Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

Το θηρίο (της Έλενας Κορινιώτη)


Το θηρίο δεν άλλαζε ποτέ μορφή. Κι αν το φαντάζεσαι πανάσχημο με γλοιώδες δέρμα, σουβλερά δόντια και γαμψά νύχια γελιέσαι. Είχε λαιμό, χέρια, πόδια, χαμόγελο. Ήταν ακριβώς όπως εσύ. Ίσως το μόνο που πρόδιδε την θηριώδη υπόσταση του, ήταν το βλέμμα του. Άρρωστο κοίταγμα που διψούσε για αιματοχυσία και τρόμο. Το θηρίο πέρα από τη πληθώρα των κεκτημένων του, κατείχε και το ρόλο του πατέρα.

Το θηρίο δρούσε στα μουλωχτά, έχοντας συνένοχο τη σιωπή. Εκείνη που δημιουργούσε με τις πατρικές παλάμες του. Τις τοποθετούσε σαν φράγμα στα ματωμένα χείλη του γιου του, βουβαίνοντας το κλάμα του. Το θηρίο μπορούσε να τσαλακώσει τη σιγή με λεκτικές απειλές. «Αν το πεις πουθενά θα σε σκοτώσω!» ψέλλιζε. Ύστερα ξερίζωνε ηδονικά, ολάκερη την αθωότητα από τη σάρκα του θύματος. Με τις ευλογίες της σιωπής.


Όταν ξημέρωνε κι οι φωνές πλήθαιναν, χανόταν μέσα στο στρόβιλο τους. Γινόταν ο γνώριμος θαμώνας του καφενείου, ο ταχυδρόμος του χωριού, ο κύριος στη στάση του λεωφορείου, ο συμπαθητικός παππούς στην ουρά της τράπεζας. Στο πέρασμα του, επάνω στα γέλια και στα καλαμπούρια στριμωχνόταν ένας ένοχος ψίθυρος «Ακούγεται πως κακοποιεί τα παιδιά του». Το θηρίο μετατρεπόταν σε θρύλος για λάτρεις ιστοριών τρόμου. Οι γνώστες αναπαρήγαγαν τα ειδεχθή γεγονότα με περίσσιο στόμφο καθώς οι ακροατές μασούλαγαν λαίμαργα τα νύχια τους από την αγωνία. Στο επίλογο, εκτόξευαν κάνα δύο μουχλιασμένα αποφθέγματα, του τύπου  ¨κάθε σπιτικό έχει τα βάσανα του¨. Οι θόρυβοι σκέπαζαν τις φήμες κι οι τρίτοι κοιμόταν μ’ αστραφτερές συνειδήσεις. Μάλιστα ένιωθαν λυτρωμένοι που δεν άρπαξε φωτιά η γούνα τους. Όσο για το θύμα όποτε το συναντούσαν απέφευγαν να το κοιτάξουν στα μάτια. Του έτριβαν στη μούρη την απάνθρωπη αδιαφορία τους, με τι άλλο βέβαια; Με περίσσια σιγή.


Αυτή η εκκωφαντική ησυχία του τρυπούσε το μυαλό. Δεν την άντεχε άλλο. Τόσα χρόνια βαστούσε με νύχια και με δόντια το στόμα του κλειστό, μα ήρθε η στιγμή ν’ αντιδράσει. Να τη διαλύσει στη σκέψη πως τα μικρότερα αδέρφια του θα βιώσουν τον ίδιο εφιάλτη. Έψαξε μια δυνατή κραυγή. Να κάνει κρότο. Να ουρλιάξει. Να ξεσκίσει αυτή τη γαμημένη σιγαλιά. Και τα κατάφερε. Αρκούσε η κάννη ενός όπλου κι ένα τρεμάμενο δάχτυλο μπροστά απ’ τη σκανδάλη. Κι ύστερα.. ¨ΜΠΑΜ¨.  Αυτή η βροντή ήχησε τόσο δυνατά στο μυαλό του, κόντεψε να τον γκρεμίσει. Ήταν βροντή λύτρωσης.


Το θηρίο κείτονταν στην άσφαλτο νεκρό. Πλάι στα νεκρά όνειρα των παιδιών του. Πλάι στις ξεχαρβαλωμένες αρωγές της πολιτείας που ποτέ δε βρήκαν τη διεύθυνση του σπιτιού τους. Πλάι στη πληθώρα των γιατί. Πλάι στο μουδιασμένο σώμα του πατροκτόνου.


Άξιζε στ’ αλήθεια να φορτωθεί αυτό το έγκλημα παίρνοντας τη δικαιοσύνη στα χέρια του; Ξεκάθαρα όχι. Επήλθε η γαλήνη; Ξεκάθαρα όχι. Λέρωσε τα χέρια του μ’ αίμα, κουβαλώντας το κρίμα μιας δολοφονίας. Κι αυτό δεν του άξιζε, ξεκάθαρα όχι.


Κατά τη μεταφορά του πατροκτόνου στον ανακριτή συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου στο προαύλιο. Άνθρωποι γνωστοί και άγνωστοι. Παρ’ ότι ζαλισμένος κατάφερε και διέκρινε κι εκείνους με τα αδιάφορα βλέμματα που γνώριζαν εξ αρχής τα πάντα. Αναρωτήθηκε γιατί βρισκόταν εκεί. Μήπως για να τον χλευάσουν; Να τον αποδοκιμάσουν; Να τον ξυλοφορτώσουν; Μήπως για να τον κοιτάξουν ξανά με τη γνώριμη απάθεια τους; Η απάντηση δόθηκε σχεδόν αμέσως. Βρισκόταν εκεί από τύψεις. Ήθελαν μονάχα να του θρυμματίσουν  τη συμφωνία της σιωπής. Εκείνη που δεν τόλμησαν να χαρακώσουν πριν χρόνια. Έστω κι ετεροχρονισμένα. Για πρώτη φορά. Με χειροκροτήματα.


Το θηρίο πέθανε μια φορά. Με τη σφαίρα να του τρυπάει το στέρνο. Ο φονιάς κουβαλάει εκατομμύρια θανάτους στη μνήμη του. Πέθαινε ξανά και ξανά για χρόνια. Κι ίσως πεθάνει ξανά, από τύψεις. Μιας και δεν ήταν εγκληματίας. Ήταν μονάχα ένα παιδί. Ένα παιδί που μπλέχτηκε στον ιστό της ένοχης σιγής.


Έλενα Κορινιώτη