Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Σάββατο 16 Μαΐου 2020
Μια μέρα βροχερή σε σκέφτηκα..(της Λίνας Κατσικα)
Σήμερα η μέρα ξημέρωσε βροχερή. Τα σύννεφα άλλοτε γκρίζα, άλλοτε μελανά, πότε έτρεχαν στους δρόμους του ουρανού, σαν να βιάζονταν ν’ αδειάσουν το φορτίο τους, και πότε στριμώχνονταν πάνω από τα σπίτια, ενώ ασημένιες αστραπές τα χαράκωναν πέρα ως πέρα.
Στάθηκα στο παράθυρο κι αφέθηκα να τα κοιτάζω. Πάντα απολάμβανα αυτές τις εικόνες. Η δύναμη της φύσης, ο θυμός της. Κι αυτή η λάμψη, τόσο εκθαμβωτική, απόκοσμη θαρρείς. Έκλεισα τα μάτια. Ο ήχος της βροντής έκανε να τρίζουν τα παράθυρα, ενώ την ίδια στιγμή άρχισε να τα χτυπά αλύπητα η βροχή. Βροχή και στα μάτια μου. Έκλαιγα από πόνο, έκλαιγα από θυμό. Πονούσα για την απουσία σου, θύμωνα με την αδυναμία μου.
Μπήκες στη ζωή μου αναπάντεχα, σαν βότσαλο που τάραξε τα νερά της γαλήνιας ύπαρξής μου. Είναι από τις φορές που η ζωή παίζει τα παιχνίδια της. Ένα «κλικ» και όλα μοιάζουν διαφορετικά. Έτσι έγινε. Μου μιλούσες και η καρδιά μου χτυπούσε πιο δυνατά. Γέλαγες και φωτιζόταν όλος μου ο κόσμος. Μετρούσα κάθε λεπτό μακριά σου, αδημονώντας να ξαναχωθώ στην αγκαλιά σου. Ήσουν όμως παιχνίδι για δυνατούς παίκτες. Νόμισα πως είχα τα κότσια, μα γελάστηκα.
Δεν ήμουν καν παίκτης, αλλά πιόνι στα χέρια σου. Γι’ αυτό και ο θυμός. Που δεν μπόρεσα να αντιληφθώ τον ιστό που έπλεκες γύρω μου, για να μη βλέπω την ασχήμια της ψυχής σου. Έφυγες σαν τον κλέφτη. Πήρες την πίστη μου, άρπαξες την εμπιστοσύνη μου, λεηλάτησες την ψυχή μου, κουρελιάζοντας ό,τι πιο όμορφο ύφανε η αγάπη μου. Σήμερα η μέρα με έκανε να σε σκεφτώ. Ένα όμως να θυμάσαι, έχει ο καιρός γυρίσματα!
Λίνα Κατσικα
Ο λύκος (του Σπήλιου Παναγιωτόπουλου)
Με έναν λύκο κατοικώ
ένα σωστό θηρίο
στον λήθαργο του μου μασά
τα σπλάχνα το κρανίο
ρουφάει κι όλο τρέφεται
απ΄τη δική μου ζήση
και τρέμω κείνη τη στιγμή
όταν θα μου ξυπνήσει!
Ωσάν τον αφουγκράζομαι
φθείρει τα όνειρα μου
δονεί όλο τον κόσμο μου
και τα πατήματα μου
ουρλιάζει κι είναι δύσκολο
να τον καταλαγιάσω
κι όλο στη μάχη μου βουτώ
ξανά να τον δαμάσω.
Χρόνια διαρκεί ο πόλεμος
ούτε που ξέρω πόσο
νικώ τις μάχες μα χωρίς
ποτέ να τον σκοτώσω
κι όταν σιμώνω δεν τολμώ
μα των θωρώ αρόδο
να με κοιτάει το θεριό
αγνάντι, δίχως φόβο.
Με έναν λύκο κατοικώ
ένα σωστό θηρίο
στον λήθαργο του μου μασά
τα σπλάχνα το κρανίο
ρουφάει κι όλο τρέφεται
απ΄τη δική μου ζήση
και τρέμω κείνη τη στιγμή
όταν θα μου ξυπνήσει!
Σπήλιος Παναγιωτόπουλος
Παρασκευή 15 Μαΐου 2020
Ο ΤΟΙΧΟΣ (της Ρούλας Τριανταφύλλου)
Σ’ ένα δωμάτιο υγρό, σε βρήκε κι αυτό το βράδυ.
Έξω απ’ το παραθύρι, πάγωσε ο ήλιος και μια βροχή,
ματώνει το περβάζι.
Κοιτάς γύρω σου, ένα κουτσό τραπέζι,
ένα αδειανό ποτήρι κι ο τοίχος.
Ο τοίχος που χωρίζει.
Γυρνάς το βλέμμα, ψάχνοντας κείνη τη χαραμάδα.
Το λιγοστό φως που έφερνε και σε συντρόφευε
Τώρα, δίχως ήχο η φωνή και στο βλέμμα η αγωνία.
