Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Η ΕΛΛΕΙΨΗ (της Εύας Μήλιου)



Κραυγές αγωνίας.
Ζευγάρια χλωμά.
Τ' αστέρια χαθήκαν
κ'εσύ πουθενά.

Ατέλειωτη νύχτα.
Καμένα βουνά.
Χορτάρι δεν βγαίνει
κ' εσύ πουθενά.

Οι κρήνες στερέψαν.
Βουβά τα πουλιά.
Οι φάροι σβηστήκαν
κ' εσύ πουθενά.

Κομμένη η ανάσα.
Κρεβάτια αδειανά.
Μαράθηκαν τ'άνθη
κ' εσύ πουθενά.

Οι πόρτες σφαλίσαν.
Τα φώτα σβηστά.
Σεντόνια ματώσαν
κ'εσύ πουθενά.

Αχ! πόσο μου λείπεις!
Πεθαίνει η καρδιά.
Το αίμα στερεύει
κ' εσύ πουθενά.

Ακούς; Σου φωνάζω!
Ναι!  Γύρνα ξανά!

Για να 'βγει ο ήλιος!
Να ανθίσει ο κήπος!
Να ρθούν τα πουλιά!
Να μπει η χαρά!!!!

Εύα Μήλιου




Το κρεβάτι μου (της Σοφίας Τριανταφυλλίδου)


Έχω ξαπλώσει ώρα πολλή
ο ύπνος όμως δεν έρχεται,
φοβάται το σκοτάδι μου.
Μα ούτε ξύπνια μένω
έχω κουραστεί, από θανάτους
ολιγόλεπτους.
Μόνη λύση: Ο λήθαργος,
Τα σεντόνια μου τσαλακωμένα,
τα συγχωρώ
ποτέ δεν μου αρνήθηκαν
την αγκαλιά τους.
Κρεβάτι για δύο
στη μέση τάφρος βαθιά
 γλιστράμε
 με ηδονικές κραυγές,
έπειτα ο καθένας χωριστά.
Στο κρεβάτι ξυπνώ
παιδί γυμνό
με ένα βιβλίο ανοιχτό
και αδιάβαστο, το τέλος
ακόμα άγνωστο.

Σοφία Τριανταφυλλιδου

                                    

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ…. (της Τζένης Τσιουγκου)


Ένα μυστήριο διαπέρασε τον απαλό άνεμο,
σαν μια χαραυγή να φώτισε το σκοτάδι της νύχτας…
Μυστικές λέξεις ήχησαν στην απέριττη σιωπή,
μια αναταραχή άγγιξε τ’ αλμυρό νερό
και μια γλυκιά ανατριχίλα αγκάλιασε το κορμί.

Μια γοργόνα χόρεψε στον βυθό της θάλασσας,
στις σπηλιές των νησιών η ηχώ του έρωτα χάιδεψε τα κοχύλια
και οι γλάροι φτερούγησαν ξένοιαστοι στους αιθέρες.

Αναπνοές ζωής τραγούδησαν για την άνοιξη
κι ένα αηδόνι κελάηδησε στης νύχτας τ’ αστέρια.
Ένα αστέρι έπεσε
και φώτισε βιαστικά την απεραντοσύνη του κόσμου.
Μια αναπόφευκτη επιθυμία αναστάτωσε το κορμί
κι ένας πόθος χρωμάτισε κόκκινη την σελήνη.

Μια στιγμή μονάχα και η γη ξεκίνησε να γυρνά απ’ την αρχή,
ένα φως και οι γαλαξίες αναστήθηκαν,
μια γλυκιά μελωδία
και οι εποχές πλημμύρισαν αρώματα απόκοσμα…
Κι όλα άλλαξαν σε μια στιγμή…
Μια στιγμή αλησμόνητη στου χρόνου το χάος,
μια στιγμή δημιουργημένη απ’ τα μάτια σου.
Μια λάμψη ξαφνική και μια έκρηξη πάθους
που μ’ έντυσε με του έρωτα τα φιλιά….
Ένα βλέμμα από σένα και μια άνοιξη ανθισμένη στα μάτια σου…
Όλα φερμένα απ’ τα μάτια σου, όλα για τα μάτια σου…
Τα εξαίσια μάτια σου…

Τζένη Τσιουγκου


Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Πέτρινο φιλί (του Αντώνη Σαμολαδά)



Πέτρωσαν τα συναισθήματα μου
σιγά σιγά έγινε πέτρα η καρδιά μου,
ακολούθησε αργά βασανιστικά το σώμα μου...
Έμεινα εκεί ακίνητος μια στήλη άλατος
ένα άγαλμα χωρίς ζωή, χωρίς ψυχή, που περίμενε...
Άραγε τι; Τι μπορεί να περιμένεις μετά την απόρριψη;
Ένα καινούργιο ξεκίνημα; μια νέα αρχή;
Έβλεπα αλλά δεν ένιωθα κάποιο συναίσθημα,
άκουγα αλλά τίποτε δεν έφτανε στην ψυχή μου...
Μέχρι που ήρθες εσύ, μέχρι την στιγμή
που με αγκάλιασες, μέχρι το δευτερόλεπτο
που ένιωσα την πνοή σου στα χείλη μου
και ύστερα ήρθε αυτό το φιλί...
Το σώμα μου άρχισε να αλλάζει
η πέτρα έγινε σιγά σιγά σάρκα,
η καρδιά άρχισε να κτυπά πάλι γρήγορα δυνατά,
σ’ αγκάλιασα σφικτά μην μου φύγεις...
Σε κοίταξα βαθιά στα μάτια και είδα το μέλλον μου...
Σου ψυθίρισα χαμηλόφωνα, πνοή μου...

Αντώνης Σαμολαδάς


Τη νύχτα θ' αγαπήσω (της Κατερίνας Κανάκη Αξουγκα)

Αριστερά το υπόγειο
Κρύψε όλα εκείνα που δεν ήξεραν το ψέμα

Δεξιά το άστρωτο κρεββάτι
Ησθένησε η σαρξ μου από πάλη έως θανάτου

Μπροστά η οθόνη
Εν όψει η μελλοντική δικτατορία αγκίστρι

Τα δάχτυλα μου πως σκεβρώνουν!
Ο χρόνος τα γρονθοκοπάει να σιωπήσουν

Πίσω όρθιες οι μνήμες
Εσάρπα μου τυλίγουνε  στους ώμους

Που είναι η ελευθερία;
Φέρτε μου ένα φτυάρι να σκάψω για τα έγκατά μου

Μένει το ταβάνι
Τη νύχτα θ' αγαπήσω, θ ΄αγαπήσω, θ΄αγαπήσω
την γυναίκα που περπατά στα σύννεφα
ως το πρωί που θα κατέβει με σχοινιά στο χώμα που πονά.

Κατερίνα Κανάκη Αξουγκα


Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Αφιερωμένο στους νεκρούς της Πανδημίας. (της Αντριάνας Ονουφρίου Περικλέους)


Θα κάθομαι αιώνες να σου
κρατάω το χέρι και να σου
μιλώ για την θάλασσα που
κελαηδάει ασταμάτητα σαν
το πουλί που δεν έχει φωνή.
Θα σου χαϊδεύω τα δάχτυλα
και θα σου τραγουδώ το τραγούδι
του ανέμου σαν νανούρισμα.
Θα σταματήσω τους ανέμους
να μην στεγνώσουν το δάκρυ
για να χεις να δροσίζεσαι
στο μακρινό ταξίδι.
Και θα καλέσω τον Αχέροντα
να γλυκάνει τα νερά.
Να περάσεις ήρεμα
γιατί όσο και να χαϊδεύω
την ψυχή σου μάτωσε πολύ
εδώ πάνω...

Αντριάνα Ονουφρίου Περικλέους


Νεκροταφείο ονείρων (του Βασίλη Τσερελη)


Τώρα οι άνθρωποι
γίναν κυπαρίσσια
και φυλάνε
τους τάφους των ονείρων τους
σαν τους πυροσβέστες
προσέχουν
μήπως από κάποια κρυμμένη σπίθα
φουντώσουν και πάλι τα όνειρα
και πυρπολήσουν τον άθλιο κόσμο τους.

Τώρα οι άνθρωποι
γίναν κυπαρίσσια
σεκιουριτάδες που φυλάνε
τα διπλοκαρφωμένα κιβούρια των ονείρων τους
προσέχουν
μην τα πλευρίσουν νέες ιδέες
ανάψουν το μυστικό τους φυτίλι
και τα αναστήσουν
φοβούνται
μην εκραγούν και ανατρέψουν
το σιωπηλό, θλιβερό τους κόσμο!

Βασίλης Τσερελης


Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Το δίχτυ (της Μάντυ Τσιπούρα)



Το δίχτυ του ψαρά σα φονικό
βυθίζεται στα στήθη της θαλάσσης.
Το ύφος του παιδιού απορρημένο.
Η αύρα μεταφέρει αρμύρα ζωτική
κι η άμμος ανασαίνει την θωριά της.
Η παραλία σκορπίζει μαγεία θεϊκή
κι ο ήλιος έγειρε στη βάση της
για αγάπη, θωπεύει τη λαλιά της.

Γαληνεμένο σκοτάδι
απλώνει την παλάμη του
στο στερέωμα του ουρανού,
το κύμα βρυχάται ασθενικό.

Στάσου ψαρόβαρκα
στη μέση του πελάγους
να αισθανθώ τη γλύκα της ψαριάς!

Τα φώτα απόμακρα απ' το γέρο
που ρίχνει τον φόβο στα νερά,
αστραφτερή η θολούρα του βυθού,
αστραφτερή κι η πίκρα της καρδιάς μου.

