Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020
Εσύ αποφασίζεις (της Πόλα Βακιρλη)
Και τότε είδα στα μάτια μου το φως της μέρας
ανελέητο να παίζει με το χρόνο, με τους ιριδισμούς του
με θράσος σαν αντίπαλος, σφιχταγκαλιάζοντάς τον
και είπα στις γενιές της φύτρας μου που με ακολουθούσαν
“εδώ είν' η ζωή σαν βουερό ποτάμι που κυλάει
ανάμεσα σε πέτρες και θολούρα και κορμούς γιγάντιων δέντρων
που το διάβα του εμποδίζουν
Εδώ είναι η φλέβα της που αλύπητα χτυπάει
με ορμή τη μέρα να ποτίσει
όχι με δάκρυα ούτε με του δειλού τα κλαψουρίσματα,
τα παρακάλια για τα περασμένα λάθη να συχωρεθούνε
Δεν σβήνονται της μοίρας τα γραμμένα μονοκονδυλιά.
Θεός κι αν είσαι!
Μα εσύ είσαι άνθρωπος θνητός από χωμάτιν' ύλη
κι απο αέρα και νερό φτιαγμένο το κορμί σου
και θα φθαρείς μέσα στο πέρασμα του χρόνου του δυνάστη
Δική σου όμως η ζωή δικός σου και ο θάνατος
και κάθε μέρα που περνά
εσύ αποφασίζεις” !
Πόλα Βακιρλη
Το Τελευταίο μου Τσιγάρο (της Άννας Βαρδάκη)
Με το μελάνι της Ψυχής μου... γράφω...
Όλοι μου οι στίχοι... για Σένα...
Άραγε, τους διαβάζεις...;
Ξενυχτάς πάνω τους...;
Ξημερώνεσαι με την μυρωδιά τους...;
Κι όλο... επιστρέφω...
Όλα τα τσιγάρα μου... για Σένα τα καίω...
και η νικοτίνη τους... μου τσαλακώνει την ψυχή...
Πως να χωρέσουν τόσες μνήμες...
σ΄ ένα τετράδιο Ψυχής...;
Μου λες...;
Θεέ μου... Συγχώρα με...
Τόση Ομορφιά γύρω μου... κι εγώ τυφλή...
Τόσες γεύσεις... στα πικραμένα χείλη μου...
μα, δεν νιώθω πια... τη γλύκα τους...
Τόσα συναισθήματα Ψυχής...
μα, εγώ... Ανίκανη να τα νιώσω...
Τώρα πια...
Οι "τελίτσες"... καίνε...
Τα δάκρυα... φυλακισμένα... δεν κυλούν...
Έχουν στερέψει...
Τ΄ ανείπωτα λόγια... πληγώνουν...
Ανοίγουν χαρακιές...
Αυτές, μάτια μου... γιατρεύονται... Δεν τις φοβάμαι...
Μα, τις ουλές... που παραμένουν...
και μου θυμίζουν την απουσία σου...
μου λες... πως θα τις σβήσω...;
Όταν η ψυχή πονά...
η θλίψη και η οδύνη... στήνουν γιορτή...
Έτσι..............
Αρνούμαι να ζήσω... σ΄ ένα κόσμο που δεν υπάρχεις Εσύ...
Αμετανόητα... ερωτευμένη...
Αμετανόητα... δοσμένη...
και Τελικά... χωρίς έλεος βασανισμένη...
Και... καίω... το Τελευταίο μου Τσιγάρο...
μόνο για Σ έ ν α.............
