Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ (του Λευτέρη Ασπροπουλου)



Σε δρόμους ατέλειωτους τσουλάει η ζωή μας
άλλοτε γρήγορα κι άλλοτε αργά
πότε ασυγκράτητα δίχως χειρόφρενο, πότε με κόπο ανηφοριά.

Σήμερα κοντανάσασμα σε λεωφόρους, αύριο
σουλάτσο σε στενάκια γραφικά
δρόμοι σα νήματα πλέκονται, γίνονται κόμποι• σταυροδρόμια.

Αν θες να τ' αποφύγεις, πρέπει από στράτες
κακοτράχαλες ή γέφυρες να πας
κι αν παιδί θέλεις να μείνεις τσουλήθρα κάνε απ' τις χαράδρες.

Μα δυστυχώς έρχεται κάποτε σταυροδρόμι
που πρέπει πάραυτα να διαβείς
όταν ο δρόμος της Ωφέλειας συναντήσει εκείνον της Ομορφιάς.

Τι δίλημμα ανήθικο! Πώς έτσι να πορευτείς
δίχως χάρτη ή έστω ένα σημάδι;
Αριάδνη καμιά δε σου άφησε, μίτο λαμπερό ν' ακολουθάς.

Δύο ταμπέλες, η μόνη βοήθεια: “Οδός Τρέλας”
η μια• “Μεγαλοφυΐας Οδός” η άλλη.
Κατάχαμα όμως τις παρατήσανε κι αργά θα μάθεις πού πατάς.

Λευτέρης Ασπροπουλος


Άποστασιοποιηση(της Γεωργίας Κιτσουκη Βασιλειαδου)


Και βρίσκεσαι κάποτε θεατής
να παρατηρείς υφέρπουσες συμπεριφορές
Να αξιολογείς κεκαλυμμένες σκέψεις
Να θαυμάζεις ακατέργαστες πράξεις
Μακάριοι οι πτωχοί
Πτωχοί σε συναίσθημα
Πτωχοί σε αρχές
Δίκαιοι και άδικοι μαζί
Το δίκαιο είναι πάντα ηθικό;
Κατέρρευσαν από καιρό τα μνημεία
ενός υπέρμετρου ρομαντισμού,
μιας γλυκιάς αφέλειας,
μιας πίστης στο όνομα ..
Αλήθεια ξεχνάω πια
Στο όνομα όσων μεγαλώνοντας
έμαθα να προσκυνώ, να σέβομαι
Μακάριοι οι πτωχοί...
Πτωχοί σε όλα, στα πάντα, σε κάποια
Παρατηρώντας, πέρασα απέναντι πια
Στην αντίπερα όχθη
Αποστασιοποίηση
Έχω καλή θέση εδώ.
Ας αρχίσει η παράσταση...
Πλέον δεν πρωταγωνιστεί η απογοήτευση
Οι ηθοποιοί αποδείχθηκαν ερασιτέχνες

Γεωργία Κιτσουκη Βασιλειαδου


Ταξίδι χωρίς επιστροφή (της Μαρίας Μαραγκού)



Είναι κάτι μέρες σαν και τη σημερινή, μελαγχολικές. Λες και διαισθάνεσαι πως κάτι πολύ άσχημο πρόκειται να συμβεί και μ' έναν ανεξήγητο τρόπο νιώθεις σαν να πνίγεσαι. Το παλεύεις, όμως αυτός ο κόμπος στο λαιμό και την ψυχή, σου κλέβει τις ανάσες. Κι αρχίζεις να βυθίζεσαι πάλι, στην άβυσσο του μυαλού σου.

Έχεις κουλουριαστεί σε μια παλιά πολυθρόνα και το βλέμμα σου έχει κολλήσει στο υγρό τζάμι απέναντί σου, όπως τότε, εκείνη τη μέρα, σε εκείνο το τελευταίο σας κοινό ταξίδι. Εκείνο, που σε έκανε να μισήσεις τα ταξίδια για πολύ καιρό.

Αναρωτήθηκα λοιπόν πολλές φορές από τότε, τι μπορεί να θυμάσαι από εκείνο το ταξίδι, αν ένιωθες όπως ένιωθα κι εγώ, είτε ακόμα κι αν δεν ένιωσες ποτέ σου, τίποτα. Ήταν η τελευταία φορά βλέπεις, που θα κάναμε αυτήν τη διαδρομή μαζί. Κι αν ακόμα εσύ, νόμιζες πως με προετοίμαζες μήνες πριν με τη στάση σου, εγώ μέσα μου πάντα εξακολουθούσα να θρέφω τυφλές ελπίδες πως θα άλλαζες την απόφασή σου, έστω και λίγο πριν το τέλος.

