, απ' την ψυχή μας
Την είχαμε γι’ αθάνατη
Την λατρεύαμε όπως τους θεούς
Χωρίς να ανησυχούμε
-τι μυστήριο η λατρεία
Μας έκανε καλούς
Ξεχνούσαμε για λίγο
πως είχαμε ικανότητες
δεξιότητες
ταλέντα
εμπειρίες
και κάυλα κυρίαρχη
Και γινόμασταν χλόη
ή σταγόνες βροχής
ή τεμπέλικα τζιτζίκια
Μας ήθελε κοντά της
ως που μια μέρα, έπαψε
Δεν νοιάζονταν πια
Δεν ήταν εχθρική
Έγινε ξένη

     Εσύ που σε βρίσκουνε οι λέξεις
     όταν κάτι μπορείς να το πεις, το ζεις περισσότερο, θρόιζε
     Ναι, της απαντούσα, ως πότε;
     Μεγάλη ασέβεια να αγανακτούν οι ποιητές, άνθρωπε γυναίκα

Ήταν η περιουσία μου
Μετά σιώπησε
Δεν ξαναέβγαλε καρπούς
Τότε μάζεψα όλα τα λεκιασμένα ρούχα μας
και τα φύλαξα σε μια τρύπα στον κορμό της
κανείς να μην τα πλύνει
Κάθομαι συχνά στην απουσία της
χωρίς προσδοκία
χωρίς θλίψη για την σιωπή
Με μνήμη γιατρικό, που χωράει σε κάθε ενεστώτα

Αληθινά ελεύθερη είναι μόνο η καλοσύνη

Τόνια Κοσμαδακη

Σκύλος
Εκδόσεις Apopeira

Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

Υστερόγραφο...το πάλαι ποτε! (της Μαίρης Ηλιάδη)


Τώρα που το μελάνι στέρεψε...
γράφει το αίμα της καρδιάς
σε κυανό  μαντήλι... με ολόγιομο φεγγάρι...
ολόγραμμα !
Το σέρνει ο άνεμος
στα λιμάνια της σιωπής...
πάνω από θάλασσες αταξίδευτες..
ανείδωτες ακόμα...
Δεν ήρθε η ώρα κι η στιγμή...
κοιμάται η ελπίδα...
την κυοφορεί η θάλασσα..
την ναννουρίζει το κύμα...
Και να το μαντήλι
που ανεμίζει σημαία στο λιμάνι!
Αράξαμε!
Και να η άνοιξη αναγεννημένη
στο φως που φέρνει πράσινα κλαριά
κι ολόφωτη ανθίζει  !

Μαίρη Ηλιάδη


Φωνή Επιβίωσης (της Χρυσταλλα Κοσμά)



Μια φωνή μέσα μου.....
Η μοναδική ίσως......
Που δε γίνεται ουρλιαχτό
να ξεσκίσει χορδές ταλαιπωρημένες απ' το κλάμα.....
Μια φωνή μέσα μου......
Της λογικής ίσως.....
Που δεν πνίγεται κι αυτή σε νοιώθω και αισθάνομαι ψυχής βασανισμένης......
Μια φωνή μέσα μου.....
Αληθινή ίσως......
Που δε γίνεται κραυγή να πνίξει με σπαραγμό τα σωθικά μου......
Αυτή η φωνή.....
Η άηχη
Η άχρωμη
Η άοσμη
Είναι αυτή που γεμίζει μ' Ελπίδα την καθημερινότητά μου......
ΕΠΙΒΙΩΣΗ λέγεται...... 

Χρυστάλλα Κοσμά