Μάντυ Τσιπούρα


ΑΝΙΚΗΤΟ ΕΓΩ (της Αγγέλας Καραγκούνη)


Απ' τη φωτιά ξεπήδησε
μιά φλόγα ερωτική
και την καρδιά κατέκαψε.
Ήταν, ολόκληρη εσύ!
Έπνιξα τη φωνή, που έλεγε:
δεν σ' αγαπά, θα φύγει.
Φωτιά εγώ,νερό εσύ,
ανίκητο θεριό
των δυό μας το εγώ.
Το σ' αγαπώ, ανίκανο να μείνει.
Ένα λάθος μικρό
σφύριξε ανέμελα,
πριν θαφτεί στην αδιαφορία.
Το σβήνω το πάθος.
Και κρατιέμαι,
απ' τη φτερούγα του έρωτα,
την ώρα που πετάει μακριά.
Προλαβαίνω, ν' αποχαιρετίσω
το μέλλον, που δείλιασε ....
Αντίο ζωή!

Αγγέλα Καραγκούνη


Νοσταλγία σαν φύγεις (του Τάκη Πάνου)


Σε κάθε ποίημα σε κάθε λέξη
ένα κομμάτι της ψυχής σου τ' άφηκες δώ
να το κρατώ ιλαρό στεκάμενο φως μπρος τα μάτια μου
χέρι σε χέρι στόμα σε στόμα θα δώσω ζωή

γης κι ουρανός
πνιμένος στης θαλασσιάς μιαν άκρη
αμέτρητες πληγές σα μια εικόνα αγιασμένη
σ' άπειρα όνειρα σου ματαιωμένα

Κι όμως εσύ
δεν μ' απαντάς ποτέ σου,
εσύ
σαν ν' άφηκες πόρτες ανοικτές πίσω από τις λέξεις
σαν να μην θέλησες δρόμους  να κλείσεις

ακόμη κι αν λείπεις
όταν σε φθάνω

και κάθε το γλυκοχάραμα με βρίσκεις
μες το βυθό μου ένα ναυάγιο

μια ανέλκυση του πορσελένιου αμφορέα
από την αρχαία Κίνα τ' αραβούργημα
απ' εποχής του Γωγ και του Μορφέα

Μα σ' αγαπώ βαθύτερα σαν φεύγεις απ' το κύμα
κι άνεμος απλώνεται να ανιστορεί στη θάλασσα
τα περιγιάλια γαληνά πριν την βροχή
πριν συναχθεί η ψυχή από τη λέξη μες το
ποίημα

Τάκης Πάνος

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Άτιτλο (της Κατερίνας Πανταλέων)


Κυλά η ζωή και φεύγει..
Σαν τ' αεράκι που το δέρμα μου χαϊδεύει τούτη τη στιγμή..

Δέρμα αχάιδευτο από σένα..
Ζωή γεμάτη ρωγμές,
απ' όπου μπαινοβγαίνουν
κλέφτες κι αστυνόμοι οι στιγμές..

Κι εσύ δεν είσαι εδώ..
Άτονο ρέει στις φλέβες το αίμα..
Κι ο χρόνος αναλώνεται
σε ανούσιες επαναλήψεις..
Κι όλα τριγύρω -
μέρες, τόποι, άνθρωποι -
μοιάζουν εκνευριστικά ίδια..

Ξέρεις κάτι;
Υπερβάλω..
Επί της ουσίας είναι όλα καλά.

Αλλά λείπεις..
Κι αυτό τα ντύνει όλα
με ένα γκρίζο παράπονο πικρό..

Κατερίνα Πανταλέων


Ονειρα Αδράχτια (της Κικης Κωνσταντίνου)



Τα σκοτεινά της μάτια,  γέννησαν την  Ελπίδα.
Μέσα της, θυσιάστηκε η συνενοχή.

Στην επιφάνεια ήρθε και πάλι Ολεθρος, έσυρε μαζί του μια κρυφή συνομωσία Αγάπης.

Οι άνθρωποι φοβήθηκαν, θέλησαν τη διδαχή να την κάνουν αλήθεια και την αλήθεια, να την επαγωγή μιας ανώτερης, εσωτερικής αξίας.

Οχι, δεν θα τη μαρτυρήσω!

Η σιωπή έγινε μέταλλο,  αναζητεί μιαν έρημο γεμάτη γνώση που εξοστρακιζει το  άνομο νερό. Στο τέλος,  μόνος θα μείνει. Τον γοήτευσε βαθιά η μοναξιά.  Παραδόθηκε!

Μέσα της,  κουβαλά μιαν αλώβητη πεδιάδα μα ο κάμπος των πονεμένων,  γέννησε γυαλιά.  Το πράσινο λευτερώθηκε ως κόκκινον. Το ζεστό κόκκινον,  που τιμωρεί την εικασία.

Σαν ζεστό ηλιοβασίλεμα,  φωλιάζει μέσα της, η οργή.  Αντέχει,  εκείνη αντέχει.  Αυτός αναζητεί μιαν όαση, ένα αβέβαιο γαλάζιο.

Τα  όνειρά του,  αδράχτια!

Δεν αντέχει η άτρακτος μάτια μου, σε λησμονώ.

Κική Κωνσταντίνου



Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Άτιτλο (του Κωνσταντίνου Μήλιου)


Ιερή η κοινωνία των σωμάτων
ο κόμπος που σφίγγει
και  δεν αφήνει στο στόμα μου
ανάσες
πνίγονται  τα λόγια μου
το σάλιο στέγνωσε
συνεχίζω να κολυμπάω
στο όνομά σου.
περιμένω  με ευλάβεια
της αμαρτία την γεύση
κάνοντας  προσευχή
κοιτάζοντας τον  ουρανό.

Κωνσταντίνος Μήλιος


Άτιτλο (της Ιωάννας Καράμπελα)


Λέω σαν ξημερώσει..
τις συγκρούσεις·
στο χαλάκι να αφήσω της εξώπορτας,
μαζί με ομπρέλες της βροχής
κι όλα τα λερωμένα...που στοίβαξα στο σπίτι μας απ' εξω.

Υποδήματα, χρεωμένα όνειρα,
της γλώσσας αλητείες...
πάθη αλλογιστα κι όλα τα συναφή,
που πιαναν χώρο στο χαλί και στο περβάζι.

Άλλοτε τιτίβιζαν τ' αηδόνια εκεί
με μελωδίες της ζωής
  και θύμιζαν θαρρείς
τα ξεχασμένα μας αισθήματα.

Πώς να αγαπώ και πως να το εκφράζω.
Πώς το μέλι να βάνω στο γλωσσι'
 πριν ο λόγος στα δόντια εκτιναχθει...
πριν τα σύμφωνα αρχίσουν σπίθες να πετούν...

Δεν έχω χρόνο για φωτιές
και σώθηκαν αγόρι μου
 όλοι (οι) πυροσβεστηρες.

Απόψε...
 τον χρόνο θα περάσω μές στην σκέψη σου..
Είναι καιρός να απλωθώ στο καθαρό σεντόνι του μυαλού σου..
να σβήσω όλα τα κενά
 που πιαναν χώρο με τις παύσεις.
Μέρος ο έρωτας να βρει, να ξαποστάσει.

Απόψε λέω...
αντί για νεραντζάκι,
 να σου τρατάρω την συνείδηση στο πιάτο του γλυκού με κουταλάκι.

Δεν έχω χρόνο για πολλά.

Από παιδί...
μου μαθαν σαν χτυπώ τα γόνατα στο χώμα να σηκώνομαι,
ν' αναθαρρεύω,
να βάνω φέτα πάνω στο ψωμί και να την τρώγω με το θάρρος...

Δεν έχω χρόνο για πολλά
 Τις μάγισσες...
της άφηκα με το συμπάθιο,
να κάνουν την ανάγκη τους εκεί,
που ξεμυταει το πρωί,
η άπλυτη μας αλλαξιά

Δεν έχω χρόνο για τα news
που αραδιαζουνε τα ξωτικά
απάνω στ' αετου μου την φτερουγα ...

Απόψε...
θέλω έρωτα και θέλω αγκαλιά ·
χωρίς πολλά πολλά...
Έχουμε χρόνο πιο μετά,
μέσα στο πιάτο του μεζέ...
να βάνουμε κι αυτές τις λεπτομέρειες...

Ιωάννα Καράμπελα


Δεν σπάζει ο Έρωτας (του Απόστολου Α. Φεκατη)


Δεν κομματιάζεται ο Έρωτας
πόσες λαχτάρες μέσα σε υγρά φιλιά
πόσες μυρωμένες ανάσες
φώναξαν "σ' αγαπώ"

στα βρεγμένα μου μαλλιά
πόση αγάπη άφησαν τ' ακροδάχτυλα σου

μοιραστήκαμε τετράδια με στιχάκια ορμής
πυροτεχνήματα στα τυφλά σημεία του δωματίου

ευδοκιμώ τις δονήσεις απ' το δικό σου στόμα
ξηλώνω τ' αγκάθια από το υπνωτικό
που χάθηκε στα σκισμένα σεντόνια

μια φωλιά από τρομαγμένες υποσχέσεις

τα κύτταρα απο τον δικό σου κόσμο
στο δικό μου επιούσιο καταλήγουν

φορώ κατάσαρκα το στερέωμα
στο διεστραμμένο σου μυαλό
και κει μέσα  κολυμπώ

Ευτυχώς που ήρθες και δεν θα πνιγώ , μάτια μου.

