Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Το κίνημα... (του Γιώργου Βομπρα)

 



Μιά Κυριακή πρωτοστάτησε

 κι άκληρη επαναστάτησε 

Τις άλλες μέρες κράτησε 

κι αυτές εμοιροστράτησε 


Δευτέρα εσύ πού 'σαι κοντά 

σ' εμέ σιμά ξεροσταλιά 

Βάλε σκαμνί να κατεβώ 

σ' εσέ να θέσω  αρχεμώ 


Τρίτη μην έχεις γκαντεμιά 

θέσε εσύ ξερολιθιά 

Θεμέλια άγιαζε συχνά 

εχθρών τα βλέμματα αχνά 


Κι εσύ Τετάρτη μες την μεσ' 

στρώσε τραπέζ' και μέθυσε 

Την Πέμπτη βρες και κέρασε 

εσύ δεν ζείς κι αυτή γέρασε 


Παρασκευής το γνέσιμο 

να είν' ζωής διαθέσιμο 

Σαββάτο εσύ μού 'σαι βραχνάς 

να θες πάντα να με ξυπνάς 


Στο χέρι εγώ σας εκρατώ 

το δείλι μου σάς αμολώ 

Εργόχειρο βδομάδας ξεκινά

στης σχόλης μου το Κίνημα 


Γιώργος Βόμπρας

ΠΑΡΑΝΟΙΑ (της Άννας Πατσου)



Πού είσαι;

Δεν αντέχω αυτή τη σιωπή

Νύχτωσε.. ξημέρωσε..

δεν βλέπω, δεν έχω αίσθηση.

Μα πού είσαι;

έντεκα και είκοσι..

τέσσερις και μισή..

οχτώ και τέταρτo..

Tί ώρα είναι;

Τί δείχνουν οι δείκτες;

Τί λέει ο χρόνος;

Πού κρύφτηκε ο πόνος;

Γιατί κλαίει η σιωπή;

Πού είσαι;

Δεν σε μυρίζω..

Δεν σε αγγίζω..

Δεν σε βρίσκω πουθενά.

Πού στον διάολο είσαι;

Σέρνομαι θλιμμένη,

μεθυσμένη η λογική μου

ξερνάει αναμνήσεις,

χύνει παράπονα,

το δάκρυ στα πατώματα,

κουλουριάζομαι..

κι ύστερα

σαν φοβισμένο βρέφος μαζεύομαι.

Κόκκινη λίμνη μ’ αγκαλιάζει,

το κρασί χύθηκε,

μα τα χέρια μου αίματα στάζουν

και τα δάκρυα μου πέφτουν κόκκινα

σαν πυγολαμπίδες της φωτιάς.

Όχι! Δεν πέθανα ακόμα,

ούτε κι έχω παραισθήσεις.

Πάλι ήπια, λίγο, λίγο μόνο

για να ξεχάσω.

Να μην σκέφτομαι,

μα ακόμα… δεν πέθανα,

σε περιμένω..

Μα πού είσαι;

Λιώνει το σώμα μου,

ματώνει η καρδιά μου,

πνίγεται η ψυχή μου

κι αυτά τα σκουλήκια..

ποτέ δεν ήθελα να με πλησιάσουν.

Βρωμάνε... φοβάμαι..

μην τα αφήσεις..

πάρ’ τα από πάνω μου,

τρέμω... φοβάμαι…

Πού είσαι;

Μη…

Μην κλείνετε το φως..

Σκοτάδι..

Έχει τόση ησυχία εδώ πέρα.

Έρχεσαι;

Δεν βλέπω τίποτα..

Δεν ακούω τίποτα..

Δεν νοιώθω τίποτα..

Τίποτα… Τίποτα..

Τίποτα... σου λέω.

Μα πού στο διάολο είσαι;

Πού στο διάολο χάθηκα πάλι, μου λες;

φόβοι.. Σιωπές.. Ενοχές..

Πέθανα.. Μάλλον.. Προχθές!..

ή ίσως αύριο…

δεν ξέρω…

θα μάθω….