Άννα Βαρδάκη
Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020
Ο σημαδεμένος (της Ζωής Χαλκιοπούλου)
Όταν γεννήθηκα έκλαιγα, μα πολύ έκλαιγα. Και για πολλά χρόνια μετά. Με σέρνανε στους γιατρούς αλλά ήμουν υγιέστατος. Απλά έκλαιγα. Και μέχρι τώρα ακόμη κλαίω. Μου μεινε συνήθεια. Εγώ πιστεύω ότι και στην κοιλιά της μάνας μου το ίδιο έκανα. Για να μη βγω. Γιατί και που βγήκα τι κατάλαβα; Με βαρέθηκε και με παράτησε σ ένα ορφανοτροφείο. Ο Θεός να το πει. Ξύλο να δεις. Και απ τους δασκάλους και απ τα παιδιά. Ήμουν βλέπεις ήσυχος, φοβισμένος και πάντα εγώ έφταιγα για όλα. Με βάζανε συχνά στην απομόνωση. Πετάγανε και ένα ξεροκόμματο ούτε σκυλί να ήμουν. Κουλουριασμένος σε μια γωνία προσπαθούσα να κοιμηθώ, να μη σκέφτομαι. Μόνο έτσι ησύχαζα. Τότε έβλεπα όνειρο ότι ερχόταν μια γυναίκα και με τράβαγε στην αγκαλιά της. Έστρωνα το κεφάλι μου στο λαιμό της κι αυτή με νανούριζε. Μύριζε γιασεμί το θυμάμαι καλά. Και τα χέρια της ήταν τόσο τρυφερά. Χάιδευε τις μελανιές μου κι ανακουφιζόμουν. Μα όταν ξύπναγα και καταλάβαινα που είμαι, έτρεμα. Κράτησε χρόνια αυτή η τυραννία. Εκεί γύρω στα 14 γύρισε το μάτι μου. Φέραν ένα παιδί λίγο μικρότερο από μένα και πήγαν να του κάνουν τα ίδια. Ε δεν άντεξα. Σα να έγινε έκρηξη στο κεφάλι μου. Μπήκα μπροστά και έγινε χαμός. Τι να σου λέω... από τότε αλλάξανε τα πράματα. Άρχισαν να με φοβούνται. Μα κι εγώ είχα πάρει φόρα. Είχε γίνει πέτρα η καρδιά μου. Θα ζήσω, είπα. Κι εγώ και τ άλλα παιδιά σα κι εμένα. Τα παιδιά τα σημαδεμένα.
Όταν βγήκα απ το ορφανοτροφείο δεν ήξερα που να πάω. Δεν είχα κανέναν. Για μέρες έμενα έξω. Ήταν και Δεκέμβρης μήνας, κόντευαν Χριστούγεννα. Έβλεπα ανθρώπους να γελάνε κι εγώ έκλαιγα. Ένα παλικαράκι μέχρι εκεί πάνω, μη κοιτάς τώρα που γέρασα και μάζεψα, να τριγυρνάει και να βρέχει τους δρόμους απ τα δάκρια. Κι αναρωτιόμουν γιατί μ έστειλε ο Θεός στη γη. Τι του καμα; Γιατί κάτι θα του καμα για να με βασανίζει έτσι. Εκείνα τα Χριστούγεννα τα πέρασα έξω από ένα ακριβό εστιατόριο. Ήταν πολλά τ αποφάγια. Οι πλούσιοι παραγγέλνουν πολλά φαγητά, τρώνε λίγο και τα πετάνε. Καλά να ναι οι άνθρωποι, αν δεν ήταν κι αυτοί δεν θα κατάφερνα να επιβιώσω εκείνη την εποχή.
Με τα πολλά έπιασα δουλειά σε οικοδομή. Ένα μεροκαματάκι μου δίνανε μη φανταστείς. Την πρώτη μέρα που πληρώθηκα δε μπορώ να σου πω πως ένιωσα. Εγώ τότε γεννήθηκα. Γιατί εγώ το τίποτα, κέρδισα κάτι με τον κόπο μου. Δούλεψα σκληρά τα επόμενα χρόνια. Από πόσες δουλειές πέρασα δε λέγεται. Μ έπιασε το πείσμα όμως. Κατάλαβα ότι δε μπορώ ν αλλάξω το κόσμο. Άμα γεννιέσαι σημαδεμένος δεν αλλάζει. Όμως είχα κότσια να παλέψω. Και τα κατάφερα. Είδες που καθόμαστε τώρα εδώ και τα λέμε; Πλούσιοι δεν είμαστε, μια τρύπα μαγαζί έχουμε. Μα τα πελατάκια μας είναι τακτικά. Κι ένα φράγκο για να έχουμε τα απαραίτητα δε μας λείπει. Μωρέ γιατί κλαις; Κολλητικό είναι; Τι σε νοιάζει, έχεις εμένα τώρα. Εγώ είπαμε, τα μάτια μου έχουν συνηθίσει τα δάκρια. Άμα στεγνώνουν δε βλέπω καλά. Άντε σκουπίσου και πάρε τα ταπεράκια να τα μοιράσεις. Στον κυρ Αντρέα να χτυπήσεις πολλές φορές γιατί δεν ακούει καλά. Και στην Μαγδαληνή να μπεις στο σπίτι γιατί έχει χαλάσει το αναπηρικό καροτσάκι και δεν μπορεί να σου ανοίξει. Πάρε κι αυτά τα χρήματα γιατί είδα τον Παυλάκη με τρύπια παπούτσια σήμερα. Άντε στο καλό κι άμα γυρίσεις θα δούμε τι καλό θα μαγειρέψουμε για αύριο. Πιάσε και το τραγούδι να έχεις ανοιχτή στράτα... «θα σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινεεεεεε.....».
