Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Όνειρα (της Καλλιόπης Τσουχλη)

Κι ήταν τόσα πολλά εκείνα που ονειρευόταν να κάνει, βιαζόταν λες και ο χρόνος της τελείωνε… Ήθελε κι επέμενε να κάνει τόσα πολλά πράγματα μαζί… Πολλοί ήταν εκείνοι που αναρωτιόντουσαν πως μπορεί, πότε προλαβαίνει και κυρίως γιατί ζει με τέτοιο ρυθμό… Στις ερωτήσεις τους δεν απαντούσε, χάριζε ένα χαμόγελο και γύριζε την πλάτη… Βλέπεις, το χαμόγελο ήταν η άμυνα της, μια άμυνα που την βοήθησε να θωρακίσει την καρδιά της, ώστε να μην πληγωθεί ξανά… Όμως δεν ήταν πάντα εφικτό, έκρυβε τόση αγάπη μέσα της, ζούσε τόσο έντονα την στιγμή λες κι οι δείκτες του ρολογιού σταματούσαν έκπληκτοι κι αυτοί να την κοιτάζουν… Λάτρευε να αγαπάει, είχε την θέληση και πάντα έβρισκε και τον τρόπο… Ξέρεις τι αγαπούσε πιο πολύ; Ν’ αντικρίζει πρόσωπα χαρούμενα, χαμογελαστά… Έκανε το παν για να χαμογελούν οι γύρω της… Νύχτα και μέρα πάλευε γι’ αυτό κι ας ήταν κουρασμένη κι ας ήταν διαλυμένη κι ας ήταν περασμένα μεσάνυχτα… Δεν την ένοιαζε, μοχθούσε και επένδυε στην χαρά εκείνων που αγαπούσε… Δεν το έκανε από ανάγκη, αλλά γιατί εκείνη διάλεξε να αγαπήσει όσους διάλεξε η καρδιά της, άρα όφειλε να στηρίξει το συναίσθημα και την επιλογή της… Όφειλε να χαρίζει την χαρά, τον ενθουσιασμό… Ξέρεις τι είναι να μην έχεις τίποτα και να γεμίζει η ψυχή σου από χαρά, κάνοντας κάποιον άλλον να χαίρεται; Ξέρεις τι είναι να κουρνιάζεις το βράδυ πάνω στο μαξιλάρι σου, αφότου όλοι πια κοιμούνται και στον απολογισμό της μέρας σου, να μετράς χαμόγελα; Έτσι έκανε εκείνη, ή τουλάχιστον προσπαθούσε... Κάθε βράδυ όταν ερχόταν αντιμέτωπη με τον εαυτό της, μετρούσε χαμόγελα... Μισούσε τον πόνο, μισούσε και τα θλιμμένα πρόσωπα… Αγαπούσε τα όνειρα κι ας μην τολμούσε η ίδια να ονειρευτεί… Όσες φορές ονειρεύτηκε, τόσες φορές γκρεμίστηκαν όλα σαν χάρτινος πύργος… Μόνο που μαζί με τον πύργο κάθε φορά γκρεμιζόταν κι εκείνη απ’ το σύννεφο που με κόπο απογείωνε στα μάτια της… Κάποια στιγμή τα μάτια της, στέγνωσαν κι αυτά… Μια Θάλασσα γέμιζαν τα δάκρυα της, μια Θάλασσα και δυο ανάσες… Μια για όσα έζησε και μια για όσα μες στην ψυχή της κλείδωσε… Κι ήταν σκληρός εκείνος ο απολογισμός, οδυνηρός για εκείνην, διότι εκείνη γονάτιζε στο παγωμένο δάπεδο και μετρούσε κάθε νύχτα, μες στην στάχτη του τσιγάρου τις πνοές της… Ξέρεις, θέλει κουράγιο να πονάς και να τολμάς, να γελάς ενώ αιμορραγείς και να μην αφήνεις κανέναν να κοιτάξει τις κηλίδες… Εκείνες οι κηλίδες, που πάντα έμεναν κλειδωμένες στο υπόγειο… Λάτρευε το φως, καρδιοχτυπούσε για να δει μια όμορφη Ανατολή, ακόμα κι αν η νύχτα που είχε διανύσει, είχε αφήσει πονεμένα αποτυπώματα… Εκείνη τα στόλιζε τα αποτυπώματα, έδινε φως, χάριζε λάμψη, έδινε ζωή στα άψυχα κι εμψύχωνε το άλλοθι… Δύσκολα νοθεύεται το άλλοθι, ήξερε καλά να μετατρέπει το κόκκινο χρώμα του κρασιού, στο λευκό της ευτυχίας… Έγραφε το κυρίως θέμα, όσο καλύτερα μπορούσε, γιατί ήθελε ο επίλογος, να είναι αντάξιος των προσδοκιών της… Φρόντιζε πάντα να εμπιστεύεται το ένστικτο της, ήταν ο συνεπιβάτης της στο ταξίδι της ζωής… Κάπου προς το τέλος θα το άφηνε κι αυτό, θα συνέχιζε μόνη αγκαλιά με την ψυχή της, μέχρι να τερματίσουν οι παλμοί… Θαλασσωμένα όνειρα σ’ ένα ταξίδι εκπληκτικό… Δεν την φόβιζε η μοναξιά, μα ούτε κι ο επίλογος… Ζούσε, τολμούσε κι αγαπούσε στον υπερθετικό βαθμό… Δεν άλλαζε για τίποτα και για κανέναν… Εκείνη κρατούσε τα ζάρια, εκείνη και τα πιόνια… Ξέρεις, αν χαμογελάς στην Ζωή, εσύ φέρνεις τις εξάρες κι η Ζωή σε κοιτάζει έκπληκτη… Κι αν όλα πήγαιναν στραβά, ο Δικαστής της, πάλι θα την περίμενε… Ο δικός της Δικαστής, μα και παράλληλα το δικό της φυλαχτό… Δίκαζε και δικαζόταν πάντα μόνη, μπροστά σε μια Θάλασσα… Μακριά από μάρτυρες και προσωπεία… Κι όταν η Θάλασσα χαμογελούσε εκείνη μονολογούσε, Μου χρωστάει ένα ταξίδι η Ζωή…
Καλλιόπη Τσουχλη