Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Όνειρα σε κουτί (του Σπήλιου Παναγιωτόπουλου)


Χαμένος κάπου σε αυτό το στριμωξίδι
σα φυλλαράκι που μαραίνετε γοργά
σε ποιου το όνειρο σ’ είδα, ποιου ταξίδι
να σπαταλιέσαι κάθε ώρα που περνά?

Εσύ Οδυσσέα πάντα είχες την Ιθάκη
τούτο σε κράταγε τις νύχτες ζωντανό.
Ξέρεις πως είναι να σε τρώει το σαράκι
σε σκάρτη ώρα και σε ξένο πηγαιμό?

Ίσως βολεύτηκες σ’ αυτό το περιβόλι
είδες των άλλων, για δική σου τη ζωή
στο σούπερ μάρκετ σ’ είδα, μύριζες φορμόλη
και σου πουλούσαν τα όνειρα σου σε κουτί.

Να σε λικνίζουν οι καιροί σε αρρωσταίνει
να σε πετάνε ζαλισμένο ρυθμικά
και μια φωνή πότε οικεία πότε ξένη
να σου μιλάει για όνειρα κι ιδανικά.

Σπήλιος Παναγιωτόπουλος



Οι σκιές μου (της Αναστασίας Κουτσούκου - Κλεάνθη)


Ξεχάστηκα  στης δύσης
το ξεμυάλισμα,
αφέθηκα στου φεγγαριού μου
τη χλωμάδα.

Έψαξα  ύστερα
ανάμεσα σ'αμέτρητες σκιές.
Ήθελα ν'αγγιξω
τη σκιά σου.

Καθώς  κυκλώθηκα απ'αυτές,
προτίμησα μέσα στον κύκλο
να πνιγώ, να μη γυρίσω.
Δεν μ'έπαιρνε ο χρόνος.
'Έπρεπε της μέρας το ξεμύτισμα
να εμποδίσω.

Κι ήρθαν του ζευγά τα ζωντανά
και των πουλιών το πτέρωμα,
χρωμάτισε τη μέρα.
Ικέτευσα τότε τις σκιές  μου
και δάκρυσα,
μήπως τις λυπήσω ή τις σβήσω.
Και φώναξα μέσα στης σκοτεινιάς
την ερημιά:
εγώ τη νύχτα μου
δεν το μπορώ  να τη μακρύνω!



Αναστασία Κουτσούκου - Κλεάνθη



Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Μαδημένα σ'αγαπώ ( της Μάρθας Κανάρη)


Γλυκοχάραξε... Πέφτουν τα σ" αγαπώ ένα ένα στο χώμα και γίνονται λάσπη... Θυμάμαι τις νύχτες, που μάζευα τις λέξεις παραμάσχαλα
και τις φόραγα στεφάνι στα μαλλιά μου...
Τώρα απλώς θέλω να ξημερώσει... Γλυκοχάραξε... Τα πουλιά ερωτοτροπούν στο μπαλκόνι και σμίγουν τις φτερούγες τους σκέπασμα... Ποιος θα κρυφτεί απ τον ήλιο? Ο έρωτας πάντα θεριεύει την άνοιξη μα πεθαίνει κάθε φθινόπωρο κι ας ειν' καλοκαίρι... Ενα τελευταιο φτερούγισμα... ένα τελευταιο αγκάλιασμα... ένας τελευταίος ψίθυρος... μια νότα τελευταία... Τα πουλιά τιτιβίζουν ακόμα... μέχρι να αιμορραγήσει η πληγή στο φτερό...