Απόστολος Α. Φεκατης


Λεπτομέρεια από το έργο του
Pietro Canonica  1869
Η άβυσσος


Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Όλα αυτά που τσαλακώνονται (της Στέλλας Λουίζας Κατσαμπη)



Τ' αλουμινόχαρτο.
Ο σκύλος που δεν χάιδεψες.
Ο άστεγος στο φανάρι.
- Εγώ στο πάτωμα σε στάση εμβρυακή -

Τα ρούχα σου πριν το μπάνιο.
Το στομάχι μου όταν δεν έρχεσαι.
Οι πεταλούδες στο κουκούλι.
- Εγώ κάτω από το τραπέζι της κουζίνας -

Η μάνα μου όταν δεν συμμαζεύω.
Ο μπαμπάς μου όταν γυρνάω αργά.
Εσύ όταν κλαίω μπροστά σου.
- Εγώ μέσα στην παιδική ντουλάπα -

Το πακέτο τα τσιγάρα μου.
Ο πελτές ντομάτας για τα μακαρόνια σου.
- Εγώ στη γωνία του καναπέ σου -

Ολα αυτά που τσαλακώνονται πάνε στα σκουπίδια.
Ολοι αυτοί που τσαλακώνονται,
που πάνε,
πριν καταλήξουν στα σκουπίδια;

Στέλλα Λουίζα Κατσαμπη

Από την ποιητική συλλογή
    "Ανθρώπινα Δαιμόνια"

Άτιτλο (του Μιχάλη Ευαγγελινου)

Σ’ ένα μου φιλί για σένα
έκλεισα μέσα του όλα τα άπειρα
των συναισθημάτων μου
όλες τις τάξεις κι αταξίες των πραγμάτων μου,
όλα εκείνα που είχα μετρήσει στη ζωή μου
βήμα-βήμα, με τη θολή ματιά και την δύσκολη πνοή μου..
Κι εκείνα τα σύννεφα τα βαριά
που απλώθηκαν και κάλυψαν της ψυχής μου τη στεριά
τα παραμέρισα κι εκείνα.
Κατάλευκα φύτρωσαν του έρωτα τα κρίνα
για να έχει το φιλί μας μυρωδιές
το κορμί μας απέραντες δροσιές,
στα χείλη μας χαραγμένες του κόσμου οι διαδρομές.
Μα...
Όταν τα χείλη μου ενώθηκαν με τα δικά σου,
πόσο μικρός όλος ο κόσμος
στο άγγιγμα και στο πέρασμά σου...

Μιχάλης Ευαγγελινός


Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Καράβι (του Χρήστου Φλουρή)



Μυρίζει ο ύπνος μου φυγή, τ’ όνειρο νόστο
κι ένα μεγάλο αταξίδευτο καράβι
κάθε τα μάτια μου που κλείσω, κάθε βράδυ
φτάνει κατάφορτο από μακριά, απ’ το νότο

και μέσα εγώ μοναδικός του λαμνοκόπος
σαν από κάτι να πασχίζω να διαφύγω
από το σήμερα; Το αύριο; Το λίγο;
Απ’ την ευτέλεια του καιρού; τι άδικος κόπος!

Το άλλο βράδυ το ταξίδι ξαναρχίζει
μέσα στα ολόιδια νερά, στα ίδια λιμάνια
ίδια τα τέρατα που ζουν στην επιφάνεια
μα ότι ανέχεται κανείς, αυτό του αξίζει

Δεν απελπίζομαι και λέω για το καλό μου
πρέπει να καταφέρω κάποτε ν’ αράξω
να βρω τη δύναμη τον κόσμο όλο ν’ αλλάξω
μα ας ξεκινήσω πρώτα από τον εαυτό μου...

Χρήστος Φλουρής


Άτιτλο (της Ιωάννας Χρυσακη)


Δεν είν' αγάπη αυτό που κομματιάζει όλα τα πριν,
ενεργοποιεί τις άμυνες κι εξοργίζει το τώρα.
Είναι ο ασυγκράτητος, ο παθιασμένος, ο τρελός ο έρωτας.
Ένα απέραντο, μεγάλο ΕΓΩ.
Μία ατελείωτη απαρέγκλητη ΑΡΝΗΣΗ.

Ιωάννα Χρυσακη


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Ο ΣΚΥΛΟΣ (της Τόνιας Κοσμαδακη)



Άνοιξα τα φώτα το πρωί
Δάκρυα έσταζαν απ’ τη λάμπα
Άνοιξα τα παράθυρα
Δάκρυα μαζί με αέρα
Άνοιξα το μάτι της κουζίνας
Δάκρυα αντί για θέρμη
Και το πακέτο ο καπνός
Δάκρυα γεμάτος κι αυτός
Απόρησα
Αλλά δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα
Πίδακες  δακρύων γέμιζαν το σπίτι
Ξέρω να αναπνέω στα δάκρυα
Αλλά ήταν πολλά
Πνιγόμουν
Έπρεπε να βρω το παιδί και τον σκύλο
Να τα σώσω
Δεν έσωσα το γλαστράκι
Δεν πρόλαβα
Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ γλαστράκι
Δεν πήρα ούτε μία φωτογραφία της μάνας μου
Μη σε νοιάζει μάνα
Όμως βρήκα το παιδί και τον σκύλο
Τα κρατούσα γερά
Δε μου έφευγαν με τίποτα
Έφτασα στον φωταγωγό κολυμπώντας
Από ‘κει τίποτα δεν μπορούσε να μπει
Από ‘κει μόνο έβγαιναν οι αγριοφωνάρες
Τα λόγια
Οι κουβέντες
Οι λέξεις
Ο Φόβος μας
Όσα ποτέ ψιθυρίσαμε ο έναν στον άλλον
 
     Αυτό ήταν όλο, ένα φαινόμενο
     Απελπισμένη έξοδος πυγολαμπίδων
     Από τον τρίτο όροφο

Έφτασα
Τα ‘σπρωξα απ’ το σπασμένο τζάμι χωρίς να κοπούν
και τα δα που πετούσαν ψηλά σαν φανάρια αναμμένα
Το παιδί και ο σκύλος
Προλάβαινα, το ξέρω πως προλάβαινα να φύγω
Μα σκέφτηκα πως
αν υπήρχε λόγος να σωθώ ως τώρα θα χε γίνει
Έμεινα λοιπόν πίσω σαν καπετάνιος
Τώρα είμαι πεθαμένη
με το πρόσωπο στο ταβάνι
Δεν υπάρχει ούτε μία φυσαλίδα αέρα εδώ μέσα
Σ’ όλο το σπίτι επιπλέουν
     τσιγάρα
     αναπτήρες
     ρούχα
     παιχνίδια
     μουσική
     πιάτα
     μπουκάλια
     πέτρες

Και η αγάπη
Που επιτέλους πνίγηκε

Τόνια Κοσμαδακη

Στη συλλογή ΣΚΥΛΟΣ
Εκδοση από την Apopeira


Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Χωρισμός ψυχών (της Ειρήνης Σκευοφύλαξ)


Σφαίρες στο στόμα οι λέξεις
και κόβεται ο λαιμός στα δυο.
Όλα περνάνε με μάθανε.
Όλα σβήνουν.
Όλα προσπερνάνε.
Έτσι μεγάλωσα.
Έτσι θα πορευτώ.
Μέχρι που τα βλέφαρα θα κλείσουν
και μέσα τους θα σβήσει όλη η ζήση μας.
Σφαίρες τα λόγια σου.
Κομματάκια γυαλιά στο χέρι μου κρατώ.
Γδάρθηκε η καρδιά μου από την πίκρα.
Έτρεξα να φύγω,
να μην ακούω πια,
να μην αισθάνομαι.
Χάθηκε το εσύ και το εγώ μαζί.
Βελόνες που με τρύπησαν.
Βέλη που πέταξες
στα φυλλώματά μου, τα λόγια σου.
Όλα θα τα θυμάμαι.
Όλα μαζί μου θα τα πάρω.
Προσπέρασες με την αγάπη μου.
Κι η καρδιά άδεια έμεινε
να κλαίει με τη μοναξιά της.
Έσπασε το γυαλί,
γκρεμίστηκαν τα γράμματα.
Έσβησαν οι λέξεις.
Όλα θα τα θυμάμαι.
Θάλασσα πλατιά μπροστά μου
η ατέλειωτη νύκτα.
Κι η ψυχή χαμένη στ΄ανοικτά,
σα ναυαγός που ψάχνει τη σανίδα του.

Ειρήνη Σκευοφύλαξ


Άτιτλο (του Νικόλα Παπανικολοπουλου)

«Φύγε!» της είπε…  «και μη τολμήσεις να γυρίσεις πίσω ξανά.  Θα σε χτυπήσω!»…  Και της έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα …  Ο κρότος ακούστηκε ανακουφιστικά στα αυτιά της…   Από τα μάτια της κυλάγανε δάκρυα, οι αντοχές της την είχανε εγκαταλείψει.. θα είχε πέσει στα γόνατα,  ανήμπορη να πάει  οπουδήποτε,  μα η ψυχή της  τη  βάσταξε… «Πρέπει να φύγεις, να φύγεις γρήγορα, ΤΩΡΑ!» ούρλιαζε μέσα της μια φωνή.. «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ!.. Έπρεπε να κάνει γρήγορα, προτού  η πόρτα ανοίξει πάλι…  Στηριζότανε με δυσκολία, μα κατέβαινε όσο μπορούσε πιο γρήγορα τα σκαλοπάτια..  Άνοιξε την πόρτα εισόδου και βρέθηκε στο δρόμο.. Δεν σταμάτησε.. συνέχισε να κινείται.. να χαθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε σε κάποιο σοκάκι, να χάσει τα ίχνη της.. να μη την βρει…  Έχασε το χρόνο καθώς περπατούσε,  τα πόδια της πονέσανε.. ήταν ο πρώτος σωματικός πόνος που επέτρεψε  να την αγγίξει… Και τότε συνειδητοποίησε πως  ήταν ξυπόλητη…  Μα ευτυχώς μακριά του, κι αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να πάει σε κάποιο νοσοκομείο..  Στήριξε την πλάτη της στον τοίχο.. κι άφησε τα πόδια της να λυγίσουνε… Έκρυψε το πρόσωπό της στα γόνατά της κι άρχισε να κλαίει σαν μωρό… Σπαρταρούσε το στήθος της…  μα ήτανε ζωντανή…
Την πρώτη φορά που την χτύπησε, της ζητούσε γονατιστός συγνώμη..  της έλεγε πως δε θα ξανασυμβεί ποτέ… μα τις επόμενες ούτε που ζήτησε συγνώμη. Καθώς διάβαζε τον τρόμο στα μάτια της, ένιωθε όλο πιο ισχυρός, κυρίαρχος στην  θέλησή  της..  Η  σιωπή της, εκλαμβανόταν ως υποταγή.  Ένιωθε όπως  αν δάμαζε  άγριο θηρίο. Κάθε φορά γινόταν όλο πιο βίαιος και αδίσταχτος.  Είχε το  χάρισμα, να διαλέγει τους λάθος ανθρώπους στη ζωή της…  Το φταίξιμο το έριχνε στον εαυτό της. Πίστευε, πως με κάποιον μυστήριο τρόπο, προκαλεί η ίδια όλα αυτά τα άσχημα στη ζωή της.. Πως δεν έχει μια καλύτερη ζωή επειδή δεν της αξίζει..  Όταν τον γνώρισε, έλπιζε πως θα ξέφευγε από την κακιά της μοίρα..
 
