Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Πέμπτη 14 Μαΐου 2020
ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ 'ΡΘΕΙΣ (της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)
Αν είναι να ‘ρθεις,
διάλεξε ένα σούρουπο γυμνό.
Απ’ αυτά που μετοικούν άστεγα μέσα στο βλέμμα.
Απ’ αυτά που δεν περιμένουν πια νύχτα
με ανθρωπιστική βοήθεια.
Που πάνω τους έχει φυλλώσει ένα κορμί χωρίς ψυχή,
ισχνό, σακατεμένο.
Σαν γερασμένη πόρνη
που καραδοκεί πίσω από του έρωτα σπασμό
να φυγαδεύσει τα αγοραία της σκοτάδια.
Αν είναι να ‘ρθεις,
μη φέρεις δώρα.
Το φθινόπωρο ήρθε φορτωμένο με τις ζωές που δεν έζησα.
Γέμισε το δωμάτιο με θανάσιμα παιχνίδια της μνήμης
που μπήγονται σε κάθε κύτταρο μου.
Δώρα είναι κι αυτά. Δώρα με μυτερές απολήξεις
που διαπερνούν τα εύθραυστα στεγανά μου
και τα σκίζουν, μαζί με το χαρτί περιτυλίγματος.
Αν είναι να ‘ρθεις,
μην πεις κουβέντες των ζωντανών.
Μην ρωτήσεις,
αν η σιωπή που κάθεται αντίκρυ μου είναι ο
συνωμότης εραστής.
Αν οι ανάσες που σφυροκοπούν τα χείλια μου είναι οι
ενάντιες ηδονές, μην ρωτήσεις.
Έμαθα πια στην αδράνεια της απόγνωσης.
Έμαθα στο αποτρόπαιο της αγρύπνιας
με τις αιφνίδιες καρατομήσεις των στιγμών.
Να ζω χωρίς εμένα έμαθα πια.
Με μιαν αλλόφρονη πολυκοσμία από νοτισμένες μνήμες, συμβιώνουν τώρα οι υγρασίες μου στα μεσάνυχτα της σιγής.
Μην με δραπετεύεις πάλι στις ξερές υποσχέσεις του χαμού.
Αν είναι να ‘ρθεις,
έλα σαν γδούπος μιας συναλλαγής
που απόμεινε σ’ ένα κλειστό γκισέ,
εξόφληση αφερέγγυα να τυραννάει.
Μην αλλάξεις.
Έτσι, σαν ιδρωμένο χρεόγραφο στην τσέπη να ‘ρθεις.
Σαν το πλαστό χρεόγραφο που ικετεύει απ’ την αλήθεια
το συχώριο.
Έτσι να μπεις.
Αν είναι να ‘ρθεις,
έλα σαν υπογραφή από τα λάθη της αλλοιωμένη.
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου
Στίχων γέννηση (της Φωτεινής Ψιρολιολιου)
Λίγες σταγόνες απ' του ουρανού την έκρηξη
Ένα κουμπί που γλιστρά από κολάρα ασφυκτικά
Μια μετατόπιση μοιρών από το κοινό αλφάδιασμα
Νότα που φάλτσαρε σε αυστηρή οκτάβα
Μια λέξη ξώστρατη απ τον κομπασμο της τελειότητας
Οίστρος ερεθισμένος σε λιβάδι μακαρίων
Βοριάς που ξεσηκώνει παρτιτούρες και ποδόγυρους
Τα βάζει μέ άδικες ισοτιμίες και οφθαλμαπάτες
Σκέψη που ανέστια έμεινε,
κεντώντας το ξεχειλωμένο ήθος.
Βότσαλο μαύρο, στην παντοκρατορία της χρυσής ακτής
Τραγούδι λυγμικό, στο βάναυσο της εποχής
Φλέβα που θα φουσκώνει, θα πονάει
θα είναι η γέννεση των στίχων.
Θα είναι φως ή πάταγος των ήχων σε
ολοστρόγγυλη, ασφυκτική αυλή.
Φωτεινή Ψιρολιολιου
Τετάρτη 13 Μαΐου 2020
Όλα γύρω μου, μοιάζουν να νοσούν (της Μαρίας Μαραγκού)
Συναισθήματα που χαροπαλεύουν, σε έναν κόσμο που το μόνο που έχει πλέον αξία είναι η ύλη και η εικόνα. Όλα για την ευημερία και τίποτα για την ξηλωμένη μας καρδιά. Πτώχευσε βλέπεις και την αφήσαμε στην άκρη ξεχασμένη καθώς δεν είχαμε άλλο κέρδος από εκείνη πια. Όλα νοσούν μα όχι τώρα ξαφνικά. Πάει πολύς καιρός που εθελοτυφλούσαμε όλοι, γιατί ήταν πάντοτε πιο εύκολο να αρνείσαι να δεις την αλήθεια κατάματα. Ήταν πιο βολικό να ζεις με αυταπάτες ή ακόμα χειρότερα να ξέρεις πως η ζωή είναι ένας κύκλος που κάποτε θα κλείσει κι εσύ να επιλέγεις να βλέπεις μια ευθεία μόνο μπροστά σου κι αυτή δίχως τέλος.
