Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

~Κάτω τα χέρια~ (της Μάρθας Καναρη)

 



Μην μου μιλάτε για πατρίδες πουλημένες

και για ναυάγια θαμμένων πειρατών.

Εδω είναι ο τόπος των ανθρώπων που αγαπούνε!

Εδώ είναι ο τόπος των χαμένων  ποιητών!


Κάτω τα χέρια σας απ' ότι αγαπάω!

Θέλω ελεύθερος στον κόσμο μου να ζω.

Κάτω τα χέρια σας αφήστε με μονάχο!

Μην μου λερώνετε το όνειρο αυτό...( ρ) 


Μη μου μιλάτε για γραβάτες και κυρίους,

που δεν αγάπησαν ποτέ αληθινά!

Που ξεπουλήσαν στο παζάρι τη ψυχή τους

και  καταφέρανε να ζουν με δανεικά !


Κάτω τα χέρια σας απ ότι αγαπάω!

Είναι δικό μου και το πλήρωσ' ακριβά!

Ετσι όπως ξέρουν να πληρώνουν οι αλήτες,

καθώς πεθαίνουν στην αλάνα μια βραδιά... (ρ)

Μάρθα Καναρη

Χέρι με χέρι (της Νάνσυ Μπασδέκη)



Βαθύ σκοτάδι απλώθηκε

ουδόλως με τρομάζει

το χέρι σου ν'αγγίζω


σπειροειδείς φιγούρες 

πολύχρωμοι σηματοδότες

διάδρομο ανοίγουν φωτεινό

μια σκέψη πλανάται μονάχα


απλώχερα 

το χάδι σου να νιώσω

το τέρας που ξεπήδησε

να φοβηθεί


η ασχήμια δειλιά

στης ωραιότητας το σφρίγος


μη  σταματάς να με αγγίζεις

χέρι με χέρι 

τρομοκρατώντας 

τους οιωνούς που στην αυλή ξαπόστασαν

το γέλιο να μαράνουν


δέξου το ροζ φιλί 

πυρ

τον πάγο στα φτερά να λιώσει

να πλατσουρίσουν στης ηδονής τον λάκο

της νιότης δροσοστάλες


άνεμος άγριος πλησίασε

ποδοβολώντας

την όραση έσβησα

κλείδωσα την ακοή

στη  συμφορά ουδέποτε ευαρεστήθην


το τρένο της φυγής εχάθη

σ'έναν σταθμό

ερείπιο αναπαλαιωμένο

ξεμείναμε 

κάτω από υπόστεγο υγρό

το φως να τρεμοπαίζει


μη σταματάς να με αγγίζεις

το σκότος θα διαλυθεί

χέρι με χέρι

 

Νάνσυ Μπασδέκη                                                

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

ΕΤΣΙ Η ΑΡΕΤΗ ΑΝΘΙΖΕ (του Θωμά Θύμιου)



Στα άγουρα παιδικά μου, με μάλωσε o πατέρας.

Το ροζ πρόσωπό, γέμισε κόκκινες παπαρούνες.

Δε μιλούσα, σαν πουλί στα ματιά τον κοιτούσα.

Στο καυτό μάγουλο, κύλησαν ρυάκια τα δάκρυα.


Πόνεσε. Μου χάιδεψε τα μαλλιά. Άναψε τσιγάρο.

Έτρεξα στο περιβόλι, εκεί η μάνα, κάθισα στη χλόη.

Αμήχανα με ένα κλαδάκι έσκαψα ένα μικρό χαντάκι,

σαν να έθαβα τον θυμό και τα δικά μου ανόητα λάθη.


Θυμάμαι στο σχολείο σκληρά με μάλωσε ο δάσκαλος,

στην έκθεση έγραψα: «Είμαστε φτωχοί, η χαρά μας λείπει.

Στο λουλουδένιο χαμόγελο της μάνας μου κρύβεται καημός.

Πλέει στο νερόγαλο το πίτουρο της μπομπότας, με πνίγει…»


Μου έσκισε την σελίδα, πολύ πόνεσα, δεν δάκρυσα.

Δεν πήγα πια στη φωλιά, στο περιβόλι, για νέο χαντάκι,

να σκεπάσω την αλήθεια, στη μάνα μου την Αγιά το είπα.

Ο πατέρας χαμογέλασε, με φίλησε. Ζυμώθηκε η αρετή.


Παιδί μου είσαι μικρός να καταλάβεις αυτό το σύστημα.

Έτρεχα κυνηγώντας να πιάσω μια πυγολαμπίδα. Όνειρα .

Απόψε το φεγγάρι στα μάτια μου, ράντιζε αστέρια.


Θωμάς Θύμιος

Και γινόμουν ένα με Σένα (της Θέμις Ταταρη Μπιλληρη)



Στο ξωκλήσι της ερημοτοπιάς

Το αγκαλιασμένο στων κυπαρισσιών

«τα Κύριε ελέησον»

Και μπροστά σ’ ένα κεράκι που τρεμόσβηνε

Στην ξεθωριασμένη μορφή ενός ξεχασμένου άγιου

Γονάτισα

Και με μια χούφτα ταπεινά κυκλάμινα

-καθ’ ένα και μια μετάνοια-

Προσευχήθηκα


Και καθώς Σ’ ένοιωθα ψηλά,

μ’ ανέβαζες ως τα’ άστρα

Και καθώς Σ’ ένοιωθα δίπλα μου

Διαπερνούσες λειτουργικά εντός μου

Και γινόμουν ένα

Με Σένα…


Θέμις Ταταρη Μπιλληρη

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ (της Αναστασίας Πελεκάνου)

 



Απόψε είπα να πνίξω τα όρια.

Να μην πειθαρχήσω το κορμί

ούτε το νου.

Να βγω απο την καταραμένη ασφάλεια

που με καθηλώνει στον τρύπιο δισταγμό,

της άμοιρης μνήμης

και της αόρατης καταδίκης.

Θα κλείσω τη συνήθεια,

στον τραπεζικό μου λογαριασμό

και θα βγάλω πάνω στο τραπέζι

όλα τα ελαττώματα μου.

θα κόψω το καλώδιο του τηλεφώνου

κανείς να μη με γυρέψει.

Οι γνώμες κάηκαν,

απο την ατελείωτη χρήση.

Τη θλίψη και τις ενοχές θα βράσω,

κάνοντας τα κατακάθια κερί

σε καλούπι πεταλούδας ξύλινο.

Ξόρκι, θα το ονομάσω

να με βρουν σκιές στην φωτιά

που θα παραλύουν τις αισθήσεις μου.

Δεν με δίδαξαν βλέπετε

μόνη μου να ζω,

παρά να έχω βότσαλα στις τσέπες 

και να τα πετάω στις θάλασσες του κόσμου,

με ανίατη τρυφερότητα.


Αναστασία Πελεκανου