Η μάνα της μελαγχόλησε κάποτε τόσο πολύ, που ο γιατρός απαγόρευσε στον πατέρα της να της κάνει κι άλλο παιδί..  Φοβούμενος τα χειρότερα. Εκείνος της έκανε ακόμα δυο παιδιά, τελευταία ήταν η Λυδία.. Κι η μάνα της, κατέληξε στο φρενοκομείο. Ο πατέρας της  μοίρασε τότε τα παιδιά δεξιά κι αριστερά σε συγγενείς.. πέντε παιδιά ήτανε… κι άρχισε μια έκλυτη ζωή. Η ίδια μεγάλωσε ως τα έντεκα με μια θεία της. Μα η θεία της αρρώστησε, κι ο πατέρας της που συζούσε πια με μια γυναίκα, αναγκάστηκε να την πάρει πίσω στο σπίτι.. Όμως όχι ακριβώς μέσα στο σπίτι, αλλά σε ένα παράσπιτο δίπλα από το σπίτι, μια αποθήκη. Η συμβία του δεν την ήθελε στα πόδια της.. Έτσι, όταν τον γνώρισε στην εργασία της και της ζήτησε να παντρευτούνε πίστεψε πως θ' άφηνε πίσω της μια καταραμένη ζωή. Είχε καταλάβει πόσο την ζήλευε, μα τότε θεωρούσε την ζήλια του έρωτα…  Πού να φανταζότανε, πόσο επικίνδυνος ήταν ο συνδυασμός της ζήλιας του και του πιοτού. «Σε μάζεψα» της έλεγε «από τον δρόμο», υπονοώντας την κακή οικογενειακή της κατάσταση…  Και τα μάτια του μικραίνανε από περιφρόνηση και μίσος..
 Δεν είχε πού να πάει, να μιλήσει, να κρυφτεί… Όταν, εδώ και τέσσερα χρόνια την παντρεύτηκε, την σταμάτησε από την δουλειά και φρόντισε να την απομονώσει κι από δυο φίλες που είχε τότε ακόμη…  Δεν είχε λεφτά, δεν είχε τίποτα.. ούτε καν παπούτσι.. Όμως, ό,τι  και να γινότανε πίσω δεν γύριζε.  Όχι από απόφαση να αλλάξει τη ζωή της, αλλά από τον φόβο πως θα την σκοτώσει..  Ο ίδιος φόβος την έκανε να προφασίζεται δικαιολογίες  για να καλύπτει μελανιές στο πρόσωπό της…  να μην μάθει κανείς τίποτα…
Μια μέρα είχανε επισκέπτες… φίλους δικούς του…  Είχε ετοιμάσει μεζέδες και γλυκό  να τους ευχαριστήσει.. «Χρυσοχέρα  η γυναίκα σου», του είπε ο  ένας.. Και βάλθηκε τότε αυτός να την κατηγορεί…  Που κάνει το ένα έτσι το άλλο αλλιώς… εκείνη δε μίλαγε…. Όμως, ο φίλος ο δικός του γύρισε και του είπε «δεν κάνεις καλά που μιλάς έτσι για την γυναίκα σου μπροστά μας.. Την μειώνεις και δεν είναι σωστό».. Λύσσαξε μέσα του… μα εκείνη την ώρα δεν είπε τίποτα. Μα όταν φύγανε, ξέσπασε… Την έβρισε με τα πιο χυδαία λόγια...  και την χτύπησε τόσο που έκανε δυο εβδομάδες να βγει από το σπίτι..  Από ντροπή . Κι από φόβο!…

   Ο κόσμος πήγαινε κι ερχότανε.. Ήταν αόρατη από όλους… κι ο κόσμος αόρατος από τα μάτια της… Σε μια εποχή όπου οι άστεγοι γίνανε συνηθισμένη εικόνα, πιο πολύ θα στεκότανε το βλέμμα των περαστικών σε ένα αδέσποτο παρά σ' εκείνη.  Τώρα έτρεμε κι από το κρύο…   Ήταν λίγο μετά το σούρουπο,  τα φώτα όλα είχανε ανάψει.  Είχε κλάψει αρκετά, τα μαγουλά της στεγνώσανε.. Σήκωσε το κεφάλι και για πρώτη φορά αναρωτήθηκε σοβαρά που να πάει..  Τα πόδια της πονάγανε όλο και πιο πολύ..  Πήρε να τα τρίβει να τα ζεστάνει…   Πόσο μακριά θα κατάφερνε να φτάσει χωρίς παπούτσια , χωρίς λεφτά.. και το κυριότερο, για πού;
«Συγνώμη, μπορώ να περάσω να μπω σπίτι μου;» Η φωνή την έκανε να δει πέρα από τις σκέψεις της.  Ήτανε μια γυναίκα, περίπου στη δική της ηλικία, μα τόσο περιποιημένη και όμορφη, χωρίς να φορά τίποτα το φανταχτερό…  Η γυναίκα φάνηκε να την κοιτά με προσοχή.
«Συγνώμη», ψέλλισε και κίνησε  να σηκωθεί…  μα δεν τα κατάφερε… βαριά θολούρα την τύλιξε κι ένιωσε να γλιστρά πάλι….  Άκουγε από μακριά την φωνή της γυναίκας να την ρωτά αν είναι καλά…  Προσπάθησε να γνέψει, από συνήθεια, «ναι»…  Ύστερα  σκοτεινιάσανε όλα.

    Όταν άνοιξε τα μάτια της, βρισκότανε σε ένα μικρό δωμάτιο, τα πόδια της τα ένιωσε ζεστά, και για μια στιγμή νόμιζε πως ήταν ένα μικρό κοριτσάκι… Όπως τότε που ζούσε μαζί με τη θεία της… κι όπου νά’ ναι θ’ ακούσει τη φωνή της…  Κάποιος της έτριψε τρυφερά το χέρι…  έστρεψε το κεφάλι κι είδε πλάι της την άγνωστη γυναίκα..   Πήγε κάτι να πει, μα εκείνη τη σταμάτησε… «ξεκουράσου.. λιποθύμησες.. είσαι καλύτερα;»
«Ναι ευχαριστώ!»  θέλησε να πει, μα δεν βγήκε φωνή από το στόμα..  μόνο δάκρυσε, χαμογέλασε, κι έγνεψε το κεφάλι…  Μια στιγμή αργότερα, η φωνή της επέστρεψε.. «ευχαριστώ.. θα φύγω σύντομα».
«Υπάρχει κάπου που θες να  πας, κάποιος να ειδοποιήσω;»
«Ὀχι, όχι κανένα!.. είμαι καλά.. θα φύγω σε λίγο»
«Ξυπόλητη; ..»
«…..»
«Με λένε Μαρία»
«Λυδία»
«Λοιπόν Λυδία, δεν είμαι χαζή… ξέρω…  τα σημάδια στο πρόσωπό σου, μου είπανε πολλά…  Δεν ξέρω τι συνέβη, ποιος στα έκανε, αλλά το γεγονός πως δεν θέλεις να ειδοποιήσω κανέναν με κάνει να πιστεύω πως είναι κάποιος που γνωρίζεις καλά. Καμιά γυναίκα, ότι κι αν έχει κάνει δεν αξίζει κάτι τέτοιο.. καμιά!...  Ο άντρας σου;..»
«…..»
«Γι αυτό και δεν φοράς και παπούτσια σωστά;»
Πόσο ήθελε ν’ ανοίξει η γη να  την καταπιεί… μα πόσο…. Τα μάγουλά της γίνανε κατακόκκινα από ντροπή…  Ήθελε να της πει "πως", όμως δεν συμβαίνει αυτό στον καθένα.. και πως έχει αυτή τη μοίρα γιατί της αξίζει.. ήθελε να το πει, γιατί μισούσε τον εαυτό της όπως τον κατάντησε, μισούσε την ζωή της, το παρελθόν , το παρόν, ακόμα και το μέλλον της που στέρεψε από όνειρα… Δεν είπε τίποτα… Μόνο άνοιξαν πάλι οι κρήνες των ματιών της…  Αχ αυτά τα μάτια της! Τα τόσο όμορφα.. Που προκαλούσανε την ζήλια…. Φταίνε.. φταίνε και τα μάτια της…. Όλα πάνω της φταίνε…  «Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα»…  Ίσως πληρώνει παλιό χρέος … Μα η γυναίκα την κοίταξε τόσο συμπονετικά…
«Θα φτιάξω μια ζεστή σοκολάτα να πιεις…  σαν φίλες…  ναι;»
«Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ!.. συγνώμη για την αναστάτωση.. ειλικρινά συγνώμη»
«Αν θες να μ' ευχαριστήσεις αληθινά, μην ξαναπείς ούτε ευχαριστώ ούτε συγνώμη…  Πίστεψέ με, μπορώ να γνωρίζω περισσότερα απ’ όσα νομίζεις…»

