Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

Το κυνήγι του πάθους (της Γεωργίας Λαμπαρα Τριανταφύλλου)



Σκαρφαλώνεις με κόπο έχοντας την ηδονή της κορύφωσης να σου σιγοκαίει το μυαλό.

Καταραμένο το πάθος σε αιώνια ένωση με την πτώση αμέσως μετά την κατάκτηση.

Μένεις να βιώνεις τη ζωή και το θάνατο σε μια συνεχή μαρτυρική εναλλαγή.

Μα όσο πρόσκαιρη είναι η αίσθηση της νίκης, άλλο τόσο εφήμερη είναι και η πτώση.

“Τίποτα δε μας ανήκει σε αυτή τη ζωή πέρα από το σαρκίο μας”.

Πόσο λανθασμένη οπτική!

Με τη σάρκα δεν εξελίσσεσαι.

Δεν αγαπάς.

Μόνο η ψυχή μας ανήκει κι ό,τι της φορτώσουμε στο δισάκι της.

Μην κυνηγάς, λοιπόν, το πάθος.

Θα έρθει αναπόφευκτα όπως η καταιγίδα το χειμώνα.

Θα σε ξεπλύνει ή θα σε λερώσει ανάλογα με τι ένδυμα θα το χρεώσεις.

Της αμαρτίας ή του έρωτα;

Της λάσπης ή του ανθώνα;

Όπως και να ‘χει θα φύγει και το τίμημα του θα το πληρώσεις ή θα το απολαύσεις.

Μην παρασυρθείς όμως από τη λάβα του και πλέξεις παραμύθια που δε θα τηρήσεις.

Δεν είναι τίμιο.

Για σένα τον ίδιο πρώτα – πρώτα.

Ποτέ μη λες “ποτέ” και “για πάντα”.

Μην ορίζεις το μέλλον με λόγια.

Η ζωή είναι πιο δυνατή από τις υποσχέσεις.

Μόνο η πράξη είναι πιο δυνατή από τη ζωή.

Σαν θάλασσα σκαλίζει το βράχο της κι αν είσαι καλλιτέχνης στις πράξεις σου, όπου περνάς θα σκορπίζεις αγάλματα να ομορφαίνει ο κόσμος.


Γεωργία Λαμπαρα Τριανταφύλλου

Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Σκορπίζεται η αγάπη; (της Ευδοξίας Γουργιώτη)


Σε ρώτησα πού πήγε όλη η αγάπη που μου είχες. 

Κι η απάντηση που έλαβα από τα χείλη σου που τόσο λάτρευα, ήταν πως σκορπίστηκε! Πώς πέταξε ξαφνικά! Πώς σου έφυγε! 

Και κάθισα να σε κοιτώ στα μάτια να δω μήπως μου κάνεις κάποιο αστείο. Μέχρι χθες ήμασταν ένα. Αυτό πίστευα, γιατί δε δέχομαι πως σου πέρασα έτσι ξαφνικά. Σίγουρα ήταν κάτι που το σκεφτόσουν καιρό.  

Εσύ ακούνητος κι αμίλητος, έψαχνες τρόπο να το σκάσεις από μένα το γρηγορότερο. Έκανες να φύγεις, μα απαίτησα να μάθω το λόγο.

Δε γίνεται να άδειασες απότομα. Η αγάπη δε φεύγει μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Δεν είναι νερό να εξατμίζεται. Συναίσθημα είναι και το πιο μεγάλο. Μα όσο και να περίμενα να μάθω την αιτία, έμεινα να σε κοιτώ όσο έφευγες με ένα νεύμα του κεφαλιού σου.

 Έτσι απλά. Δίχως τύψεις. Δίχως καν να με αποχαιρετήσεις. Δε μου άφησες κανένα περιθώριο. Έδειχνες πως η απόφαση σου ήταν αμετάκλητη.

Άντε τώρα εγώ, να μαζέψω τα σπασμένα μου κομμάτια. Να μην ξέρω γιατί έφτασα ως εδώ. Μια απάντηση να λάβω. Να μάθω το γιατί. Γιατί ξαφνικά, άλλαξε όλη μου η ζωή. 