Ο ίσκιος του θανάτου κυματίζοντας επτά πέπλα,
στήνει ξέφρενο χορό. Και συ, κοιτάς επίμονα τον τοίχο.
Το φως φαντάζεσαι,
τα χέρια απλώνεις,
ανάμεσα στα δάχτυλα,
αχτίνες αιωρούμενες και σκόνη.
Μικρό πουλί,
τραυματισμένο χελιδόνι.
Πέταξες, ψάχνοντας γενέθλια πατρίδα.
Η ζήση σου ένας σταυρός,
στα χείλη πικρό κρασί μοναχικό μεθύσι.
Τώρα, μιαν άνοιξη,
καρτεράς και συ,
μια Κυριακή,
μια Ανάσταση προσμένεις.
Ο τοίχος έπεσε.
Το δωμάτιο πλημμύρισε φως.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΓΩ (της Σοφίας Κοντογεώργου)
Κάτω απ΄τον ίσκιο
των μεγάλων ποιητών
δειλά φτερά ανοίγω φοβισμένη
και την ελπίδα μου
κρατώ προφυλαγμένη
μες στην καρδιά μου,
παιδί μονάκριβο
Σε μια λαχτάρα που μ’ αφοπλίζει,
παραδομένη
η ανάγκη έγινε ο μόνος δρόμος
τα όνειρά μου να συναντήσω
να πλησιάσω
κορφές απάτητες
Με μία έπαρση σχεδόν αθώα
σ’ ανυπόταχτες σκέψεις το χαρτί υποτάσσω
και ονομάζω ποιήματα
όλα αυτά που η καρδιά μου ντύνει με όμορφες λέξεις
αναμνήσεις και αισθήματα , απουσίες και ανάγκες
στη ματιά καθρεφτίζει και στα χείλη ακουμπάει
απαλά μες στα δάχτυλα αφήνει
να γεμίσουν σελίδες λευκές
το μυαλό να ησυχάσει
να ημερέψει ο πόνος
Κι η ψυχή καθαγιάζεται
και λουσμένη στου ήλιου το φως
γαληνεύει
κι οι λεξούλες τ’ όνειρο
της στολίζουν γιρλάντα
πεταλούδα ανάλαφρη
τα φτερά της και πάλι ανοίγει
Σοφία Κοντογεώργου
Πέμπτη 14 Μαΐου 2020
ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ 'ΡΘΕΙΣ (της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)
Αν είναι να ‘ρθεις,
διάλεξε ένα σούρουπο γυμνό.
Απ’ αυτά που μετοικούν άστεγα μέσα στο βλέμμα.
Απ’ αυτά που δεν περιμένουν πια νύχτα
με ανθρωπιστική βοήθεια.
Που πάνω τους έχει φυλλώσει ένα κορμί χωρίς ψυχή,
ισχνό, σακατεμένο.
Σαν γερασμένη πόρνη
που καραδοκεί πίσω από του έρωτα σπασμό
να φυγαδεύσει τα αγοραία της σκοτάδια.
Αν είναι να ‘ρθεις,
μη φέρεις δώρα.
Το φθινόπωρο ήρθε φορτωμένο με τις ζωές που δεν έζησα.
Γέμισε το δωμάτιο με θανάσιμα παιχνίδια της μνήμης
που μπήγονται σε κάθε κύτταρο μου.
Δώρα είναι κι αυτά. Δώρα με μυτερές απολήξεις
που διαπερνούν τα εύθραυστα στεγανά μου
και τα σκίζουν, μαζί με το χαρτί περιτυλίγματος.
Αν είναι να ‘ρθεις,
μην πεις κουβέντες των ζωντανών.
Μην ρωτήσεις,
αν η σιωπή που κάθεται αντίκρυ μου είναι ο
συνωμότης εραστής.
Αν οι ανάσες που σφυροκοπούν τα χείλια μου είναι οι
ενάντιες ηδονές, μην ρωτήσεις.
Έμαθα πια στην αδράνεια της απόγνωσης.
Έμαθα στο αποτρόπαιο της αγρύπνιας
με τις αιφνίδιες καρατομήσεις των στιγμών.
Να ζω χωρίς εμένα έμαθα πια.
Με μιαν αλλόφρονη πολυκοσμία από νοτισμένες μνήμες, συμβιώνουν τώρα οι υγρασίες μου στα μεσάνυχτα της σιγής.
Μην με δραπετεύεις πάλι στις ξερές υποσχέσεις του χαμού.
Αν είναι να ‘ρθεις,
έλα σαν γδούπος μιας συναλλαγής
που απόμεινε σ’ ένα κλειστό γκισέ,
εξόφληση αφερέγγυα να τυραννάει.
Μην αλλάξεις.
Έτσι, σαν ιδρωμένο χρεόγραφο στην τσέπη να ‘ρθεις.
Σαν το πλαστό χρεόγραφο που ικετεύει απ’ την αλήθεια
το συχώριο.
Έτσι να μπεις.
Αν είναι να ‘ρθεις,
έλα σαν υπογραφή από τα λάθη της αλλοιωμένη.
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)