Στο χέρι ένα νόμισμα
παλιό
τα μάτια να σκεπάζει
μου είπαν
προορίζεται
και φύλαξέ το
εγώ το έδωσα του δρόμου
εκείνος ξέρει
πιότερο από εμένα
να λησμονιέται
και του χαμού
να δίνεται
απάντησα..
Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Στο χέρι ένα νόμισμα
παλιό
τα μάτια να σκεπάζει
μου είπαν
προορίζεται
και φύλαξέ το
εγώ το έδωσα του δρόμου
εκείνος ξέρει
πιότερο από εμένα
να λησμονιέται
και του χαμού
να δίνεται
απάντησα..
Σε ένα παλιό συρτάρι κλείδωσα τα όνειρα μου,
τις ελπίδες μου και την ραγισμένη καρδιά μου.
Για χρόνια δεν τολμούσα να πλησιάσω
να δω κατάματα ότι περισσότερο με πονάει
ότι με κάνει ακόμα και τώρα να δακρύζω.
Σημάδια στο κορμί μου,
τραύματα στην ψυχή μου από πληγές του χθες.
Αρρώστιες που έδειχναν τα λάθη μου.
Απώλειες που άφησαν τα σημάδια τους σε κάθε γωνιά του κορμιού μου.
Ο χρόνος πέρασε μα τίποτα δεν ξέχασε, μόνο το άγγιγμα της αγάπης μπορεί να σε κάνει να μην κοιτάς πια στο παρελθόν,
μόνο αυτή μπορεί να σε επαναφέρει στο παρόν.
Ήρθες εσύ και τότε όλα έγιναν ακόμα πιο ξεκάθαρα.
Γιατί η ζωή είναι να μοιράζεσαι στιγμές, είτε όμορφες είτε άσχημες. Αυτή η μοναδική μοιρασιά που δεν καλύπτεται ούτε με τα χρήματα.
Η ζωή και η αγάπη μαζί φωτίζουν την δύναμη ακόμα πιο πολύ.
Είναι σαν ουράνιο τόξο που κάθε μέρα έχεις μέσα στο σπίτι σου
ακόμα κι αν έξω γίνεται κατακλυσμός.
Είναι αυτά τα δύο χέρια που θα σε κρατήσουν
θα σου δώσουν πνοή.
Θα σου δείξουν ότι αν έχεις δύο ζευγάρια από χέρια πιασμένα τίποτα δεν είναι δύσκολο
τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο
και το αδύνατο μπορεί να γίνει αληθινό.
Ακόμα κι αν δεν βλέπεις το μέλλον
το παρόν είναι αυτό που σου δείχνει αυτό που λαχταρας.
Ότι δεν έκανες χθες
σήμερα είναι η ευκαιρία...
Φοβάσαι;
Ναι φοβάμαι
Είναι οι μέρες άγριες
Και τα φτερά
Αποδημητικά πουλιά
Εγκαταλείπουν τους χειμώνες
Φοβάσαι;
Ναι φοβάμαι
Ξεχρεώνω τη λήθη
Με υποσχέσεις βρόχινες
Και επιπλέω
Μία εικόνα περιωπής
Σε προφητείες μαύρες
Όσο στραγγίζω επιφάνεια
Φοβάμαι
Μήπως στο τέλος
Συναντήσω ουσία νεκρή
Ίσως φοβάμαι
Μην ισοφαρίσω με σκοτάδι
Και τότε
Δεν θα φοβάμαι
Τότε
Όλα μαύρα
Όλα στη φύση αμφίδρομα.
Μονόδρομοι οδηγούν ανέξοδα αδιέξοδα.
Στο πέρασμα στο μοίρασμα στο γεφύρωμα.
Ο κόσμος αναγεννάται.
Η ένωση στη σχάση ημερεύει.
Ειρήνη η ανθρωπότης πολεμάει.
Ανεμόμυλους που όλο ανεμίζουν σαν σημαίες ευκαιρίας.
Αιώνια μεσίστιες.
Κι αυτή η νύχτα, βγάζει νύχια.
Μου ξεσκίζει την καρδιά.
Και την πετάει στο βυθό.
Τσούζει τ' αλάτι.
Ρίχνει χαστούκια, φέρνει τρέλα.
Στης ζωής τα στεγανά.
Και τη μοιράζει στα πουλιά.
Ψίχουλα αγάπη.
Σφαίρα φιλιού, καίει το μυαλό.
Θυμίζει ψεύτες έρωτες.
Να πίνουν μπρούσκο δάκρυ.
Σ' ένα κρεβάτι.
Κι είναι που θέλω να φωνάξω.
Δεν είμαι εγώ πιά αυτή.
Η μορφή μου έχει γίνει.
Τώρα στάχτη.
Θεέ μου άς ξημέρωνε η ζωή.
Να μην ματώνει το φιλί.
Να μην πονάει τόσο πολύ.
Η αγάπη.