Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Χριστούγεννα με την Άννη της καρδιάς (της Παυλίνας Στυλιανού)


Γεια σας με λένε Ιωάννα, Ιωάννα της καρδιάς, απλά κι ωραία χωρίς επίθετο. Nαι, χωρίς επίθετο, ε και; Σας φαίνεται παράξενο έτσι; Δεν έχω μπαμπά αλλά έχω πολλές μαμάδες. Όταν λέω πολλές μαμάδες μην φανταστείτε και αμέτρητες. Τρεις όλες κι όλες. Η αδελφή Μαρία, η αδελφή Αντιγόνη και η αδελφή Ισμήνη. 
Το σπίτι μου είναι τεράστιο με πολλά δωμάτια για να χωρέσουν μέσα όλα μου τα αδελφάκια μικρά και μεγάλα. Το κακό είναι πως αυτά τα αδελφάκια αραιά και που μου τα παίρνουν. Τα δίνουνε σ’ άλλες οικογένειες κι έτσι μ’ αυτό τον τρόπο από τρεις μαμάδες αποκτάνε ένα μπαμπά και μία μαμά. Κάθε φορά που φεύγει κι ένα παιδί κάθομαι σ’ ένα μεγάλο δέντρο και του φωνάζω δυνατά μέχρι το αυτοκίνητο χαθεί από μπροστά μου.
«Να ξανάρθεις, μην με ξεχάσεις. Να μου γράφεις!!»
Μόνο που κανένα από αυτά τα παιδιά δεν γύρισε πίσω. Είμαι σίγουρη πως ήθελε να ξεχάσει. Γιατί όμως αφού περνούσαμε ωραία θυμάμαι. Όταν άλλαζαν οι εποχές άλλαζε όψη και το σπιτικό μας. Όπως και εκείνα τα Χριστούγεννα του ’90. Ήταν τα Χριστούγεννα που ο μικρός πόνος στη καρδιά μου δεν λέει να μ’ αφήσει ακόμη μέχρι και σήμερα αν και έχουν αλλάξει πολλά από τότε. Είμαι σίγουρη πως μέχρι και ο Αϊ Βασίλης είχε κλάψει τότε.
Όλα ξεκίνησαν όταν η αδελφή Μαρία έλαβε ένα μήνυμα με την φράση «Όλα είναι έτοιμα. Τα χαρτιά της υιοθεσίας τα έχομε στα χέρια μας, ερχόμαστε στις 25 του μήνα να πάρομε την Άννη. Να της πείτε να έχει έτοιμη την βαλίτσα της».
«25 του μήνα! Αδύνατον!! 25 του μήνα είναι Χριστούγεννα. Πως θα πούμε της Ιωάννας πως την μέρα των Χριστουγέννων η Άννη πρέπει να φύγει».
«Να μην πούμε τίποτα αδελφή Μαρία. Εμείς απλά το μόνο που έχομε να κάνομε είναι να ειδοποιήσομε την Άννη να είναι έτοιμη».
«Δεν είναι σωστό αδελφή. Αν αφήσομε την Ιωάννα στην άγνοια της ίσως να είναι χειρότερα τα πράγματα όταν έρθει εκείνη η στιγμή».
«Άφησε τες χαρούνε τις προετοιμασίες των Χριστουγέννων όπως κάθε χρόνο και στην Άννη το λέμε την τελευταία στιγμή. Δεν υπάρχει λόγος δέκα μόνο μέρες πριν να τις αναστατώσουμε», επενέβηκε η αδελφή Ισμήνη μ’ ένα πρόσωπο που αν δεν ήσουν στην θέση της δεν θα μπορούσες να νιώσεις τον πόνο της.
Όπως και η Ιωάννα έτσι και η Ισμήνη είχε την αδυναμία της στην Άννη. Δεν το έδειξε ποτέ της όμως. Δεν επιτρεπόταν. Αν ήταν παντρεμένη σίγουρα θα υιοθετούσε το κορίτσι. Δυστυχώς όμως η Ισμήνη δεν παντρεύτηκε ποτέ κι έτσι αφιέρωσε όλη της τη ζωή σ’ αυτό το ορφανοτροφείο. Όλα αυτά τα παιδιά τα είχε σαν παιδιά της και κάθε φορά που έφευγε ένα από αυτά σπάραζε η ψυχή της. Τώρα ήρθε η σειρά και της Άννης.