μα πότε;…


Άννα Πατσου

(Ποιεί ο Έρωτας, εκδόσεις Άλλωστε)

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Το μικρό λούτρινο αρκουδάκι. (της Γεωργίας Λαμπαρα Τριανταφύλλου)

 



Είχες ποτέ ένα μικρό λούτρινο κουκλάκι; Φθαρμένο από σφιχτές αγκαλιές και ζωηρό παιχνίδι; Να σε συντροφεύει στα ταξίδια του μυαλού και η φαντασία σου να σε έχει πείσει πως είναι αληθινό και σε ακούει καλύτερα κι από άνθρωπο; 


Μα ήταν αληθινό! Ένα κομμάτι της παιδικής γενναιόδωρης ψυχής σου εγκαταστάθηκε μέσα του και του έδωσε πνοή. Οχι. Δεν αισθάνθηκες ως Θεός που δημιούργησε κάτι. Αυτά είναι ματαιοδοξίες των μεγάλων. Εσύ είχες απλά έναν φίλο. Είτε ήσουν μαμά του, νονά του, αδερφή του, φίλη του ήταν μοναδικό. Είχε το δικό του όνομα.Τι κι αν άλλαζες τη φωνή σου για να του δώσεις μιλιά. Είχε τα δικά του αισθήματα. 


Όταν μεγάλωσες πια και το βρήκες καταχωνιασμένο και μονάχο, δε σου θύμωσε. Σου χαμογέλασε σαν να ήταν μόλις χτες που παίζατε εκείνο το κρυφτό που αφήσατε στη μέση. Έτσι νόμιζε όταν το έβαλες σ’ εκείνη την ντουλάπα, μεγάλη πια για αρκουδάκια. Ευτυχώς δεν ήξερε να μετρά τον χρόνο. Ούτε καν πρόσεξε πως έχεις μεγαλώσει πια. Για εκείνο είσαι πάντα παιδί. Εσύ του έκανες αυτό το δώρο, όταν, μαζί του, κλείδωσες στην ντουλάπα όλη σου την παιδικότητα. Την άφησες να ζει μέσα στο μικρό σου λούτρινο αρκουδάκι. 


Τώρα, όπως σε κοιτάζει με αυτά τα ακίνητα ματάκια, όλα ζωντανεύουν μπροστά σου, μέσα σου. Εκείνο σε προστάτευσε τις δύσκολες στιγμές που οι μεγάλοι σε απέκλειαν, σε μάλωναν, σε αγνοούσαν ή τσακώνονταν. Εκείνο μοιράστηκε μαζί σου τα δάκρυα και τα δέχτηκε πάνω του σαν τη βροχή που πότιζε την ανύπαρκτη ψυχούλα του. Μα ήταν κι οι χαρές! Ενθουσιαζόταν όταν του έλεγες τα ευχάριστα και το έσφιγγες στην αγκαλιά σου τόσο, που αν ήταν αληθινό θα σου φώναζε “Σιγά! Θα με σκάσεις!”. Μα δε διαμαρτυρήθηκε ποτέ. Ήταν υπερήφανο για σένα. Θα ορκιζόσουν πως, σε τέτοιες στιγμές, τα μάτια του έλαμπαν λίγο παραπάνω και το χαμόγελό του γινόταν λίγο πιο πλατύ. 


Σου πήρε χρόνια, μα τώρα που το αντίκρισες ξανά, μια αγκαλιά έφτασε να σε ξανασυστήσει στο παιδί που ήσουν κάποτε. Συνειδητοποίησες με δέος – αν και ρεαλίστρια πια – ότι όσα ένιωθε το αρκουδάκι σου ήταν όσα εσύ ένιωθες ή είχες ανάγκη να νιώσεις. Κοίταξες τα αυτάκια του και το ένα είχε ξηλωθεί λίγο, όπως ξηλώθηκε η καρδιά σου με το χωρισμό των γονιών σου. Η μύτη του είχε φαγωθεί από την τριβή και δε θα ξαναμύριζε τα κουλουράκια της γιαγιάς σου, που τα έφτιαχνε με τόση αγάπη! Τα χεράκια και τα ποδαράκια του είχαν λεπτύνει στις κλειδώσεις από τις πολλές αγκαλιές. “Αυτό κάνει η αγάπη!” σκέφτηκες. “Μας διαμορφώνει και εκλεπτύνει τις κινήσεις μας”. 