Πώς πετάει η αγάπη; Πώς ξεαγαπάει κανείς ξαφνικά; Πώς;


Ευδοξία Γουργιωτη



                                                           

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

Άτιτλο (του Χριστάκη Χαραλάμπους)

 



Πόσες ώρες σπαταλήσαμε σε αχρείαστα ταξίδια 

σε δρόμους σκοτεινούς αναζητώντας το φως

με την αγωνία καθρεφτισμένη στο πρόσωπο μας

Πόσο χρήμα ξοδέψαμε σε εφήμερες ακολασίες

για να πνίξουμε τις αναμνήσεις μέσα μας

περιμένοντας ένα αύριο που εμείς πρέπει να χτίσουμε

Πόσα δάκρυα χύσαμε πίσω από ραγισμένες οθόνες

πάνω σε χαρτιά που πασχίζαμε να γεμίσουμε με λέξεις 

σε ένα κρεβάτι που ανέχεται το κουφάρι μας


Χριστάκης Χαραλαμπους

        

Κυριακή 22 Αυγούστου 2021

Άτιτλο (της Τζούλιας Παπα)

 


Το πράσινο της πατρίδας μου 

χάθηκε μες το μαύρο της φωτιάς...


Το γαλάζιο του ουρανού της καλύφθηκε από πυκνό καπνό...


Ο καλοκαιρινός χρυσός ήλιος της,

κόκκινος έγινε από ντροπή 

στα έργα των ανθρώπων...


Κι εγώ μια στάλα άνθρωπος 

κλαίω και θρηνώ

τα δάση που έπαιξα παιδί,

το κελάιδημα των πουλιών 

που σώπασε,

την ανάσα που μου πήραν...

 

Σκάλισα στάχτες και αποκαίδια 

λίγη ελπίδα για να βρω.

Καμμένη γη...

Κουφάρια ζώων με τη φρίκη 

και τον πόνο χαραγμένα στα αθώα πρόσωπά τους.

Δακρυσμένα μάτια και 

κόποι μιας ζωής, χαμένα...


Με χέρια καθαρά σκάλισα τη φρίκη, λίγη ελπίδα για να βρω...


Τι κι αν λερώθηκα, τι κι αν άγγιξα 

τη φρίκη του θανάτου...

Βρήκα ελπίδα στο Θεό και άναψα καντήλι...

Δε μου έμεινε τίποτε άλλο πια...


Μια προσευχή, 

θυμίαμα σ' εκείνον, 

να αναστήσει 

την πατρίδα μου ξανά 

μέσα από τις στάχτες...


Τζούλια Παπα



Photo: Giorgos Stamkos.

Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

Άτιτλο ((της Κατερίνας Ηρακλέους)



Την γη δεν την κρατούν τα πόδια της,

σηκώνεται, πέφτει,

παραπατά, 

η όραση της δεν την βοηθά,

και τα χέρια όπου αγγίξει για να στηρίξει το σώμα της καίνε και γεμίζουν στάχτη ,


η γη, 

η γη που ποτέ δεν έκλεισε τα μάτια της σε τόσους αγώνες μάχης,

που την πατούσαν οι ανδρειωμένοι για την λευτεριά της Πατρίδας τους ,


εχουν θαφτεί βαθιά στο χώμα της άξιοι λεβέντες,

άξιες μάνες, μικρά παιδιά και γέροι,

όμως τότε ένιωθε ηρώα γη ,

των ηρώων η στράτα,


σήμερα, χθες, μέρες τώρα τις βγάζει τα σωθικά της η φωτιά, 

δεν έμεινε λίγος ίσκιος να γείρει να ξεκουραστεί, 


παλεύει με την λαίλαπα που δεν παλεύεται,

η φωνή της έκλεισε, 


η γη φοβάται, 

της παίρνουν σιγά σιγά το οξυγόνο της!


Κατερίνα Ηρακλέους