   Η σοκολάτα άχνιζε, και το άρωμά της την έκανε να αισθανθεί πολύ καλύτερα! Στην πρώτη γουλιά μάλιστα, αισθάνθηκε τόση γλυκύτητα μέσα της, σαν όσα είχανε συμβεί να αφορούσανε κάποια άλλη  ζωή της, κι όχι αυτήν…. Σαν όλα να  είχανε συμβεί μέσα σε παραμύθι.
«Έχω βάλει μέλι μέσα …»….
«Μέλι!…   Έτσι  έφτιαχνε τη σοκολάτα η θεία μου!» Οι κόρες των ματιών της μεγάλωσαν, επέστρεψε  ο νους της σ΄ εκείνα τα χρόνια….
«Ξύπνα Λυδία, θα αργήσεις στο σχολείο»
«άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμα, εσύ που με αγαπάς!.. πέντε λεπτά ακόμα.. δεν θα αργήσω Αμέσως θα ετοιμαστώ…»
 «Σου ετοίμασα  γάλα με κακάο .. και μέλι! Που σ’ αρέσει!»
Τι δεν θα έδινε να γυρνούσε πίσω ο χρόνος.. Όλη της την ζωή!.. για μια μέρα μόνο… μια μέρα με την αγαπημένη της θεία… κι ένα τέτοιο γλυκό  ξύπνημα!.. Τι όμορφο κήπο που είχαν, γεμάτος ρόδα και βερικοκιές..  Τα πουλιά αρχίζανε το κελάηδημα στις πρώτες αχτίδες του ήλιου…  Και κάνανε ελαφριά τα σκεπάσματα... που με  το άρωμα της σοκολάτας γινόντουσαν πανάλαφρα.. Η σοκολάτα ήτανε το κλειδί.. Στην στιγμή τα σκεπάσματα τιναζόντουσαν στον αέρα, το άρωμα της αξέχαστο….  Έτσι και τώρα, όλη αυτή η τρυφερότητα, επέστρεψε μέσα της…  με άρωμα και γεύση σοκολάτας! Η Μαρία έβλεπε στα μάτια της το εσωτερικό της ταξίδι… Την άφησε να απολαύσει και την τελευταία γουλιά..  Και πριν επιστρέψει ακόμα ο νους της στο παρόν, της έπιασε το χέρι και της είπε.. «υπάρχει κάτι Λυδία μου, που θέλω να δεις…» και τραβώντας την ελαφρά, τη σήκωσε από το τραπέζι…  Την ακολούθησε σέρνοντας απαλά τις παντόφλες που τις έδωσε, μέχρι ένα δωμάτιο άλλο…  «Κοίτα γύρω σου καλή μου..»
Κι η Λυδία έστρεψε το βλέμμα της δεξιά κι αριστερά και τα μάτια της ανοίξανε διάπλατα…
Όλοι οι τοίχοι ήτανε ζωγραφισμένοι  από παιδικό χέρι…  Δεξιά από το παράθυρο, υπήρχε ένα άδειο κλουβί… με μια ανοιχτή πόρτα.  Το ξεχώρισε από την αρχή και πλησίασε κοντά του…  Κοίταξε την Μαρία άρχισε αυθόρμητα να της διηγείται κάτι, από τα μικράτα της..
«Κάποτε πιάσαμε μια Καρδερίνα…  ποτέ δεν ηρέμησε… Χτυπιόταν πάνω στα κάγκελα θέλοντας να φύγει.. ώσπου, ένα πρωί την βρήκαμε νεκρή..  Η θεία πρότεινε να μου βρει άλλο πουλί… μα εγώ έκλαιγα για το πουλί που πέθανε στο κλουβί του, και της είπα πως δε θέλω άλλο πουλί… Μόνο εκείνο που πέθανε.. να το αφήσω λεύτερο να φύγει…  Μια μέρα στο σχολείο, ο δάσκαλος μας έβαλε να ζωγραφίσουμε ένα κλουβί με ένα πουλί. Εγώ το ζωγράφισα άδειο.. το πουλί πέταξε, του είπα…  Νόμιζα θα με τιμωρήσει.. μα εκείνος γέλασε και είπε καλύτερα, τα πουλιά δεν γεννηθήκανε να ζούνε στα κλουβιά..»
«Ούτε στους ανθρώπους, ούτε σε κανένα ζωντανό πλάσμα δεν αξίζει να ζει σε κλουβί»,  πρόσθεσε στα λόγια της η Μαρία.
«Ποιος ζει εδώ;»
«Ζούσε εδώ μια ψυχή, που το έσκασε από το κλουβί της…. Για να βρεθεί σε ένα λεύτερο κόσμο…  που είναι τρυφερός μ' εκείνους που αισθάνονται και είναι παιδιά..  Τριγυρνούσε σαν σκιά ανάμεσα στους ανθρώπους. Και ξέρεις γιατί;  Επειδή δεν την αγαπήσανε… Σου είπα γνωρίζω…  Ζωγράφιζε στους τοίχους της εικόνες ελευθερίας.. και μια μέρα πέταξε.. δεν βρήκανε άλλο από ένα άδειο κλουβί…»
«Μακάρι, να μπορούσα να πετάξω, να είχα και γω φτερά»…
«Όλοι καρδούλα μου έχουνε φτερά.. όλοι! .. Άνοιξε σε παρακαλώ το παράθυρο…  και κοίτα!»
Κι η Λυδία άνοιξε το παράθυρο, κι ένας ήλιο λαμπρός, χρυσαφένιος, έλουσε το δωμάτιο φως από άκρη σε άκρη…. Τόσο φως, που η μορφή της Μαρίας θάμπωσε στα μάτια της…
«Λυδία μου, είναι η σωστή ώρα να πετάξεις… Άνοιξε τα φτερά σου και πέτα…. Ο ήλιος που λάμπει, είναι ο ήλιος της ψυχής σου… Είναι η Αγάπη που έχεις μέσα σου… Η αγάπη που δε μπορεί να σβηστεί από κανένα σκοτάδι… Άσε με να σε πάρω αγκαλιά…. Να πετάξουμε μαζί πάνω από όλα τα ψέματα των ανθρώπων… Πέρα από κάθε κακία και σκοτάδι!»
Κι η Λυδία, βουρκωμένη από ευτυχία αυτή την φορά, την αγκάλιασε με εμπιστοσύνη, κι ανάλαφρα, χαθήκανε κι οι δυο τους στο φως…

      Τα πόδια της πρησμένα από το κρύο.. βάσταγε αγκαλιά τους ώμους της.. και χαμογελούσε… Μα το πάλλευκο πρόσωπό της  πρόδιδε πως ήταν νεκρή.. Στην αρχή την περάσανε για κάποια άστεγη, μα αργότερα έγινε η ταυτοποίηση…  Όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί, η γειτονιά της ήταν σιωπηλή μα γνώριζε τι τραβούσε η Λυδία από τον άντρα της…  Οι συζητήσεις δίνανε και παίρνανε για την ατυχία των γυναικών της οικογένειας, που όπως η μάνα της που πέθανε στο φρενοκομείο , έτσι κι η Λυδία τώρα, πλήρωνε το τίμημα ενός ατυχούς γάμου.  Πέθανε εκεί στο δρόμο, από εσωτερική αιμορραγία..  Την αστυνομία κάλεσε η ιδιοκτήτρια του σπιτιού στην είσοδο της οποίας, βρέθηκε νεκρή το πρωί. Παρέλειψε ωστόσο να πει, πως την είχε βρει εκεί  από χτες το βράδυ,  και  πέρασε σχεδόν από πάνω της για να ξεκλειδώσει την πόρτα του σπιτιού της. Αυτό που ωστόσο παρέμεινε  το μεγάλο μυστήριο, είναι γιατί μια γυναίκα σε αυτή την κατάσταση, κι ενώ πεθαίνει μέσα στο κρύο..  να χαμογελάει με τόση γλυκύτητα…. Όπως  ευτυχισμένη παιδούλα!

Νικόλας Παπανικολόπουλος


Τρίτη 21 Απριλίου 2020

ΣΙΩΠΕΣ (της Νορας Ξένου)



       Είναι φορές που οι σιωπές κάνουν δυνατό θόρυβο, σαν το φτερούγισμα των πουλιών, που πετάνε φοβισμένα.
       Οι σιωπές αυτές λένε πολλά,  λεπίδια που χαράζουν την ψυχή γίνονται, αιμορραγώντας από βαθιές πληγές.
      Αποτυπώνουν το φόβο του άγνωστου και την απόγνωση, αγγίζοντας και ξεπερνώντας τα όρια της τρέλας.
      Η απόσταση και η απουσία της επαφής δημιουργούν ανασφάλειες και φόβους. Σκέψεις τρελές πως ο έρωτας θα πάψει να χτυπά στην καρδιά του και η λήθη θα χτυπήσει την πόρτα, κλείνοντας απ’ έξω την αγάπη, βάζοντας τέλος στα λόγια πάθους και στις υποσχέσεις για κοινή ζωή.
         Ανεξέλεγκτη η επιθυμία να βρεθείς κοντά του, να τον αγγίξεις, να κοιτάξεις τα μάτια, προσπαθώντας να διαβάσεις τις κρυφές του σκέψεις, να αισθανθείς τα χείλια του στα δικά σου αν θα έχουν και πάλι τη γνωστή ζεστασιά και τρέλα που ήξερες.
        Αδημονείς να μάθεις αν τα γυμνά σώματα θα ανταποκριθούν με ορμή και πάθος όπως άλλοτε στα χάδια και στην ένωση τους.
          Οι ψίθυροι σβήνουν, ο χρόνος σταματάει, μένει μόνο να απαντηθεί αν οι στιγμές και το συνταίριασμα της ψυχής τους έμειναν αλώβητα στο πέρας του χρόνου.
     Όλα δύσκολα και η τρέλα κάνει παιχνίδια με το μυαλό ακόμη μια φορά.

Νόρα Ξένου



 

Ήρθε η Άνοιξη; (της Πολας Βακιρλη)


Μηδενίζω τον χρόνο που με πιέζει
δεν ακούω παρά των φύλλων τη μουρμούρα,
τον ήχο του φλοίσβου στ'
ακροθαλάσσι,
τα λόγια του ρυακιού στην ιτιά που στα νερά του ξεδιψάει.
Ούτε καν τον αχό της μέλισσας,
ανεπαίσθητος ο ήχος πολιορκεί την ακοή μου, ανεπαίσθητη η αναπνοή μου και το αίμα μου κυλάει στις φλέβες του κορμιού που απ το λήθαργο ξυπνάει του χειμώνα.
Ταλανίζεται η Ανοιξιάτικη διάθεση ανάμεσα στους κρουνούς της ψυχής μου
και των ειδήσεων το θόρυβο που γεννάνε εφιάλτες.
Τί γυρεύει ο άνθρωπος σήμερα παρά μια κουβέρτα κι ένα πιάτο ζεστό φαΪ
 στο τραπέζι;
Και φαντάζει πολυπόθητο
το ζεσταμένο απ'τις χαρούμενες ανάσες σπίτι
και τα γέλια των παιδιών
τα ασταμάτητα.
Κάποιος χτύπησε μεσάνυχτα την πόρτα απροσκάλεστος
και δεν ήταν ο βοριάς του χειμώνα.
Άνοιξη σου λέει ο μετερεωλόγος πως φτάνει.
Και συ ούτε που το πήρες χαμπάρι!