Το μεσονύχτι μου (της Καλλιόπης Τσουχλη)

Όπου κι αν βρίσκομαι την νύχτα και θυμάμαι, αναριγώ στα χνάρια σου και σου φωνάζω πάμε. Είναι βουβή και άραχνη η νύχτα μακριά σου, βουρκώνω και λικνίζομαι μέσα στην αγκαλιά σου. Στο μαξιλάρι μου μιλώ κι άλλο που δεν τα λέω, τα μάτια σου γλυκοφιλώ μονάχη μου και κλαίω. Είναι και που σ’ αγάπησα μια νύχτα με φεγγάρι, την νύχτα που μου γέλασαν τ’ αστέρια και οι γλάροι. Μονόγραμμα στα σπλάχνα μου σ’ έχω και σε κρατώ, γιορντάνια μες στον κόρφο μου για σένα φυλαχτό. Σε νείρομαι στα πέλαγα και μοναχή στην κλίνη, φιλώ σε με τ’ λιόκλαδα και του ανέμου δίνη.
Καλλιόπη Τσουχλη



Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Μονάχος (της Νέλλης Κουμεντάκη)


Σκιές που τρομάζουν,
ανήλιαγες σκέψεις, σιωπηλά
ψιθυρίζουν στης ψυχής τον καθρέφτη!

Απολογήσου αν θες τη νύχτα μονάχος,
δεν σ'ακούει κανείς, ξέμεινες σαν τον βράχο!

Μα σκλήρηνες τόσο;

Η ζωή με ανάγκασε να μπορώ να γλυτώσω!

κλειστά τα  παράθυρα πως να νιώσεις το φως;
       
βυθισμένος στον έρωτα

ολα θαυμάζουν σαν να είσαι Θεός!

Μα στον  έρωτα αγγίζεις φεγγάρια κι αστέρια,
τι σε κάνει να φεύγεις να κοιτάς τα χαμένα;

Σε μια λύπη ξεχνιέμαι, αυτή των ματιών  σου,
που είναι το χρώμα, το μπλέ το γαλάζιο δικό σου;

Τον ίσκιο σου κυνηγάς τη διπρόσωπη σκέψη

Αρέσκεσαι σαν λιοντάρι, με την εξαίσια χαίτη!

Ξανακοίτα το φως ίσως  κάτι προλάβεις,
άσε τη θλίψη μακριά  απ' το σκοτάδι!

Στις ρωγμές της ψυχής ν' αντανακλούν της ελπίδας  οι φάροι!


Νέλλη Κουμεντάκη






Ακριβό ένδυμα (της Λένας Βλαχοπούλου)


Ακριβό ένδυμα τα φτερά 
Ευαίσθητο...στην αφή 
Υστερεί σε όλους τους 
ουρανούς. ..αγέννητη 
η ώρα που σκορπιζουν τα 
πουλιά για την χώρα του 
πρώτου αγώνα. ..Ράγισμα 
στης ψυχής το βήμα 
Μεταιχμιο μια ματιά στο 
νήμα που θα ράψει την πληγή 
και μια πνοή ανάσα να γίνει πνεύμα. ..


Λένα Βλαχοπούλου



Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Νεοέλληνας (της Σοφίας Τανακιδου)


Αφήνω τη μνήμη
στου χρόνου τη λήθη
Το αρχαίο το πνεύμα
για πάντα ξεχνώ

Ιστορία δεν έχω
Καταργώ το θεό μου
και τη γλώσσα σκοτώνω
φριχτά λησμονώ.

Σε ένα κόκκο της άμμου
Σε μια στάλα βροχής
Στην αχτίδα του ήλιου
την πατρίδα θα δεις.

Μόνο μέσα σε μένα
δε θα δεις πουθενά,
γιατί ζω χωρίς μνήμη
και τη θάβω βαθειά.

Μα ξυπνά η Αντιγόνη
πού 'ναι αιώνες θαμμένη
και αδερφό με φωνάζει
και στο σώμα μου μπαίνει.

Την καρδιά μου ταράζει
και ξυπνώ απ 'τη λήθη
και σαν να ήμουνα ρήτωρ
να μιλάω στα πλήθη

Φωνάζω για αξίες
και το πνεύμα το αρχαίο
Νεοέλληνας που είδε...
της πατρίδας το ωραίο.

Σοφία Τανακίδου



Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Άτιτλο (της Πολυξένης Ζαρκαδούλα)


Κοίτα ψηλά στον ουρανό
τ άστρα μέτρα ως απάνω
γίνε κύμα,γίνε έρωτας
φωτιά στο κορμί να βάλω!

