Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

Πόσο κρατάει ένα τσιγάρο (της Νίκης Γκριζανοφσκι)


Ένα τσιγάρο ακόμα, ψιθύρισε, ένα τσιγάρο ακόμα και τό' φερε στα χείλη της χαϊδεύοντας τα. Άναψε το τσιγάρο, την πήρε η μυρωδιά -της άρεσε η μυρωδιά του καμένου μπαρουτιού-, κοίταξε τη φλόγα που ήταν δυνατή κι αμέσως μετά αδύναμη και σιγουρεύτηκε πως τέτοια φλόγα δε θά ‘ναβε το τσιγάρο.
Άρχισε έτσι να την παρακολουθεί. Σκέφτηκε ν' αρχίσει να μετράει... Πόσο κρατάει άραγε ένα σπίρτο; Έσβησε... Πέταξε το καμένο στο πάτωμα. Άναψε κι άλλο, ξανά και ξανά, παρακολουθώντας τη φλόγα. Πόσο κρατάει άραγε ένα σπίρτο; Ίσως έπρεπε να μείνει όλη νύχτα να μετράει και θα μάθαινε πια με ακρίβεια. Μα ήθελε ν' ανάψει τσιγάρο! Όμως πάντα τα έμπλεκε. Γι' αλλού ξεκίναγε κι αλλού βρισκότανε. Έτσι πέρασε ολόκληρη ζωή, σαν τα καμένα σπίρτα στο πάτωμα, που δεν έκαναν το χρέος τους κι απλά ξοδεύτηκαν για να προσφέρουν θέαμα, μυρωδιά και μελαγχολία.
Ένα τσιγάρο ακόμα κι ένα σπίρτο να της δώσει ζεστασιά. Μετά θα ξεκίναγε το παραμύθι απ' την αρχή. Μια φορά κι έναν καιρό... Ποιος θα τ' άκουγε άραγε; Αν το έγραφε; Πάλι ξέφυγε... Καλύτερα να το πάρω μαζί μου, σκέφτηκε. Άραγε θα καταλάβαινε κανείς; Μα αν πάλι κάποιος θέλει ν' ακούσει ένα παραμύθι ας αναπολήσει τη ζωή του. Λίγο πολύ όλα τα παραμύθια μοιάζουνε...
 Πήρε το τελευταίο σπίρτο και τά' ναψε. Έφερε τη φλόγα βιαστικά κοντά στο τσιγάρο της και ρούφηξε λαίμαργα... Οι πρώτοι κύκλοι του καπνού ξέφυγαν απ' τα χείλη της κι άρχισαν την πορεία τους προς το ταβάνι. Εκεί που τους καρφίτσωνε και τους φύλαγε μια κι ήταν τα χαμένα της όνειρα, οι αγάπες της, οι λύπες κι οι χαρές μαζί.
Κάποτε θα ξεκίναγε το παραμύθι. Κύκλο - κύκλο θα τα ξεμπέρδευε όλα να μάθει εκείνος, εκείνη, όλοι ένα ακόμα ολόιδιο παραμύθι για τον αγώνα του ανθρώπου να επιβιώσει, να διδαχθεί κι ίσως, ίσως να γινόταν καλύτερος.
Πόσο κρατάει ένα τσιγάρο; Μελαγχόλησε. Σπίρτο - σπίρτο, τσιγάρο - τσιγάρο, έφυγαν αμέτρητες νύχτες. Σκέφτηκε ότι αυτή έκανε τελικά το χρέος της κι έζησε μ' ότι αυτό συνεπάγεται. Μια γυναίκα που αγάπησε κι αγαπήθηκε, που πόνεσε, που πρόδωσε και προδόθηκε, που αγωνίστηκε παλεύοντας μ' άγρια κύματα, που σώθηκε όλη της η ζωή σ' ένα ταβάνι με τους κύκλους του καπνού της καρφιτσωμένους πάνω του
Όχι δεν ήταν η στιγμή να γυρίσει στο παρελθόν. Την πονούσαν όλα. Οι αποτυχίες, οι προδοσίες, οι έρωτες. Ακόμα κι οι επιτυχίες την πονούσαν μια και θυσίασε πολλά.
 Πόσο κρατάει ένα τσιγάρο; Στιγμές... Στιγμές που μπορεί να επαναλαμβάνει όποτε της καπνίσει. Στιγμές που μένει μόνη μ' ένα τσιγάρο να ονειρεύεται, να συγκεντρώνεται στην καύτρα του, να παρακολουθεί τους κύκλους του καπνού και να τους καρφιτσώνει στο ταβάνι... Αυτοί είναι οι κύκλοι της ζωής της. Κάποιοι τους κρατούν στο μυαλό τους ή σε κιτρινισμένες φωτογραφίες που σκαλίζοντας τες ανακατεύουν αναμνήσεις και τις δείχνουν με καμάρι. Να εδώ! Μωρό... Να εδώ! Εικοσάχρονη... Να εδώ! Ο γάμος μου... Να εδώ! Εκδρομή με το παιδί μου... Και μόλις πεθάνουν διαλέγουν οι συγγενείς μία για την τελευταία κατοικία... κι οι υπόλοιπες στα σκουπίδια.
Κοίταξε γύρω της. Η Πηνελοπίτσα είχε ενώσει την κουρτίνα με το ταβάνι. Θα ήταν κρίμα να χαλάσει τον κόπο της. Τόσες μέρες την παρακολουθούσε να υφαίνει. Πάνω - κάτω. Πάνω - κάτω! Να ενώνει... Αυτή η μικρή αράχνη ήταν η συντροφιά της τον τελευταίο καιρό στο μικρό δωμάτιο με το μοναδικό παράθυρο στον ακάλυπτο. Σηκώθηκε με δυσκολία απ' την ξεφτισμένη μπεζέρα, πλησίασε το παράθυρο, ανασήκωσε την κουρτίνα. Πυκνό σκοτάδι. Η νύχτα αφέγγαρη μ' εκατομμύρια αστέρια στολίδια τ' ουρανού.
Ωραία βραδιά για περίπατο Πηνελοπίτσα μου! Χαμογέλασε... Πόσο κρατάει ένα τσιγάρο; Άναψε δεύτερο, τρίτο κι άλλα! Κόντευε ν' αδειάσει το πακέτο. Ξάπλωσε συνεχίζοντας να καπνίζει. Ένας ύπνος βαθύς, λυτρωτικός, ήρθε γρήγορα μαζί με τ' όνειρο... Νάτην κοπελούδα στους δρόμους. Βρέχει, μ' αυτή χωρίς ομπρέλα στη βροχή, τρέχει μουσκεμένη, τρέχει κι η βροχή γίνεται φωτιά. Βρέχει φωτιά! Πόσο απαλά τη ζεσταίνει... Σαν τη φλόγα των σπίρτων. Σταμάτησε πια να τρέχει καθώς βρέθηκε στην παλιά της γειτονιά και την πήρε η μυρωδιά της νεραντζιάς.
Μα ήθελε ν' ανάψει ένα τσιγάρο... Το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου στην τσέπη της. Τ' ανάβει! Πόσο κρατάει ένα τσιγάρο;

Κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι αυτή τη νύχτα είδαν πολλούς κύκλους καπνού κι ανάμεσα τους μια γυναίκα ν' ανεβαίνει σ' ένα αστέρι, ελεύθερη αποσκευών...

ΜΗΝ ΒΛΕΠΕΙΣ (του Χρήστου Χριστοπουλου)



Μην βλέπεις το χαμόγελο στα χείλη μου,

κρυμμένο έχω το δάκρυ στο μαντήλι μου.

Σημάδι ανεξίτηλο του έρωτα

στα βάθη της ψυχής μου τ´αφανέρωτα.


Μαζί μου τον παράδεισο φαντάζεσαι,

τις ώρες συντροφιά μου, να μοιράζεσαι.

Τα χέρια σου απλώνεις να με νοιώσεις,

αγάπη θέλεις μόνο να μου δώσεις!


Κοντά μου έρχεσαι κι απομακρύνομαι,

φοβάμαι και στον εαυτό μου κλείνομαι.

Ταράζεις τα νερά της μοναξιάς μου,

καθώς αγγίζεις φύλλα της καρδιάς μου!


Μην βλέπεις το χαμόγελο στα μάτια μου,

μαζεύω κάθε μέρα τα κομμάτια μου.

Το βλέμμα μου γεμάτο αθωότητα,

αμύνεται στου πόνου την σκληρότητα!


Ληστέψαν της καρδιάς μου τα κοσμήματα,

απόμεινα γυμνός δίχως αισθήματα

κι αν γίνεις η πνοή μου, για να ζήσω,

στα χέρια σου γλυκά, θα ξεψυχήσω!


Χρήστος Χριστόπουλος