Χάιδεψες στοργικά την κοιλιά σου. “Σου έχω μια έκπληξη!” του είπες και το ακούμπησες απαλά πάνω στον ερχόμενο μελλοντικό του φίλο. Ένα δάκρυ συγκίνησης κύλησε κι έπεσε πάνω του. Το αρκουδάκι σου πήρε ξανά πνοή. Τι κι αν ήταν φθαρμένο, πολλές αγκαλιές και πολλά παιχνίδια το περίμεναν ακόμα. Η φθορά του ήταν η ιστορία του και η ζωή σου. Το πιο αγνό κομμάτι του εαυτού σου ζούσε ακόμη μέσα του. Η καλύτερη κληρονομιά για το παιδί σου.


Γεωργία Λαμπαρα Τριανταφύλλου

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΟΥ (της Αρετής Γουργιωτου)



Μα πού το βρήκες;

Πού βρήκες το χαμένο γάντι μου;

Πού βρήκες τις λιγοστές σταλαγματιές 

πάνω στο γκρίζο αδιάβροχό μου;

Πού τις λέξεις που παλεύω ν αναστήσω, 

τις λιγοστές και μουσκεμένες, 

μέσα στα νύκτια χνάρια των πλήκτρων;

Και πού το ρόδο τούτο το άλικο 

μέσα στης ασφάλτου την ραγισματιά ;


Νόμιζα  πως τα είχα δια παντός  απωλέσει, 

ότι τα είχε ξεπλύνει η χινοπωρινή μπόρα,

του Οκτώβρη το ιαματικό πρωτοβρόχι.

Κι όμως να!

Εδώ το γάντι μου, εδώ κι οι λέξεις μου,

έστω κι αν στάζουν του Ανθρώπου τα δάκρυα.

Τις σκουπίζω, τις στεγνώνω  τις παραμυθώ.

Οφείλουν για πολλά να μιλήσουν ακόμη.

Δεν τέλεψαν το Χρέος τους.


Το ξέρουμε δα πως οι λέξεις πεταλούδες είναι 

που χορογραφούν της καρδιάς τα μιλήματα 

και με συν-χορευτή την γραφίδα 

στην άκρα της πέννας στροβιλίζονται.

Οι λέξεις μου είναι σπαρμένες μέσα στον Χρόνο 

και τους τόπους της Πατρίδας μας αξεδιάλυτα.

Από του Ομήρου την πέτρα και τ' ακρόγιαλο 

ροβολούν ατόφιες  στις κατεβασιές του Καιρού

κι ανταμώνουν το Σήμερα.


Έρωτας είναι οι λέξεις, της ψυχής σαϊτέματα!


Αρετή Γουργιωτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ





" ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΕΣ "

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ..ΜΕ ΕΝΑ...ΣΥΝΝΕΦΟ (της Εύας Μαζοκοπακη)

 

Στο σύννεφο που απλώνει το απέραντο γκρίζο του

μιά ευχή στέλνω στα περβάζια του γείσου του.

Στο σύννεφο που αρπάζει το χρώμα των όρκων μα

μια προσευχή ζύμωσα στη λεκάνη των πόθων μας.

Στο σύννεφο που σκορπίζει τα σκούρα του χρώματα

μιά ελπίδα τεντώνω στου ουρανού τα αετώματα.

Στο σύννεφο που διανύει χιλιάδες αέρινα μέτρα

στους φίλους μου μήνυσα να απλώσει φαρέτρα,

να τους δώσει πίσω τα χαμένα της αγάπης τους όνειρα

να αρπάξει με βία των ψυχών τους τα φόβητρα.


Εύα Μαζοκοπακη