Πόλα Βακιρλη


Άτιτλο (της Κατερίνας Σολωμού)

Μεσ΄στο κεφάλι μου καλά κρυμμένος
ο άλλος μου εαυτός.....ο ανησυχος
αυτός που εχει ολα τα θέλω
Απ ΄εξω ο εαυτός μου με τα πρέπει
ακολουθει το δρόμο
ασθμαίνοντας
που αλλοι χαράζουν
και τον βάζουν στις ράγες
της ταχειας
δεν εχει στασεις για τα θέλω
δύσκολο να λιποτακτήσουν
Η ταχεια τρέχει
πήρα θέση στο παράθυρο
τρέχει........
Αφηνει πισω της τη σκονη του χρονου.
Μικρή η ζωή ...ενα πέρασμα
σα ναταν αλλη κι οχι εγω η περαστική...
""Αχ ζωή μάγισσα να σε μάθω άργησα""

Κατερίνα Σολωμού


Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Είμαι μία μοναχική ταξιδιώτισσα (της Πολυξένης Ζαρκαδούλα)


Η καρδιά μου είναι στα στήθη, χτυπάει ακόμα, επιθυμεί....
Η ματιά μου γυρνάει από 'δω κι από 'κει κάνοντας μόνο όνειρα...
Η σκέψη μου ελεύθερη κάνει σχέδια, ελπίζει, προσεύχεται...
Δεν με φοβίζει η μοναξιά, ίσα ίσα με δυναμώνει, με πεισμώνει...
Την έμαθα και την αγάπησα, καλύτερα κι από αδερφή μου την έχω...
Μην φοβάστε για εμένα, έχω μάθει ν' αγαπώ όσα σας τρομάζουν...


Πολυξένη Ζαρκαδούλα



ΓΈΝΟΥΣ... ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΎ. (της Άννας Βαρδάκη)



Η οδύνη, Η οργή, Ο εγωισμός, Ο θρήνος, Τα δάκρυα ...
είναι Ανθρώπινα.
Γένους Σημαντικού.
Δεν έχουν πατρίδα. Ούτε χρώμα.
Γεννιούνται και Κατοικούν εντός μας.
Η Αγάπη, η Ευγνωμοσύνη, η Συγχώρεση, η Ταπείνωση...
είναι Ανθοί και Καρποί του Υψηλότερου Δέντρου.
Που φύεται και μεγαλώνει στο πιο Δύσκολο σημείο.
Εκεί, ακριβώς, που έχουμε θάψει το Εγώ μας.
Οι κλώνοι του θα μας ανεβάσουν
στο Ωραιότερο Σημείο.
Στο πιο Ψηλό.
Εκεί που, πραγματικά, θα έπρεπε να βρισκόμαστε.
Εκεί...
που στ΄ Αλήθεια ανήκουμε.
Στο Φ Ω Σ.

Άννα Βαρδάκη


“Αγρυπνίας Σελίδες”

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Πόνος (της Αργυρώς Ζαμπουρη)



Κύμα σκληρό.
Αλάτι πάνω στη πληγή,  του βράχου μυτερό αγκάθι. 

Αγκαλιά μεγάλη  η μοναξιά,  σε τραβάει σε βάθυ σκοτεινά. 

Και πως εσύ να την απαρνηθείς όταν, το χέρι σου απλώνει; Πως να ξεμάθεις ότι  με το πρόσωπο στο χώμα έμαθες πως είναι ζωή, επιβίωση.

Κι οι άλλοι γύρω σου σωπαίνουν.   Παλεύουν με τα χώματα και εκείνοι  και απο τα κόκκινα χρώματα  ανάσα ψάχνουν να πιαστούν.

Αργυρώ Ζαμπουρη


ΠΑΣΧΑ (της Παρασκευής Κηπουριδου)


Ελάτε αδέρφια δώστε τα χέρια
με μια ψυχή και με μια καρδιά
τα στήθη να φουσκώσει πλέρια
της Λαμπρής η σωτήρια χαρά.

Ανάστασης μέρα κοντοζυγώνει
Το ψάλλει στα κλαδιά τ' αηδόνι.
Το μαρτυρά και το απαλό αγέρι
που εύοσμους ανθούς χαϊδεύει.

Η σταυρική Του θυσία σωτηρία.
Και τον Άδη έκανε να νεκρωθεί
Ας γίνει της ψυχής μας ευκαιρία,
απ' τις μικρότητες να απαλλαγεί.

Σαν ολόλευκο κρίνο να λάμψει.
Της αγάπης να ανοίξει τα πανιά.
Το άδικο του κόσμου να κάμψει.
Φως να διαδεχθεί την καταχνιά.

Τα φύλλα της καρδιάς ουρανός,
πουλιά να φτερουγίζουν χαράς
και μέσα σε χαώδες αστροφώς,
οι ζωές μας να κυλούν στο φως.

Ο κόσμος μαγικά να γαληνέψει
κι αθώο αίμα να πάψει να κυλά.
Δίκιο επιτέλους να διαφεντέψει,
την υφήλιο που αναζητάει χαρά.

Της Ανάστασης η ψυχική χαρά,
σε γειρτούς ώμους φτερά βάζει.
Το πνεύμα μας ανυψώνει ψηλά,
στις καρδιές ανθρωπιά σταλάζει.


Παρασκευή Κηπουριδου


Σάββατο 18 Απριλίου 2020

ΑΠΕΙΛΗ! (της Τριάδας Ζερβού)


Μια απειλή εμφανίστηκε
 από το πουθενά!
Στόχος,να κάνει έφοδο,
 στου νου μου τα κενά!

Μπαίνω σε θέση άμυνας,
αλλά φοβάμαι τόσο!
Δεν θέλω από το μέσα μου,
τίποτα να της δώσω!

Μα πώς; Εκείνη είναι άυλη,
γίνεται αέρας,σκόνη,
αν την εισπνεύσω,χάθηκα!!
Κανένας δεν με σώνει!

Αχ να μπορούσα να την δω!
Σχεδόν όπως την νιώθω!
Αδικα εξοπλίζομαι
και νήμα αγώνα κλώθω..

Σώμα φθαρτό κι ευαίσθητη,
 ψυχή μου μη λυγίσεις!
Βρες τρόπο αυτή την απειλή,
να τηνε πολεμήσεις!

Εξαπολύει κεραυνούς,
μαύρα πουλιά που κράζουν,
επάνω στο κεφάλι μου
 και την ψυχή μου βγάζουν.

Πως να της δώσω όνομα;
 Πως να της δώσω σχήμα;
Σαν βράχος γκρίζος να φανεί!!
Γιγαντιαίο κύμα!

Ωωω!! Τώρα την αισθάνομαι
 να με περικυκλώνει,
βαριά ομίχλη που το νου,
αρχίζει να θολώνει..

Κλειδαμπαρώνω της ψυχής
 τα κουρασμένα μάτια!
Αλλα φοβάμαι πως θα βρει,
καινούργια μονοπάτια.

Με διάλεξε,με κυνηγά,
είναι χαμένος κόπος,
Για τούτη δω την απειλή,
πάντα υπάρχει  τρόπος..

Τριάδα Ζερβού


Ο μονόλογος... του τσίρκου (της Ειρήνης Ανδρέου)




Μέσα στον δρόμο της ζωής
περπάτησα με σθένος
 μ' ένα σταυρό στην πλάτη μου
που έσερνα μονάχη

Πολλές φορές σωριάστηκα
μα έπρεπε ν' αντέξω
σκούπιζα τον ιδρώτα μου
κι έγλειφα τις πληγές μου.

Στεκόμουνα στα πόδια μου
τα χιλιοπληγιασμένα
πέτρες κι αγκάθια ο δρόμος μου
τα ρόδα μετρημένα.

Κάποια στιγμή με έβγαλε
σ' ενός γκρεμού την άκρη
κι εκεί εκοντόσταθηκα
κι έχυσα μαύρο δάκρυ.

Βάρυνε τόσο ο σταυρός
που είπα εδώ τελειώνω
μήτε θεός μήτ' άνθρωπος
μόνο άβυσσος και χάος.

Ξάφνου ακούω κλάματα
απ' το βαθύ φαράγγι
βλέπω παιδιά ολόγυμνα
με χέρια απλωμένα.

Με πόδια κοκκαλιάρικα
κοιλίτσες φούσκωμένες
κα άλλα νεκρά  σ' ερείπια
σε θάλασσες πνιγμένα.

Μήτε θεός μήτ' άνθρωπος
κανείς να τα γλυτώσει
παιδιά κατώτερου Θεού
κατώτερου ανθρώπου.

Είδα και κάτι τέρατα
υπό μορφήν  ανθρώπου
όπου στον τόπο της καρδιάς
έγραφε : ΘΕΟΣ ΤΟ ΧΡΗΜΑ.

Μια δύναμη με τράβηξε
 και μια φωνή εντός μου
και ο σταυρός μου έγινε
χαρτί μελάνι πένα.

Κι έγινα έτσι ποιητής
κι ας λένε ειν' ουτοπία
όποιος βαθιά επόνεσε
νιώθει τον ξένο πόνο.

Το είναι μου επαναστατεί
στην κάθε αδικία
και το παιδάκι μέσα μου
ψάχνει την σωτηρία....

Δεν ζω χωρίς την πένα μου
με στίχους θα ποτίζω
 χέρσες καρδιές του χρήματος
ίσως βλαστήσει ΑΓΑΠΗ !!!