Πλημμύρισέ με με ηδονή
να φωνάξουμε με μια φωνή.
Με τον έρωτά σου περιέλουσέ με
ως το πιο φωτεινό αστέρι ανέβασέ με!


Πολυξένη Ζαρκαδούλα




Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Όνειρα (της Καλλιόπης Τσουχλη)

Κι ήταν τόσα πολλά εκείνα που ονειρευόταν να κάνει, βιαζόταν λες και ο χρόνος της τελείωνε… Ήθελε κι επέμενε να κάνει τόσα πολλά πράγματα μαζί… Πολλοί ήταν εκείνοι που αναρωτιόντουσαν πως μπορεί, πότε προλαβαίνει και κυρίως γιατί ζει με τέτοιο ρυθμό… Στις ερωτήσεις τους δεν απαντούσε, χάριζε ένα χαμόγελο και γύριζε την πλάτη… Βλέπεις, το χαμόγελο ήταν η άμυνα της, μια άμυνα που την βοήθησε να θωρακίσει την καρδιά της, ώστε να μην πληγωθεί ξανά… Όμως δεν ήταν πάντα εφικτό, έκρυβε τόση αγάπη μέσα της, ζούσε τόσο έντονα την στιγμή λες κι οι δείκτες του ρολογιού σταματούσαν έκπληκτοι κι αυτοί να την κοιτάζουν… Λάτρευε να αγαπάει, είχε την θέληση και πάντα έβρισκε και τον τρόπο… Ξέρεις τι αγαπούσε πιο πολύ; Ν’ αντικρίζει πρόσωπα χαρούμενα, χαμογελαστά… Έκανε το παν για να χαμογελούν οι γύρω της… Νύχτα και μέρα πάλευε γι’ αυτό κι ας ήταν κουρασμένη κι ας ήταν διαλυμένη κι ας ήταν περασμένα μεσάνυχτα… Δεν την ένοιαζε, μοχθούσε και επένδυε στην χαρά εκείνων που αγαπούσε… Δεν το έκανε από ανάγκη, αλλά γιατί εκείνη διάλεξε να αγαπήσει όσους διάλεξε η καρδιά της, άρα όφειλε να στηρίξει το συναίσθημα και την επιλογή της… Όφειλε να χαρίζει την χαρά, τον ενθουσιασμό… Ξέρεις τι είναι να μην έχεις τίποτα και να γεμίζει η ψυχή σου από χαρά, κάνοντας κάποιον άλλον να χαίρεται; Ξέρεις τι είναι να κουρνιάζεις το βράδυ πάνω στο μαξιλάρι σου, αφότου όλοι πια κοιμούνται και στον απολογισμό της μέρας σου, να μετράς χαμόγελα; Έτσι έκανε εκείνη, ή τουλάχιστον προσπαθούσε... Κάθε βράδυ όταν ερχόταν αντιμέτωπη με τον εαυτό της, μετρούσε χαμόγελα... Μισούσε τον πόνο, μισούσε και τα θλιμμένα πρόσωπα… Αγαπούσε τα όνειρα κι ας μην τολμούσε η ίδια να ονειρευτεί… Όσες φορές ονειρεύτηκε, τόσες φορές γκρεμίστηκαν όλα σαν χάρτινος πύργος… Μόνο που μαζί με τον πύργο κάθε φορά γκρεμιζόταν κι εκείνη απ’ το σύννεφο που με κόπο απογείωνε στα μάτια της… Κάποια στιγμή τα μάτια της, στέγνωσαν κι αυτά… Μια Θάλασσα γέμιζαν τα δάκρυα της, μια Θάλασσα και δυο ανάσες… Μια για όσα έζησε και μια για όσα μες στην ψυχή της κλείδωσε… Κι ήταν σκληρός εκείνος ο απολογισμός, οδυνηρός για εκείνην, διότι εκείνη γονάτιζε στο παγωμένο δάπεδο και μετρούσε κάθε νύχτα, μες στην στάχτη του τσιγάρου τις πνοές της… Ξέρεις, θέλει κουράγιο να πονάς και να τολμάς, να γελάς ενώ αιμορραγείς και να μην αφήνεις κανέναν να κοιτάξει τις κηλίδες… Εκείνες οι κηλίδες, που πάντα έμεναν κλειδωμένες στο υπόγειο… Λάτρευε το φως, καρδιοχτυπούσε για να δει μια όμορφη Ανατολή, ακόμα κι αν η νύχτα που είχε διανύσει, είχε αφήσει πονεμένα αποτυπώματα… Εκείνη τα στόλιζε τα αποτυπώματα, έδινε φως, χάριζε λάμψη, έδινε ζωή στα άψυχα κι εμψύχωνε το άλλοθι… Δύσκολα νοθεύεται το άλλοθι, ήξερε καλά να μετατρέπει το κόκκινο χρώμα του κρασιού, στο λευκό της ευτυχίας… Έγραφε το κυρίως θέμα, όσο καλύτερα μπορούσε, γιατί ήθελε ο επίλογος, να είναι αντάξιος των προσδοκιών της… Φρόντιζε πάντα να εμπιστεύεται το ένστικτο της, ήταν ο συνεπιβάτης της στο ταξίδι της ζωής… Κάπου προς το τέλος θα το άφηνε κι αυτό, θα συνέχιζε μόνη αγκαλιά με την ψυχή της, μέχρι να τερματίσουν οι παλμοί… Θαλασσωμένα όνειρα σ’ ένα ταξίδι εκπληκτικό… Δεν την φόβιζε η μοναξιά, μα ούτε κι ο επίλογος… Ζούσε, τολμούσε κι αγαπούσε στον υπερθετικό βαθμό… Δεν άλλαζε για τίποτα και για κανέναν… Εκείνη κρατούσε τα ζάρια, εκείνη και τα πιόνια… Ξέρεις, αν χαμογελάς στην Ζωή, εσύ φέρνεις τις εξάρες κι η Ζωή σε κοιτάζει έκπληκτη… Κι αν όλα πήγαιναν στραβά, ο Δικαστής της, πάλι θα την περίμενε… Ο δικός της Δικαστής, μα και παράλληλα το δικό της φυλαχτό… Δίκαζε και δικαζόταν πάντα μόνη, μπροστά σε μια Θάλασσα… Μακριά από μάρτυρες και προσωπεία… Κι όταν η Θάλασσα χαμογελούσε εκείνη μονολογούσε, Μου χρωστάει ένα ταξίδι η Ζωή…
Καλλιόπη Τσουχλη



Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

Μες από τα χρόνια (της Ελένης Ταϊφυριανού)


Πέρασα μες από τα χρόνια
σαν ξυπόλητο παιδί,
κλωτσώντας τα χαλίκια στο δρόμο
και πληγώνοντας τα δάχτυλα,
πατώντας πάνω
στα σπασμένα γυαλιά της νιότης
ματώνοντας τα πέλματα,
λαβώθηκαν τα γόνατα
στις γονυκλισίες του πόνου,
μούσκεψε το μαξιλάρι
με δάκρυ και ιδρώτα αλμυρό,
κι εκείνο το φώς στα μάτια
όσο πάει και λιγοστεύει...

Πέρασα μες από τα χρόνια
σαν ξεχασμένη άνοιξη,
Ψάχνοντας απελπισμένα έναν κήπο
να τον στολίσω
με χρώματα κι αρώματα,
σαν αδέσποτο βέλος
ψάχνοντας καρδιά να καρφωθεί,
Κι αφού δεν βρήκα άλλη
καρφώθηκα στη δική μου...

Κι από τότε γυρίζω αιμορραγώντας
ψαχνοντας λευκές ανεμώνες
να τις βάψω κόκκινες,
και δύο χέρια σπλαχνικά
να αποθέσω το τραύμα μου...