Μπορεί οι μαμάδες μου να μην ήθελαν να μου πουν τίποτα σχετικά μ’ αυτό δεν θα πει όμως πως εγώ δεν ήμουν σε θέση να το μάθω. Αφού το μεγαλύτερο μου ελάττωμα ήταν να κρυφακούω πίσω από τις πόρτες κάθε φορά που είχαν κάτι να πουν και μετά να τρέχω να το ανακοινώνω σ’ όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Αυτό με έκανε ηρωίδα στα μάτια τους. Έτσι δηλαδή το έβλεπα εγώ. Η Άννη όμως το έλεγε αδιακρισία και πως μια μέρα θα τιμωρηθώ πολύ γι’ αυτό. Μόνο που δεν ήξερα για πια τιμωρία μιλούσε. Δεν μου εξήγησε. Γιατί αν μου εξηγούσε σίγουρα δεν θα κρυφάκουγα πίσω από την πόρτα εκείνη τη μέρα και έτσι όλες οι υπόλοιπες μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα δεν θα ήταν τόσο δυστυχισμένες.
Γύρισα στο δωμάτιο μας χωρίς καν να μιλήσω σε κανένα από τα παιδιά που βρήκα στον διάδρομο. Παρόλο που με ρωτούσανε «Έλα Ιωάννα πες μας τι άκουσες», «Θέλω να μάθω και εγώ Ιωάννα λέγε», «Αφού θα μας πεις, ε πού πας;» Εγώ μουγκάθηκα ξαφνικά και με γοργά βήματα βρέθηκα στο δωμάτιο.
Η Άννη με περίμενε.
«Για λέγε τι άκουσες πάλι!» γεμάτη χαμόγελο περίμενε να της διηγηθώ τις γκριμάτσες που έκανε η κάθε μια από τις μαμάδες μου.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν μίλησα. Ορκίστηκα να μην μιλήσω. Απλά την κοιτούσα και αναρτιόμουνα τι ακριβώς ήξερε γι’ αυτή την υιοθεσία και πότε θα μου το έλεγε. Είχαμε ορκιστεί και οι δυο πως θα μέναμε μαζί εδώ σ’ αυτό το σπίτι και όταν θα μεγαλώναμε θα γινόμασταν η αδελφή Άννη και η αδελφή Ιωάννα με τα πολλά παιδιά. Η Άννη όμως με ξεγέλασε φεύγει και τώρα…
Όσο και να με πίεσε δεν μίλησα καθόλου. Εκείνο το βράδυ έμεινα ξάγρυπνη να την κοιτάζω και αναρωτιόμουν πια θα ήταν η νέα μου αδελφή που θα μοιραζόμουν το δωμάτιο και την καρδιά μου μαζί της. Δεν ήξερα αν ήθελα άλλη ή αν ήθελα να έμενα μόνη. Οι μέρες πέρασαν αρκετά γρήγορα σαν το νερό. Στολίσαμε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, φτιάξαμε το Χριστουγεννιάτικο γλυκό, τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες. Το σπίτι μύρισε γιορτινά, ζεστάθηκε με το τζάκι και με τα γέλια των παιδιών. Μόνο στην δική μου καρδιά επικρατούσε ακόμη η παγωνιά.
Ξημέρωσε επιτέλους Χριστούγεννα για όλους εκτός από εμένα. Εγώ απλά ευχόμουν όλες εκείνες τις μέρες να γινότανε κάτι και ο χρόνος να έσπαγε το πόδι του. Να μην μπορούσε να διασχίσει ανάμεσα στις ώρες για να αλλάξει τις ημερομηνίες του μεγάλου ημερολογίου που βρισκόταν στον τοίχο. Τίποτα δεν έκανε. Ούτε μια προσπάθεια, το αντίθετο. Περπάτησε γοργά, γοργά λες και βιαζότανε.
Το πρωινό μετά την εκκλησία είχε περάσει ήρεμα λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Το μεσημέρι φάγαμε την μεγάλη γαλοπούλα που έψησε η μαμά Ισμήνη και φάγαμε από τα γλυκά της μαμάς Αντιγόνης. Η μαμά Μαρία μας διάβαζε Χριστουγεννιάτικες ιστορίες δίπλα στο τζάκι. Έξω χιόνιζε και εγώ παρακαλούσα το αυτοκίνητο που θα ερχότανε για την Άννη να βούλιαζε μέσα στο χιόνι ή να έμενε από λάστιχο. Τις σκέψεις μου, μου τις χάλασε η Άννη με μια βαλίτσα στο χέρι.
