Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Επιβίωσα (της Σοφίας Τανακίδου)

Μόλις που κατάφερα να χαθώ από τους διώκτες μου. Χωρίς άλλες δυνάμεις σωριάστηκα κάτω. Σκυλιά αδέσποτα με πλησίασαν. Οσμίστηκαν το αίμα. Ταράχτηκα... "θα με φάνε" σκέφτηκα να χορτάσουν την πείνα τους. Τι ήμουν άλλωστε για αυτά ένα κομμάτι κρέας πεταμένο στο κράσπεδο. Έσκυψαν πάνω μου, την τρομερή όλο λαχτάρα ανάσα τους άκουσα στο πρόσωπό μου, να νιώσω περίμενα τα δόντια τους μα γεύτηκα τα φιλιά τους. Έγλειφαν το αίμα που κυλούσε πάνω στις πληγές μου και ύστερα έγλειφαν τα δάκρυά μου . Ώσπου ακούστηκαν βήματα, βήματα ανθρώπινα τα ήξερα, γύρισαν να με αποτελειώσουν. Έκλεισα τα μάτια αυτό ήταν με βρήκαν. Άκουσα ένα ουρλιαχτό. Μα δεν ήταν δικό μου, σηκώθηκα να δω, στα κοφτερά τους τα δόντια αιμορραγούσε ο εχθρός μου και ούρλιαζε. Ανελέητα τον αποτελείωσαν μπρος τα μάτια μου και ύστερα γύρισαν πίσω σε μένα και συνέχισαν απτόητα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα να γλείφουν τις πληγές μου. Άρχισα πάλι να ελπίζω.





Ο ασκός (της Λιλής Βασιλάκη)


Σαν βελόνες τρυπούν,
το μυαλό οι αναμνήσεις,
της ψυχής μου ρωγμές,
της καρδιάς καθιζήσεις.
Τον ασκό του τρυπούν,
μονομιάς δραπετεύουν.
Τριγύρω, μετέωρες μένουν.
Με κοιτούν και χλευάζουν...
Για τα όνειρα πλάνα,
που μου κάναν κοπάνα.
Για τις φρούδες ελπίδες,
της ζωής μου ρυτίδες.
Για τα ψεύτικα κάστρα
και τ' απόμακρα άστρα...
Και στο τέλος χορεύουν,
αστραπές που τυφλώνουν,
βροντές που ματώνουν...
Είμαι ο πόνος εγώ!...
Κι' έγώ, η βροχή σου, το κλάμμα!
Κι εγώ, της πίκρας το θάμα!...
Κι εγώ, η συντρόφισσα Θλίψη,
της ψυχής σου η σήψη!...
Κι εγώ!... Κι εγώ!... Κι εγώ!...
Σταματήστε! Πονώ! Υποφέρω...
Δεν μπορώ... θα εκραγώ!....
Πως την ψυχή μου πονάτε...
Βρωμερές! Σιχαμένες!
την καρδιά τυρανάτε...
Πως μπορεί αυτό να κοπάσει;
τις αντοχές μου, στα άκρα θα φτάσει...
Προσπαθώ, να τις πιάσω,
στον ασκό να τις χώσω
και καλά να ταπώσω.
Μ'αυτές, αερικά, δεν ακούνε....
σκωπτικά με κοιτούνε...
Μόνο, σαν τελειώσει ο χορός,
κουρασμένες, κοπάζουν,
Μόνες, στον ασκό τους γυρνούν.
Σ'έναν ύπνο βαθύ, σε χειμέρια νάρκη.
Το χορό τους ξεχνούνε
και μόνο τότε, τα πελάγη του νου,
με γαλήνη ηρεμούνε...


Λιλή Βασιλάκη 



Η πόλη του πλήθους (του Πέτρου Βελούδα)


Σαπίζει το πλήθος κρεμασμένο
μεσημέρι στα κάγκελα
διάχυτου απόδειπνου,
μυστικά συνθλίβεται η αλήθεια
στα διψασμενα χείλη που στάζουν ήλιο
για το πλήθος που καίγεται...
Τα μάτια του πλήθους
δύο σύννεφα που το νέφος του πόνου
ετοιμάζει καταιγίδα στην κορνίζα της πόλης..
Η πόλη του πλήθους
 χλαμύδα πορφυρή χυμένη
στις μαγγανείες της συννεφιασμένης υποκρισίας
σκεπάζει το πλήθος,
μα η μυρωδιά του σαπίσματος
αποβάλλεται στις εξατμίσεις των..τροχοφόρων!