Ελένη Ταϊφυριανού



Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Οι άνθρωποι μας (της Καλλιόπης Τσουχλη)

Οι ωραίοι άνθρωποι δεν χρειάζονται την υπερπαραγωγή μες στην ζωή τους… Οι ωραίοι άνθρωποι μυρίζουν σεβασμό, εμπνέουν εμπιστοσύνη, κερδίζουν αγάπη, μοιράζουν χαμόγελα… Οι ωραίοι άνθρωποι δεν κοστολογούν την ζωή τους μέσα σ’ ένα πορτοφόλι, δεν ξοδεύουν την ψυχή τους στην μιζέρια, δεν το βάζουν κάτω όταν βρέχει… Λατρεύουν την βιοπάλη μέσα στο μπουρίνι, άλλωστε το χαμόγελο τους, γονατίζει και την μπόρα… Οι ωραίοι άνθρωποι λένε την καλημέρα τους αλλιώτικα, στέλνουν την καληνύχτα τους ιδιαίτερα… Κάνουν ξεχωριστές τις λέξεις, δίνουν νόημα ακόμα και στην τελεία που κλείνει την πρόταση κι ανοίγει την πόρτα για το όνειρο… Οι ωραίοι άνθρωποι, δεν κάθονται στην πρώτη σειρά, μα στην τελευταία, ακτινοβολούν σαν τ’ αστέρια από τα ψηλά πατώματα… Οι ωραίοι άνθρωποι, όταν σου πουν πως σ’ αγαπούν, το νιώθουν και το εννοούν… Δεν μαγαρίζουν τις κουβέντες στον αέρα και τα χάδια στα λεπτά… Οι ωραίοι άνθρωποι, όταν μας δουν γονατιστούς, απλώνουν ένα χέρι να μας σηκώσουν… Με το ίδιο χέρι μας αγκαλιάζουν… Χωρίς καν να το ζητήσουμε, χωρίς να απολογηθούμε… Οι ωραίοι άνθρωποι λιγόστεψαν, μα ακόμα υπάρχουν… Δυσεύρετοι σαν τα ρουμπίνια, πολύτιμοι σαν τα σμαράγδια… Αγαπάω τους ωραίους ανθρώπους και την ελευθερία που μαρτυράει το χαμόγελο τους… Οι ωραίοι άνθρωποι δεν μιλάνε, μοναχά χαμογελάνε…





Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Ματισιά (της Καλλιόπης Τσουχλη)


Είν το σκαρί που σκούριασε κι η ματισιά βελόνι, είναι το μπότζι το βαρύ και που κοιτούν πια μόνοι, μήτε αστρολάβο πια θωρούν μήτε την αμφιλύκη, κρατούν πορεία δυτική και στον βυθό σταλίκι. Πάει καιρός π’ αλάργεψε η αφρισμένη κλίνη, εκείνη που λογάριαζε ανέμους και την δίνη, κι είναι το φως το νοερό και το στουπί που πλέει, κι ο ναύτης που δεν γνώρισε πατρίδα και που κλαίει. Την ειμαρμένη καρτερούν τα χρόνια τους να ζήσουν, τα σπιτικά που τ’ άφησαν να μην τα λησμονήσουν, και ξενερίζει απ’ το νερό της άγκυρας το νύχι, κι ο ναύτης αναστέναξε για την δική του τύχη. Είν η αλμύρα έρωτας για πούθε και τον πάει, σε μέρη π’ ονειρεύτηκε σ’ εκείνη π’ αγαπάει, τα δυο του μάτια θάλασσα και η καρδιά κοχύλι, στον στεναγμό τα χέρια του και του φιλάει τα χείλη. Καλλιόπη Τσουχλη



Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

Ήταν Αύγουστος... τότε...(της Ελένης Ταϊφυριανού)


Ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι
και μια άδεια παραλία...
Βρεγμένη η άμμος απ'τη νυχτερινή υγρασία...
Γονάτισα κι άφησα την κραυγή μου
να φτάσει απέναντι,
εκεί στον υποτιθέμενο όγκο του Αγίου όρους...
Εκεί...στο περίπου του Θεού...
Δυό αστραπές ξιφομάχισαν στη νύχτα
λες και χάραξαν πυρακτωμένα
στην καρδιά μου τα ξίφη τους...
Αναφυλλητά πνιχτά...
Κλάμα θυμωμένο...
Οι χούφτες γεμίζουν άμμο
και αδειάζουν με λύσσα στη θάλασσα,
λες και μου φταίει αυτή
για τον πυρετό που καίει στο κορμί σου,
για την αρχή του τέλους που ξεκίνησε...
Το κινητό χτυπάει συνέχεια...με ψάχνουν...
Δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν...
Σε λίγη ώρα... βήματα δίπλα μου,
η κολλητή μου ήξερε που θα με βρει...
Δεν μιλάει... κάθεται δίπλα μου
πάνω στην υγρή άμμο...
Δεν μιλάει...κι όμως όλα τα λέει,
Ανάβει τσιγάρο και μου το δίνει...
Ήχος υγρού που ρέει σε ποτήρι...
— Πιες μου λέει...
— Ξέρεις ότι δεν μου αρέσει το ουίσκι...
— Πιες...μου ξαναλέει σιγά...
Δεν κατάλαβα πως άδειασα το ποτήρι,
πως ήπια το δεύτερο...το τρίτο...
Κι είναι το μόνο που πίνω από τότε...
Μόνο που κάθε φορά
ακουμπάω το ποτήρι στα χείλη,
θυμάμαι τον λόγο που το δοκίμασα,
κι εκείνες οι αστραπές
που χάραξαν πυρακτωμένα στην καρδιά μου
ξαναματώνουν και πονάνε...
Κι ήταν Αύγουστος...
Ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι...
Τότε που ξεκίνησε η αρχή του τέλους...
Το πρωί σε πήρα και φύγαμε...


Ελένη Ταϊφυριανού



Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Τα σ' αγαπώ (της Σοφίας Τανακιδου)


Πολλές φορές δε μίλησα.
Είπα θα μιλήσουν τα μάτια και οι πράξεις μου.
Τα σώπασα τα σ' αγαπώ  κι αυτά τα λίγα που είπα τα μετάνιωσα
Ίσως όχι για τους άλλους μα να για μένα το σ' αγαπώ
ήταν θηλιά.
Κρεμόταν σαν αγχόνη απ' τα χείλη
και μ' έπνιγε

Στο πρώτο που μαρτύρησα πέρασα τη θηλιά μονάχη μου ψυχοραγγούσα μερόνυχτα.
Στο δεύτερο το φρόντισαν άλλοι,
ομολογώ λίγο πιο χαλαρά από μένα.
Ε... το τρίτο πια το σ' αγαπώ το σκότωσα πριν να το πω.
Το τέταρτο το άργησα πολύ και στη θηλιά του αγκιστρώθηκα γερά.
Πότε πατούσα στο σκαλί και πότε στο κενό χωρίς ανάσα
Κι ορκίστηκα να μην το ξαναπώ.
Θηλιές περνάω και χωρίς αυτό.
Μα να καμιά φορά αναρωτιέμαι για κείνο το τρίτο το σ' αγαπώ που σκότωσα προτού να πω, θά 'τανε  άραγε σφιχτή η θηλιά
ή θα με άφηνε κι αυτό να αργοπεθαίνω;


Σοφία Τανακίδου



Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Τ' Αυγουστου το φεγγαρι (της Βηθλεέμ Νασλα)


Ποσο φωτεινο το φεγγαρι
και ταυτοχρονα μαγευτικο.
Ο βασιλιας των αστεριων
και του ερωτα.

Το γιατακι ολων των ανθρωπινων
συναισθηματων.
Το φως στο απολυτο σκοταδι
της νυχτας.

Μυρια τραγουδια γραμμενα
μονο για τη χαρη του.
Αμετρητες φωτογραφιες με
φοντο τη λαμψη του.

Ποσοι δεν το κοιταξαν
πιασμενοι χερι χερι.
Ποσοι δεν ξενυχτησαν κλαιγοντας
ζητωντας τη παρηγορια του.

Κι εχει μια χαρη νυχτα με τη νυχτα
αλλαζοντας μεγεθος
και μια μαγεια μες  στη νυχτα
απλωνοντας το φως του.

Μα τον Αυγουστο,
ω τον Αυγουστο ειναι ονειρο!


Βηθλεέμ Νασλα