«Ιωάννα έχω να σου πω ένα μεγάλο μυστικό».
Γύρισα και την κοίταξα με μάτια κλαμένα και χωρίς δεύτερη κουβέντα εξαφανίστηκα στο δωμάτιο μου. Ήξερε, ήξερε και δεν μίλησε. Δεν μπήκε στον κόπο να με ακολουθήσει. Αποχαιρέτησε όλα τα παιδιά ένα προς ένα και με δάκρυα στα μάτια έδωσε το γράμμα που είχε γράψει για μένα στην μαμά Ισμήνη.
«Πες της να μην μου κρατήσει κακία. Πάντα ήθελα μια οικογένεια διαφορετική από την δική μας. Πάντα ήθελα ένα μπαμπά».
«Το ξέρω κοριτσάκι μου, να πας στο καλό και για ό,τι χρειαστείς εμείς είμαστε εδώ. Η πόρτα μας θα είναι πάντα ανοικτή για σένα».
Η Άννη άνοιξε την μεγάλη πόρτα. Την είδα να γυρίζει με μάτια γεμάτα δάκρυα και να μου στέλνει φιλί από μακριά. Δεν άντεξα και έτρεξα στην αγκαλιά της.
«Θα γίνεις λοιπόν και εσύ η Άννη της καρδιάς. Μην με ξεχάσεις να ξανάρθεις μ’ ακούς, να ξανάρθεις».
Για είκοσι ολόκληρα χρόνια η Άννη εξαφανίστηκε δεν έγραψε, δεν πήρε τηλέφωνο. Δεν την έψαξα μιας και η μαμά Ισμήνη μου είπε πως ζει ευτυχισμένη και θα ήταν καλύτερα να μην της αναστατώνουμε την καινούργια της ζωή. Το σεβάστηκα με πόνο καρδιάς. Αν και δύο χρόνια αργότερα βρέθηκε ένα ζευγάρι που ήθελε να με πάρει στο σπίτι τους αρνήθηκα. Ήθελα να μείνω εδώ για την μαμά Ισμήνη και για την Άννη. Πάντα βαθιά μέσα μου πίστευα πως η Άννη θα γυρνούσε έστω και για καλημέρα.
Είκοσι χρόνια αργότερα η ΄Αννη βρέθηκε στο κατώφλι του μεγάλου σπιτιού. Ήταν Χριστούγεννα. Την ίδια ώρα που είχε φύγει κάποτε, την ίδια ώρα η Άννη μου, κτύπησε την πόρτα μας. Αλλάξαμε και οι δυό μας αρκετά από τότε. Εγώ έγινα υπεύθυνη του μεγάλου σπιτιού. Η μαμά Μαρία με την μαμά Αντιγόνη μας άφησαν για το μεγάλο τους ταξίδι και η μαμά Ισμήνη έγινε η γιαγιά των παιδιών μου. Κράτησα το μεγάλο σπίτι με τα παιδιά σε μια προσπάθεια μου να κρατηθώ από αυτά αλλά και για να μπορέσει να με ξαναβρεί η ΄Αννη.
Εκείνα τα Χριστούγεννα όπως και κάθε Χριστούγεννα από τότε η Άννη σαν καλή νονά και νεράιδα ερχόταν γεμάτη δώρα για μένα, για την γιαγιά Ισμήνη και για τα παιδιά. Ήταν ο δικός μας Αϊ Βασίλης.
Τα Χριστούγεννα μου ομόρφυναν με την παρουσία της Άννης στην ζωή μου ξανά.





Σταυρός (του Γιώργου Βόμπρα)

Τού ίδιου δρόμου εραστές Σε κάτι βραδιές...ανέραστες Στο φως μιας λάμπας πού φωτά... Και τα φεγγάρια μένουν...βουβά Βουβός κι εσύ...μά φωτεινός ψάχνεις αγάπη...παντοτινός.. Δρόμοι ανοίχτηκαν πολλοί... μα ήταν κι οι Σταυροί...βαριοί Ένα φεγγάρι σού φωτά... Σταυροί...νυχτιές..στο πουθενά...

Γιώργος Βόμπρας