Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

Πυξίδα μου το άγνωστο και προορισμός το ανέφικτο (Παντελής Χατζηκυριάκου)




Μάτια υγρά, χείλη σφιγμένα, ανάσα καυτή. Στέρεψε το οξυγόνο μου. Η απελπισία συσσωρεύτηκε σαν κόμπος στο λαιμό μου και η απογοήτευση ηχεί στα στήθη μου σαν μια ωρολογιακή βόμβα. Ακούω κάθε της χτύπο. Αισθάνομαι πια κάθε στιγμή να μετρά αντίστροφα για τη μεγάλη έκρηξη.
Νιώθω την ανάγκη να φύγω από εδώ, μ’ ακούς; Να κινήσω για ξένους ουρανούς και κόσμους αταξίδευτους. Για λιμάνια άγνωστα και νησιά αχαρτογράφητα. Να αποστασιοποιηθώ από οτιδήποτε γνώριμο, οικείο και ασφαλές. Να κάνω μια αρχή απαλλαγμένη από σταθερές, στεγανά και δικλείδες ασφαλείας.
Θέλω να πορευτώ στο άγνωστο, μακριά από την πεπατημένη. Να μηδενίσω σώμα, μυαλό, εμπειρίες και αναμνήσεις. Να ξεκινήσω να δημιουργώ έναν κόσμο καινούργιο· διαφορετικό από εκείνον που με γονάτισε και σταδιακά με διέλυσε. Να ζήσω σε μια εποχή στην οποία δε θα πασχίζω να ονειρευτώ, να ωραιοποιήσω και να πειστώ. Σε μια καθημερινότητα, που δε θα χρειάζεται να κλείσω τα μάτια μου για να καταφέρω να δω.
Εξαντλήθηκαν οι αντοχές μου, μ’ ακούς; Κουράστηκα να σκαρφαλώνω και να μη βλέπω την κορυφή. Βαρέθηκα να παραμυθιάζομαι και να ελπίζω στο αόριστο. Κουράστηκα να επουλώνω τα φτερά μου για τη μεγάλη πτήση, και πάντα, να είμαι εγώ αυτός που πέφτει στο κενό. Δεν έχω άλλο χρόνο για ενδιάμεσες στάσεις και δεύτερες σκέψεις, μ’ ακούς; Πόσες φορές ακόμα να μαζέψω τα κομμάτια μου και να ανασυνταχτώ; Με αυτά και με εκείνα, έχασα μισή ζωή.
Σε έναν κόσμο άδειο, θαμπωμένο από τους άψυχους προβολείς της νύχτας, δυσκολεύομαι πια να ξεχωρίσω το φως απ’ το σκοτάδι. Σε μια κοινωνία εμπορευματοποιημένη, προϋπολογισμένη και αριθμητικά δοσμένη, σε ποιον να μιλήσω για πραγματικούς θησαυρούς και αξίες ζωής; Πως να διακρίνω τα χρώματα της ελπίδας, της προοπτικής και της ευτυχίας, σε μια καθημερινότητα που ξεθωριάζει διαρκώς στις αποχρώσεις του μπλε, του πορτοκαλί και του μοβ; Επιλέγω λοιπόν την απομόνωση, από μια βάναυση τάξη πραγμάτων, στην οποία εγώ ήμουν πάντα μια δεύτερη επιλογή.
Ξεκίνησα. Το καράβι έλυσε και ανοίχθηκε για το μεγάλο ταξίδι. Πυξίδα μου το άγνωστο και προορισμός το ανέφικτο. Δεν ξέρω πού θα με βγάλει. Δεν έχω ιδέα για το αν ή το πότε θα δέσω στο επόμενο λιμάνι. Συνήθισα βλέπεις να ταξιδεύω έρημος και να ναυαγώ γελασμένος. Ξέρω όμως πια πολύ καλά, πως αν τελικά υπάρχει αυτό το καλύτερο αύριο που τόσο ονειρεύομαι, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται κάπου εκεί έξω. Είμαι πια σίγουρος, πως αν η Ιθάκη αυτή για την οποία όλοι ψάχνουν, γράφουν και ρωτούν υφίσταται, από μόνη της στον κάβο μου δε θα φανεί ποτέ.





Άτιτλο (της Λουκίας Παπαδοπούλου)

Χρονια τωρα εβαζε μπουγαδες
δεν ηταν καθολου ευκολη υποθεση.
Ολολευκη η φορεσια της
και την ηθελε αψεγαδιαστη.
Βλεπεις το λευκο θελει προσοχη
ακομα και ο πιο μικρος λεκες
φανταζει ανησυχητικα πανω του.
Απλωνε τη μπουγαδα στους ουρανους
με τα διαφανα μανταλακια της συνειδησης
κι ετσι καπως ησυχαζε....
Μα  να, κατι τα κορακια  με  τις κουτσουλιες τους
κατι οι ανεμοι με τη σκονη τους
κατι ο ηλιος που επεμενε να την κιτρινιζει
κατι ο χρονος που τη γαριαζε και να, παλι  πλυσιμο!
Ειχε μαθει πια... ειχε ομως συμμαχους
το πιο ισχυρο απορρυπαντικο , τα συναισθηματα
το καλυτερο λευκαντικο, τα δακρυα
το πιο μυρωδατο μαλακτικο, το αιμα της καρδιας
και μετα παλι απλωμα  στους ουρανους....
Μεχρι που σκεφτηκε να γραψει σε μια ταμπελα:

***ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗ ΛΕΡΩΝΕΤΑΙ ΤΗ ΜΠΟΥΓΑΔΑ ΜΟΥ
ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ ΝΑ ΠΛΕΝΩ ΤΙΣ ΒΡΩΜΙΕΣ ΣΑΣ***

Λουκία Παπαδοπούλου


Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Ο ιστός (του Γιώργου Βομπρα)



Η φωνή σου σε λαβύρινθους
δικούς μου τριγυρίζει...
Σαν Σειρήνα έναν μέθυσο
Θησέα ξεμυαλίζει...

Ένα Όχι είναι ο μίτος
της Αριάδνης....
Θα τον ξετυλίξω, νά 'μπω μέσα
στα δίχτυα της αράχνης...

Το σπαθί μου βγάζω
κι όλο κόβω...
Μιά φωνή μού λέει... όχι, ....
..τρία γράμματα, πορώνω...

Ένας ίλιγγος μέ πιάνει
καθώς σβουρίζω...
Τις κλωστές απ' τον ιστό σου
σάν σπαθίζω....

Ένα όχι σου σέ σένα
μ' οδηγάει...
Μέ αυτό, και μεσ' τ' αυτιά μου
σ' ιστούς με πάει.......!

Γιώργος Βομπρας


Ο ύπνος των αταξιδευτων ονείρων (της Γεωργίας Λαμπαρα Τριανταφύλλου)



Ξεπάγωσα τη νιότη μου από τα θησαυροφυλάκια του νου.
Εκεί που φυλαγμένη καρτερούσε να τη ζήσω,
Μα εγώ σπατάλησα φιλόδοξα τα χρόνια μου
Σε υπερφίαλες ματαιότητες που φουσκώναν το μυαλό
Κι αλυσοδέναν την καρδιά στα κατάβαθα των σκοτεινών φυλακών της.
Θέλησα έστω και τώρα στα μεσουρανήματά μου να τη δω
Να χαίρεται με εκείνη τη γεύση λησμονιάς στα μάτια
Για όσα απροκάλυπτα κι αμετανόητα της φόρτωσαν.
Μήπως κι ετούτη, η στερνή χαρά, λευτερώσει θύμισες
Και συλλάβει χίμαιρες του άστοργου παρελθόντος μου.
Φεύγω σαν αποδημητικό πουλί της νοσταλγίας
για άπιαστους τόπους που αποκάλυψα στα γκρεμισμένα ονείρατά μου.
Εκεί στη θλιβερή αγκάλη της ληστεμένης ξενιτιάς
Θα βρω ένα προσκέφαλο απαλό για να πλαγιάσω.
Θα κλείσω τα κουρασμένα από ζωή βλέφαρα
Και θα κοιμηθώ τον ύπνο των αταξίδευτων ονείρων.
Ίσως εκεί τα νιάτα μου να περιμένουν στωικά
Τη δεύτερη, ασώματη ευκαιρία να τα ζήσω.

Γεωργία Λαμπαρα Τριανταφύλλου



Δημοσίευση στο Μεταξύ μας

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Νύχτα χωρίς μέρα (της Πόλυ Μίλτου)


Πόνεσα.
Με βρήκε η μαχαιριά στην καρδιά.
Η νύχτα της νύχτας κάλυψε το χάος μου.
Η μέρα δεν ξημέρωνε. Αργούσε.
Ήθελα να φωνάξω.
Ήταν που όλα πνίγηκαν μέσα μου.
Και σώπασα.
Συντρίμμια οι ελπίδες της χαράς μου.
Ήσουν εσύ, άνθρωπε, φίλε.
Ήσουν εσύ, ο αγαπών.
Ήσουν εσύ, ο αγαπημένος.
Ήσουν εσύ, που ξεχνάς.
Άβυσσος η απόγνωση.
Συμφορά.
Η αγάπη άργησε να φιλήσει τον κόσμο.
Στην πόρτα μας κενό.
Στο σπίτι της οχλαγωγίας, μίσος.
Κυβερνήτης ο άνους και φαύλος.
Άγριες διαθέσεις απάρνησης λογικής.
Όλα λεκιάσαν από αίμα αθώων.
Ως πότε;
Ήταν τόσο όμορφα όλα.
Ήταν όλα φως.
Τώρα, ένα κερί αχνοσβήνει.
Χάνεται σε κάθε ριπή σύγχυσης.
Στο κονάκι μας φωλιάζει εγωισμός.
Αχ, ψυχή μου απελπισμένη.
Ερημιά.
Πεθαίνουμε από μόνοι μας.
Αιτία η απονιά. Και ο φθόνος.
Ψάχνω να καταλάβω...
Γιατί;
Η καρδιά μου έσπασε.
Κλαίω.
Ο Ήλιος αρνείται να βγει.

Πόλυ Μίλτου