Ζωή Χαλκιοπούλου
Ας γινόταν της ειρήνης ν’ ανοίξει πλατιά πύλη (της Παρασκευής Κηπουριδου)
Ας γινόταν της ειρήνης ν’ ανοίξει πλατιά πύλη,
όπου η ζήση επίγεια κόλαση μοιάζει.
Της ελπίδας νέο άστρο και λαμπερό καντήλι
Της αγάπης να υψώσουμε το λευκό μαντίλι
ολούθε, όπου η ψυχή βαριά αναστενάζει.
Ας γινόταν της ειρήνης ν’ ανοίξει πλατιά πύλη
Να ‘ρθει κύμα αφρισμένο της λήθης ασφοδίλι,
να ραγίσει πια των ανθρώπων το πικρό μαράζι.
Της ελπίδας νέο άστρο και λαμπερό καντήλι
Η απληστία αίφνης να χαθεί κάποιο δείλι
και το συμφέρον που όλη την υφήλιο διχάζει.
Ας γινόταν της ειρήνης ν’ ανοίξει πλατιά πύλη
Των ισχυρών η ψυχή σαν τετράφυλλο τριφύλλι
σε κάθε αδύναμου χείλη γέλιο να χαράζει.
Της ελπίδας νέο άστρο και λαμπερό καντήλι
Κάποιο βράδυ με φεγγάρι, της χαράς μαντολίνο
απ’ τις θλιμμένες καρδιές να σκορπίσει το αγιάζι.
Ας γινόταν της ειρήνης ν’ ανοίξει πλατιά πύλη
Της ελπίδας νέο άστρο και λαμπερό καντήλι
Παρασκευή Κηπουριδου
Κυριακή 30 Αυγούστου 2020
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΔΟΜΕΝΩΝ (της Τριάδας Ζερβού)
Που πας αλύγιστος, ωχρός,
άνθρωπε αδικημένε;
Η καταφρόνια των καιρών,
ακόμα να σε ρίξει;
Αυτοί οι τάχα μου άρχοντες,
άνθρωπε προδομένε,
κάθε όνειρο που έκανες,
στο βούρκο το 'χουν πνίξει..
Το άσχημο, το βρώμικο
το κάθε τι παράλογο,
κουρνιάζει μες στο λίκνο
των απάτητων βυθών τους!
Μα το ξεφάντωμα του νου σου
που καλπάζει σαν το άλογο,
τυπώνει τον επίλογο
στην βίβλο των παθών τους!
Ανάξιοι οι δήθεν βαθυστόχαστοι,
οι τόσο ιλαροί,
οι άδοξοι προφήτες,
οι ποιμένες των αμνών!
Μονότονα βαδίζεις,
σκεφτικός μήπως σε βρει,
χέρι ρομφαία!
Σπεύδε να πεις,
ω δύναμη ουρανών!!
Εσυ!!!
Ο λόγιος που νανουρίζεις
ένα πνεύμα, μια ιδέα!
Εσύ!
Ο κάτωχρος του τίποτα
δεν έχω πια να χάσω!
Μια τόλμη αδικημένε ξετρυπώνει
οσονούπω τόσο νέα,
που θα δηλώσεις!!!
Ειμαι ο άνθρωπος
που όλα θα τα σπάσω!!!
Τριάδα Ζερβού
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)