Και κλείστηκες τώρα στο χρυσό σου το κλουβί πιστεύοντας πως θα σε σώσει, μα αυτό που δεν καταλαβαίνεις ακόμα, είναι πως δεν παύει ένα κλουβί μονάχα να ‘ναι. Ένα ψυχρό, άδειο, αλλά χρυσό κατά τα άλλα κλουβί. Κι αναρωτιέσαι τι σου φταίει. Πώς θες να μοιάζει αλήθεια με φωλιά, όταν η ψυχή σου είναι ανύπαρκτη εκεί μέσα και πώς να σε κρατήσει;
Και ξαφνικά νιώθεις φυλακισμένος σε μια άδεια…αλλά ταυτόχρονα γεμάτη ζωή. Γεμάτη από άχρηστα αντικείμενα μα άδεια από ατόφια συναισθήματα, από συνοδοιπόρους, από αγάπη αληθινή, από φιλίες άδολες. Άδεια από πίστη σε καθετί που έχει τη δύναμη να σε αναγάγει σε άνθρωπο, άδεια από ψυχή κι από αλήθειες.
Όλα εικονικά, όλα πρόσκαιρα, κενά και μάταια. Έτσι ζούσες μέχρι σήμερα. Έτσι ζούσαμε οι περισσότεροι, μη γελιέσαι.
Μαρία Μαραγκού
Πρώτη ανάρτηση στο "Μεταξύ μας"
Μη μ' αγαπάς, σου έφυγα. (της Έλενας Κορινιωτη)
Μη μ’ αγαπάς.
Αν είναι να μου κρατάς
το χέρι με ατονία και δισταγμό.
Αν στον πρώτο κρότο
λιγοψυχήσεις και μου τ’ αφήσεις.
Στην αγάπη τα δάχτυλα
δένονται σφιχτά.
Οι παλάμες
εφάπτονται ιδανικά.
Μη μ’ αγαπάς.
Αν δεν το νιώθεις
να μη το ξεστομίζεις.
Και μη μου το γράφεις
σε άψυχα μηνύματα.
Κανένα αληθινό σ’ αγαπώ
δεν φτιάχτηκε με πλήκτρα.
Με πράξεις να το χτίσεις.
Δεν θέλω λέξη να ηχήσει.
Ζωγράφισε μου
θεόρατα χαμόγελα.
Και μάτια λαμπερά,
σαν φωτάκια αναμμένα.
Με ανάσες θερμές
και παθιασμένες.
Να φλέγομαι από πόθο
κι όχι από πόνο.
Μη μ’ αγαπάς.
Σε κουβάλησα στα χέρια μου.
Μαζί με τις φουρτούνες σου.
Καρπώθηκα ως και
τις μαυρίλες σου.
Κι έγινα ένα φορτίο
που σέρνει έγνοιες.
Δικές σου, δικές μου,
της «αγάπης» μας.
Ούτε άνθρωπος,
ούτε γυναίκα.
Δοχείο με σκόρπιες θλίψεις.
Κι αντί να πετώ,
σερνόμουν κι αγκομαχούσα.
Ώσπου δεν άντεξα
και κατεδαφίστηκα.
Δεν βαστάει μια πλάτη
την αγάπη.
Μη μ’ αγαπάς
Κι αυτή η μακρόσυρτη
μοναξιά σου, μ’ έχει γονατίσει.
Προτιμώ να μας
χωρίζουν χιλιόμετρα,
παρά δύο ανάσες
στο κρεβάτι.
Γιατί ανάμεσα
στις αποστάσεις,
μπορώ να στριμώξω
μια δικαιολογία.
Πως λείπεις, γι’ αυτό
νιώθω ένα θεόρατο κενό.
Όμως τώρα ποια
πρόφαση να χτίσω;
Που στέκουμε αντικριστά.
Κι είναι σαν να μη με βλέπεις.
Πιο αόρατη κι απ’ τα ντουβάρια
αυτού του σπιτιού,
κάνω θόρυβο μήπως
και με προσέξεις.
Μα έχεις καιρό να με κοιτάξεις.
Κι ούτε λόγος
να μ’ αφουγκραστείς.
Όταν είμαι πλάι σου,
γίνομαι πιο μόνη από ποτέ.
Μη μ' αγαπάς.
Πλέον δεν το έχω ανάγκη
Αρνούμαι να σου δώσω
τις οδηγίες χρήσεως
για να το πράξεις κατάλληλα.
Άλλωστε αυτή η συνθήκη
έρχεται αβίαστα.
Δεν παράγεται με το στανιό.
Τα αποφάγια της αγάπης σου
δεν πρόκειται να με χορτάσουν ξανά.
Ελενα Κορινιωτη
Τρίτη 12 Μαΐου 2020
Η νύχτα της μέλισσας (του Δημήτρη Ζουγκου)
Το χαμίνι πήρε δεξιά
την οδό των Φαινομένων,
έτσι νόμιζε.
Και ξεμακραίνοντας από τα γνωστά λημέρια
έφτασε στον δρόμο του Διλήμματος
και συνέχισε ευθεία, όχι για κάποιο άλλο λόγο
παρά ήταν σκεπτικό.
ab uno disce omnes?
ab uno disce omnes?
Μέχρι το βράδυ δεν συνάντησε
κάποιο αγρίμι ή άνθρωπο
ώσπου το απάντησε η πείνα
και ένιωσε τα νύχια του θηρίου.
Κι ύστερα το βρήκε το κρύο
και αισθάνθηκε τα τρομερά δόντια στην ραχοκοκκαλιά του
ab uno disce omnes?
ab uno disce omnes?
Κι έφτασε ξέπνοο σε μια απάνεμη ακτή
κι είδε στα γαλήνια νερά
το φεγγάρι να δειπνεί
ήταν δεκατριών και σε μια νύχτα
είχε τρυγήσει τη ζωή.
Δημήτρης Ζουγκος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)