Ειρήνη Ανδρέου



Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Παράπονο (της Μάρθας Καναρη)


Έχει τούτο το δειλινό μια αρχέγονη θλίψη
που μου τρυπάει τα σωθικά και μοιαζει η νύχτα
σαν του Αυγούστου τα παραμύθια,
ανάμεσα σε δυο φεγγάρια κι έναν ήλιο σβησμένο..
Σκέφτομαι όλα τα μαχαίρια
που προσπάθησαν να πετσοκόψουν τη σάρκα μου
κι όλες εκείνες τις φορές,
που η αδικία κόμπιασε στο λαιμό
και δεν μπόρεσε να κατέβει κάτω,
παρα μόνο σαν  ένα σφηνάκι ,
με γεύση πικρής ανάμνησης...
Τι να σου πω...και τι να καταλαβεις?
..που το παράπονο έχει γατζωθεί
στων φεγγαριών την απόμακρη όψη
κι έγινε πιο μεγάλο και πιο βαθύ
κι απ αυτό των μικρών παιδιών
την ώρα που τους κλεύει κανείς το παιγνίδι?
Σ αγάπησα Ανθρωπε....
Αληθινά και καθάρια!
Με όλη την αγνότητα
και την αλήθεια της ύπαρξης μου
και δεν πρόσμενα ούτε στο ελάχιστο...
Μόνο που...να....
Εκείνο το μαχαίρι πονάει...
Πρόσεχε σαν το στρέφεις επάνω μου!!!
Στην κόγχη του καθρεφτίζεται το πρόσωπο σου....
Πόνεσες???

Μάρθα Καναρη


Των παθών μου (του Σταύρου Πέτρου)



Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια με φόβο και πάθος
– κυρίως πάθος
Μεγάλες αλλά όχι άγιες οι εβδομάδες των παθών μου
μεγάλες και ατελείωτες  
τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;
μέχρι Παρασκευή βράδυ
Σάββατο δεν ξημερώνει
και ξανά απ’ την αρχή
ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός
με πάθος – κυρίως πάθος,

μὴ ἐκθαμβεῖσθε·

Πιο εύκολοι οι χίλιοι θάνατοι από την μία ανάσταση









Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Αρνιον επί σφαγή (της Νάνσυ Μπασδέκη)


Αρνίον επί σφαγήν ...
 χαμερπείς και υποκριτές...
γνήσια τέκνα οργής
γιορτάζουμε τη Μεγάλη θυσία Σου...
το Σωτήριο Έργο Σου με ημερομηνία λήξης!
Την πτώση της αυλαίας διαδέχεται
το καθημερινώς ανελέητο σφυροκόπημα
επί τους τύπους  των ήλων...

Νάνσυ Μπασδέκη





                                                       

Ρακένδυτη αγάπη (της Λίτσας Γιαννούλη)



Ρακενδυτη διασχίζω εγώ τά 
μονοπάτια σου

Τα ιδια μονοπάτια ακολουθώ 
όπως και τότε

Γίνομαι χώμα μαλακό για νά 
διαβείς

Γιά να περάσεις

Και χαλικάκι τόσο δα μικρό να 
μή σκοντάψεις

Νά μη πονέσεις άλλο

~~~

Βασανισμένος πιό πολύ από 
εσένα

Άλλος κανείς

Κι απ' τους θνητούς μά κι από 
τούς αθανάτους 

~~~

Γίνομαι πέτρα γίνομαι χώμα εγώ
για να πατάς

Γίνομαι γάργαρο νερό για να 
λουστείς

Για να λουστώ απ' τα λόγια σου

~Πρίν κάν σε βρώ πριν κάν με βρείς 
και μ' αναστήσεις ...



Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Η συντροφιά της νύχτας ( της Μαρίας Ιωάννου Φίλη)



Μερικές φορές κλείνω
τα μάτια μου και ξέρεις
μπορώ και σε βλέπω ναι
αλήθεια σου λέω πίσω από
το θολό τζάμι να μου χαμογελάς !!

Οι ματιές μας συναντιώνται και
τότε νοιώθω ότι δεν θέλω να χάσω
την εικόνα σου από μπροστά μου !!!

Όμως δεν γίνεται, ανοιγω τα μάτια
και με τυφλώνει το φως σε ψάχνω δεν
είσαι εδώ αλλά μόνο στα όνειρα μου και
στο πιο βαθύ μέρος της καρδιάς μου !!

Η νύχτα τελικά θα είναι μόνο δικιά μας και εγώ τότε θα
σου ψιθυρίζω όπως την πρώτη φορά το σε αγαπώ μου και εσύ θα μου χαρίζεις το δικό σου !!

Άκόμα θα μπορώ  να σε ρωτήσω το
γιατί, αφού τώρα που τόλμησα που είμαι
εδώ, αφήνουμε τις στιγμές να φύγουν, και την
 αγάπη μας χωρίς να την ζήσουμε !!!

Μαρία Ιωάννου Φίλη


ΔΕΝ ΦΟΒΟΥΜΑΙ (Θωμάς Θύμιος)



       
Το ξέρω
το να αγαπάς είναι ευθύνη.
Αλλά δεν ξέρω
εάν πρέπει να είμαι φοβισμένος !
Φοβάμαι
Μέσα μου ο φόβος διακλαδώνεται,
νου και ψυχή, ταραχή. 
Από τον διπλανό μου γιατί φοβάμαι!
Ο φόβος με κυκλώνει.

Τα βήματα τα ρίχνω σταθερά.
Αλλά φοβούμαι
σαν να περπατώ στα σκοτεινά
στης αβύσσου τα χείλη.
Αυτόν τον αόρατο, ο διπλανός
που δεν μαθαίνει να υπακούει…
του έδωσε την παντοδυναμία.

Δεν ξέρω αλλά φοβάμαι.
Απομακρύνομαι
από τα λουλούδια, τα πουλιά,
τους ανθρώπους, τα κύματα.
θεέ μου, σήμερα
τι ζούμε τούτον τον αιώνα!

Μέσα μου
φούντωσε του ποιητή η κραυγή:
-Να ανθίσει η πειθαρχία,
να παντρευτεί με την αγάπη,
να φτερουγίσει η ελευθερία,
η ανώτατη αρετή.
Να, δεν φοβούμαι αγαπώ.
Δεν πεθαίνουν τα όνειρα.

Θωμάς Θύμιος



Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Άτιτλο (της Γεωργίας Δεμπερδεμιδου)


Ξύπνησα αργά
τα  βλέφαρα δύσκολα
σφραγίζουν τις νύχτες
είναι σαν να αφαιρώ ώρες
από την ζωή μου
οι άνθρωποι είναι
ένα με τα σπασμένα σπίτια
πως έγιναν όλα τόσο ξαφνικά...
κλειστήκαμε  στα δωμάτια
κοιτάζουμε πίσω στο παρελθόν
ο κόσμος  δεν είχε τόσα κομμάτια
ήταν Άνοιξη...
την χάνουμε τώρα τόσο άδοξα
οι φωνές ένα κουβάρι στιγμών
σπάνια κοιμόμαστε μαζί
οι αγκαλιές ξαπλώνουν
σε φρέσκο πλυμένα σεντόνια
χέρια παραδομένα  στο χρόνο
η  πανδημία
σαρώνει τον πλανήτη
ποτέ δεν πιστέψαμε
στα σημάδια των καιρών
καιροφυλακτούν
στις παλάμες
σε εκκρεμότητα

Γεωργία Δεμπερδεμιδου


         

Τελευταίος καφές (της Ζωής Χαλκιοπούλου)



Τελευταίος καφές
Μείνε για λίγο να σου πω δυο κουβέντες. Δε θα σε κουράσω πολύ. Άσε τις βαλίτσες στην εξώπορτα, το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα σ εμποδίσω να φύγεις. Η γυναίκα σου είμαι. Μπερδεύτηκες με τις αλλαγές μου μάλλον. Έφτιαξα τα μαλλιά μου και άλλαξα την γκαρνταρόμπα μου. Έλα πλησίασε, θα φτιάξω να πιούμε μαζί τον τελευταίο καφέ. Αλήθεια, πως τον πίνεις; Όλα αυτά τα χρόνια πάντα άλλαζες γνώμη. Μια γλυκό, μια σκέτο. Άλλοτε μέτριο και άλλοτε βαρύ. Ποτέ δεν έμαθα. Εδώ θα μου πεις, ούτε εσύ ξέρεις τι θες. Λέω λοιπόν να το πιάσουμε απ την αρχή. Να γνωριστούμε. Να μάθεις κι εσύ τι μέρος του λόγου είμαι. Γιατί είμαι σίγουρη ότι ούτε αυτό το ξέρεις. Δε θέλησες να το ψάξεις. Εντάξει, δε φταις μόνο εσύ. Έτσι τα βρήκες, έτσι έμαθες. Ότι θέλει ο αρχηγός του σπιτιού. Στην αρχή είναι τόσο τρυφερό, τόσο δελεαστικό. Μα είπαμε, όλα έχουν και όρια. Τα ξεπεράσαμε κι οι δύο. Εγώ βυθίστηκα στην υποταγή σου κι εσύ κάθισες στο σβέρκο μου. Μη με κοιτάς έκπληκτος. Δε είσαι εσύ μόνο που βαρέθηκες. Εγώ ακόμα περισσότερο. Γιατί μια ζωή κοιτούσες την πάρτη σου. Τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα. Γερό πρωινό για να αντέχει τη σκληρή δουλειά ο σύζυγος, ρούχα σα να έχουν φορεθεί πρώτη φορά διότι πρέπει να ξεχωρίζει ο σύζυγος, μεσημεριανό γιατί έρχεται κατάκοπος ο σύζυγος, ησυχία να ξεκουραστεί ο σύζυγος, ξανά ησυχία για να δει ποδόσφαιρο ο σύζυγος, και οπωσδήποτε έτοιμη κάθε στιγμή όταν έχει ορεξούλες ο σύζυγος. Βρε τον σύζυγο!
Ποτέ δεν πήρες είδηση, όταν μούσκευα το μαξιλάρι δάκρια, ενώ εσύ ροχάλιζες του καλού καιρού. Ούτε τα ξενύχτια στην κουζίνα, με κλειστό το φως, να κοκαλώνω το βλέμμα στη φρουτιέρα. Ξέρεις τι κουβέντες έχω κάνει εγώ με τα μήλα, τα πορτοκάλια και τις μπανάνες; ‘Η μήπως να σου πω για την ώρα που μου άφηνες χρήματα στο τραπέζι για τα ψώνια της ημέρας; Διότι εσύ έκανες το κουμάντο, εγώ απλά ήμουν το υπηρετικό προσωπικό. Αναλυτικοί λογαριασμοί, αναφορές, αν και γιατί. Επιχείρηση Σπίτι.
Σε καταλαβαίνω, βαρέθηκες. Γι αυτό και αποφάσισες να φύγεις. Μας έσωσες στ αλήθεια. Πριν γεράσουμε και δεν προλάβουμε να ζήσουμε.
Σε βλέπω έκπληκτο όμως; Γιατί; Σου κάνει εντύπωση που ακούς τη φωνή μου; Πονούσε ο λαιμός μου τόσο καιρό και φοβόμουν να μιλήσω. Ξέρω και να τραγουδάω. Και να χορεύω. Αγόρασα καινούργια ρούχα με τον πρώτο μου μισθό. Μη με κοιτάς, εγώ είμαι, η πρώην, ανανεωμένη σύζυγός σου. Η αληθινή. Μ αυτήν δε μπορείς να τα βγάλεις πέρα.
Και τώρα αγαπημένε μου πρώην σύζυγε, αν τέλειωσες το καφεδάκι σου, μπορείς να φύγεις. Οι βαλίτσες είναι εκεί που τις άφησες, στην πόρτα. Αναποφάσιστο σε βλέπω. Το κατακάθι δεν πίνεται βρε κουτό, θα σου κάτσει στο λαιμό και θα σε πνίξει. Με συγχωρείς τώρα, γιατί έχω πολλά πράγματα να κάνω. Κάπως πρέπει να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο. Ίσως θα έπρεπε να σου πω λυπάμαι. Έτσι για το τυπικό της υπόθεσης. Μα δεν το νιώθω. Γιατί δεν λυπάμαι αγαπημένε μου πρώην σύζυγε!