Έχασα κι αυτό το στοίχημα με τον εαυτό μου, όπως είχα χάσει και όλα τα προηγούμενα. Τα είχες δρομολογήσει όλα από καιρό μέσα σου, δεν θα έκανες πίσω ούτε και την ύστατη στιγμή λοιπόν, όχι εσύ. Κι εγώ από την άλλη, με ντοπάριζα συνεχώς με ψευδαισθήσεις, με παραμύθιαζα πως η απόσταση θα μας έκανε καλό, πως η απόφασή σου ήταν η σωστή και πως μετά από λίγο θα βγαίναμε πολύ πιο δυνατοί κι αλώβητοι απ' όλη αυτή την καταιγίδα.

Είχα ανάγκη να σε πιστέψω λίγο ακόμα βλέπεις, πάντα σε πίστευα…

Η αλήθεια όμως μάτια μου, είναι πως το ταξίδι αυτό, είχε ξεκινήσει πολύ πιο πίσω, για την ακρίβεια εννέα ολόκληρους μήνες πριν από το τελευταίο μας. Εννέα μήνες, που περνούσε καθημερινά, όλη μας η ζωή μπροστά από τα υγρά μου μάτια.

Εννέα μήνες, κλεισμένη και μόνη στη «φυλακή» μου, με μοναδική μου διέξοδο έναν βράχο και τη θάλασσα να απλώνεται μπροστά μου. Εκείνη τη θάλασσα, που έπνιγα μέσα της όλους μου τους καημούς κι όλους μου τους φόβους για να μην τα δεις. Μην τα δεις και τρομάξεις κι ο ίδιος, από το μέγεθος του πόνου που έσπερνες κάθε λεπτό που περνούσε, όλο και πιο βαθιά μες την ψυχή μου.

Εννέα μήνες που έβλεπα τη φυγή σου καθημερινά και το άδειο σου βλέμμα που με σκότωνε δίχως κανέναν οίκτο.

Εννέα μήνες που έκλεινα τη ζωή μας σε άψυχα κιβώτια, για να μπορείς να τα φυγαδεύεις νύχτα, στην καινούρια ζωή που θα μου χάριζες.

Εννέα μήνες, για να σου χαρίσω κι εγώ...την πολυπόθητη ελευθερία σου.

Εννέα μαρτυρικοί μήνες, που γνώριζα τα πάντα κι όμως σιωπούσα κι έλιωνα.
Εννέα μήνες που εκλιπαρούσα για ένα θαύμα, που ήλπιζα να καταλάβεις, που διαισθανόμουν και που τελικά επιβεβαιωνόμουν, που σε άφηνα να με υποτιμάς με φθηνές δικαιολογίες και ψέματα, εννέα μήνες που πονούσα βουβά και που πέθαινα αργά.

Κι ανάμεσά μας μια διαρκής πάλη.
Εσύ, να προσπαθείς να τρέξεις τον χρόνο μπροστά κι εγώ να παλεύω να τον κρατήσω στάσιμο.

Άνιση μάχη, πάλι χαμένη, για άλλη μια φορά χαμένη. Ο χρόνος μου τελείωνε, μαζί με την ελπίδα μου πως θα άλλαζες γνώμη. Έχασα, σε έχανα.
Όλα ήταν έτοιμα, έμενε μόνο να σου παραδώσω τα κλειδιά της ζωής μου. Της ζωής που απαρνήθηκες.

Έμεινα για λίγα λεπτά μονάχη μου, να κοιτάζω το μέχρι πρότινος σπίτι μας.
Κάθε γωνιά του και μια εικόνα, από αυτές που τώρα εναλλάσσονταν σε δευτερόλεπτα μπροστά μου, λες και προσπαθούσαν να προλάβουν να χωρέσουν όλες μέσα μου. Μα δεν είχαν φύγει και ποτέ τους από εκεί…

Έκλεισα στην αγκαλιά μου τις πολυτιμότερες αναμνήσεις μου και κλείδωσα την πόρτα πίσω μου, μαζί με την καρδιά και την ψυχή μου. Κάθε σκαλοπάτι που κατέβαινα και μια απώλεια. Αμίλητη και χαμένη καθώς ήμουν, ξένη ήδη και ανύπαρκτη για εσένα και αγκαλιά με το μοναδικό πράγμα που δεν θα είχες ποτέ σου τη δύναμη να μου πάρεις, έστρεψα πια το βλέμμα μου προς το υγρό τζάμι.

Το ταξίδι είχε ξεκινήσει, μόνο που ετούτη τη φορά, ήταν για εμένα χωρίς επιστροφή.

Μαρία Μαραγκού

Πρωτη αναρτηση στο Μεταξύ μας.