Ζωή Χαλκιοπούλου



Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Και γινόμουν ένα με... Σένα (της Θέμις Ταταρη Μπιλληρη)




Στο ξωκκλήσι της ερημοτοπιάς
το απαγκιασμένο στους χορταριασμένους βράχους
με τ' αγριολούλουδα,
και μπροστά σ'ένα κεράκι που τρεμόσβηνε,
στην ξεθωριασμένη εικόνα
ενός ταπεινού ξεχασμένου άγιου,
Γονάτισα.
Και με μια χούφτα ταπεινά κυκλάμινα,
- καθένα και μια μετάνοια -
Προσευχήθηκα.
Και καθώς Σ' ένοιωθα ψηλά,
μ' ανέβαζες ως τ' άστρα.
Και καθώς Σ' ένοιωθα δίπλα μου
διαπερνούσες λειτουργικά εντός μου
και γινόμουν
ένα μ'... Εσένα!

Θέμις Ταταρη Μπιλληρη


(Το ποίημα αυτό φιλοξενήθηκε στον τόμο "Λογοτεχνικό Ημερολόγιο 2020"

Γκουρμέ (της Αναστασίας Πελεκάνου)



Μη μου δείχνεις άλλο

τα δόντια σου.

Η στιγμή έφτασε.

Ξερίζωσα ακόμα

μιά φορά την καρδιά μου.

Την τοποθέτησα,

πάνω στο γυάλινο

τραπέζι.

Τώρα φαίνονται δυό

πάνω στο γυαλί.

Γκουρμέ για σένα.

Όχι, μη γελιέσαι,

δεν την αγγίζεις.

Τέτοιο θέαμα

η ψυχή δε βαστά.

Για λίγο την αφήνω,

να νιώσεις αλήθεια.

Να δεις

πως πάλλεται.

Πως θολώνει

τα βίαια μάτια

που τη θωρούν.

Πως χτυπά δυνατά

κι αφήνει τον θύτη

νηστικό.

Αναστασία Πελεκάνου


artist Omar Galliani


Κυριακή 12 Απριλίου 2020

ΣΑΝ ΛΥΧΝΑΡΑΚΙ (της Μαριάνθης Πλειώνη)


Καλπάζει η νύχτα
στο λευκό της άτι
και το φεγγάρι από ψηλά
δεν κλείνει μάτι.

Μισό έχει μείνει,
φαίνεται πολύ ζηλεύει.
Αχ! Πόσο θα ΄θελε
με τ΄άσπρο τ΄ άλογο να ταξιδεύει!

Μα ποιος θα φώτιζε τότε τη γη μας
σαν λυχναράκι,
ταξίδι αν έφευγε μέσα στη νύχτα
το φεγγαράκι;

Μαριάνθη Πλειώνη


Ζωγραφιά: Αθηνά Πετούλη

Οι ομπρέλες της Αίγινας! (της Κατερίνας Χαδουλου Σκιντζη)


Πάντα έφευγα ...
στη φθορά, τώρα γιατί;
αποδιώχθηκα ...
στην ευτυχία πάνω;
Ποιο μάθημα λαμβάνω;
Άφοβοι φόβοι...
Δυνατοί αδύναμοι ...
Περίτεχνοι περί τέχνης...
Πάντα έφευγα άφοβη
απέναντι στην αλήθεια μου...
Στη φθορά δυνάμωνα, πείσμωνα...
Ευτυχία περίτεχνα ανακάλυπτα, γευόμουν...
Και όμως στην αρχή πάντα
η υγρασία της βροχής σε ενώνει...
Το πιο απλό αντικείμενο μία ομπρέλα
σε νοιάζεται, σε φροντίζει, σε αγκαλιάζει.
Ο ουρανός λοιπόν γεννάει αγκαλιές
μικρές χρωματιστές φωλιές
μέσα τους θαλπωρή γυρεύεις...
Τα χέρια απλώνονται, μοιράζονται,
οι πλάτες τα φορτώνονται τρυφερά...
Τ 'ακροδάχτυλα ηλεκτρίζονται
όταν ελπίζεις να νοιώσεις
πως ναύλο δεν υπάρχει για τα ναυάγια,
παρεκτός αμμουδερά καρνάγια
που θαρραλέα αποζητάν
πέρα από τις αγκαλιές,
την ηδονικά μελωδική
του ύπνου μοναδική αγκαλιά...

Κατερίνα Χαδουλου Σκιντζη



Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Το βλεμμα της φθινοπωρινής μελαγχολίας (της Συλιας Χαδουλη)




Τα ματια της μελαγχολίας  του φθινοπώρου αχνοφεγγιζουν στις παλάμες του νερού
Ρέει μεσα στις φθινοπωρινές σταγονες της βροχής
Χαρίζει την στοργή της στις θάλασσες των χρυσοκκοκινων φύλλων που καλύπτουν
τα μαρμάρινα σκαλοπάτια σφραγισμένα από τις ρυτίδες του χρόνου
Μοιάζουν με δάκρυα που σκαλίζουν αδοτες λέξεις αγαπης στα νοτισμένα τζάμια
από το μοναχικό ξωκλήσι
Στέκει αμίλητο στην άκρη του λειμώνα της απουσίας
Απλωμένα κλαριά σαν χερια που απλώνονται στους μακρινούς ουρανούς σε ικεσια
αγκαλιάζουν τους πάλλευκους τοίχους του
Πεταλούδες μιας λησμονημενης Άνοιξης εναποθέτουν ενα στεφανι από κατάλευκα κοχυλια
αγιασμένα στις αιώνιες χρυσές αμμουδιές,
χρωματα ηλιοβασιλέματος που ευωδιάζουν μέλι και πορφυρα
και στεφανώνουν τα φτερά τους,
άνθη γιασεμιών και ενα τρυφερο φιλι αποχαιρετισμού
στα διψασμένα χειλη των φύλλων
Στις υπέρτατες συντμησεις των πέτρινων βημάτων του χρόνου
κλείνω το γονυ δέομαι και ικετεύω
Ποτε μην λησμονηθούν τα άυλα  ονειρα και τα τοπία των ανθρωπίνων τραυμάτων
που αφέθηκαν στην Ιερότητα και την ευσπλαχνία των δακτύλων της Θεϊκής Αγαπης.

Συλια Χαδουλη



Αν ήμουν...(του Ιωάννη Τούμπα)



Αν ήμουνα ο Έρωτας,

θ’ αγαπούσα τους ανθρώπους.

Όλους.

Ίσως λίγο πιο πολύ εκείνους τους ραγισμένους.

Που ψάχνουν  μια αγκαλιά

για να μη σπάσουν, λίγη αγάπη

ή την αυτοκτονία.

Κι από αυτούς που οι θεοί τους μίσησαν

και που οι γκρεμοί της  ζωής τους διάλεξαν

Θ’ αγαπούσα πιο πολύ εκείνους

που πίστεψαν

στον άνεμο

κι ανοίξανε αναγκαστικά φτερά.

Και πέσανε.

Αν ήμουν Θάνατος,

θ’ αγαπούσα τους ζωντανούς. Όλους.

Όμως εκείνους που ο Θεός τους μίσησε.

Εκείνους

θα είχα για αδέλφια.

Θα κατέβαινα δίπλα τους την κατάλληλη στιγμή

ο Θεός για να μας δει.

Όταν έρχεται το τέλος δικαιώνει τα πάντα…

Ακόμα και τις αποτυχίες των Θεών.

Που ήσουν Θεέ; Δεν έβλεπες;

Είναι κι αυτοί εδώ παιδιά δικά Σου…

Κοίταξε τους…

κοίτα

με πόση αγάπη έρχονται στη

 δική μου αγκαλιά...

                               Θεέ.

Ιωάννης Τούμπας