Περπατώ
λέξη και βήμα,
προς μιας αμνηστίας σου το σχήμα,
στα λόγια που είπες...
Θωρώ
μιας ανατολής το σθένος,
υποτάσσομαι στης ψυχής σου το δέος,
σ' όλα όσα είχες...
Τόσα πια βήματα,
στης ερωτικής ματιάς σου τα κύματα.
Αφουγκράζομαι
της καρδιάς σου τον χτύπο,
δίνω ρυθμό σε τούτον το στίχο...
Ορίσματα κανόνων,
των πιο υψηλών σου θρόνων.
Αντιστέκομαι,
όπου μέσα σου δεν περιέχομαι...
Μιχάλης Ευαγγελινός
Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019
ΔΙΑΥΓΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ (του Λάμπρου Βασιλειαδη)
Τάση φυγής διακρίνω.
Νάναι ένα σύνδρομο;
Μοίρας απόδειπνο;
Στίγμα γενεάς;
Ρήξη;
Φιλότιμο;
Η θυμηδία;
Κατεστημένο;
Η γλώσσα η ξύλινη;
Λόγος υπόλογος;
Πολιτική;
Δεν αποδέχομαι.
Δεν υποβάλλομαι.
Εσύ πώς νοιώθεις;
Σαν καλαμιά;
Αναρριχώμενος;
Ή μήπως κάκτος;
Σα νυχτολούλουδο;
Κρίνο;
Αμόλυντος
βασιλικός;
Ένα ξερόχορτο;
Μιμόζα;
Δάφνη;
Μαύρος υάκινθος;
Μωβ ανεμώνη;
Ψυχή μου μόνη.
Πάθος ασίγαστο,
φώς ανερμήνευτο,
να οραματίζεσαι :
Πόλη ανθρώπινη
- βλέμμα παρήγορο,
ένα χαμόγελο
- φιλί στο όνειρο,
ένα ειδύλλιο
- χάδι στον ήλιο.
Δε φεύγεις, έρχεσαι,
να διεκδικήσεις
ό,τι δικό σου '
την ειλικρίνεια,
νιότη περήφανη,
το ιδανικό σου!
Λάμπρος Βασιλειαδης
"Διαυγής Αντίδραση" Εκδόσεις ΣΑΒΒΑΛΑΣ 2000
Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019
Αγάπησα φως (του Θωμά Θύμιου)
Θεέ μου,
Εκτυφλωτικά φεγγοβολή.
Μαγική, θαμπώνει
το μισάνοιχτο μπουμπούκι!
Της αύρας η αναπνοή
περνά πίσω από το δικό της αυχένα,
της υψώνει τα σταρένια μαλλιά
στον ήλιο. Το κορίτσι με ντύνει
με του Μάη χαμογέλα.
Τι λίκνισμα! Τι κομψότητα! Τι γοητεία!
Να, η νέα Αφροδίτη
της καρδιάς μου Παρθενώνα.
Τα μαλλιά,
σαν της Έδεσσα καταρράκτη.
Ανοιχτή βεντάλια
αγγίζουν βελούδινα την σαγήνη λεκάνη.
Είναι δάκρυ,
από την αυγή ζυμωμένη.
Γονατίζουν οι κρίνοι, κατακόκκινοι.
Τώρα μαζί της
από το γνωστό στο άγνωστο,
χάνετε στου ουρανού το βυθό,
ερωτευμένη με τον ήλιο!
Φως ερωτεύτηκα,
υπάρχει τίποτα καλλίτερο;
Είμαι ξύπνιος μέσα σε όνειρο,
ονειρωττοντας το όνειρο.
Θωμάς Θύμιος
Νεποτισμός (της Στέλλας Λουίζα Κατσαμπη)
Για να θυμάσαι τη μανούλα
πάρε αυτή την αλυσίδα,
την αρθρίτιδα,
τον χαλασμένο θυρεοειδή,
τα στραβά πόδια,
το σιωπηλό βλεμμα συναίνεσης
για τον αλκοολικό σύζυγο,
που ήταν ο πατέρας,
και τώρα,
ο όμορφος νέος
που τα Σάββατα πληρώνω.
Τις Κυριακές
να χορεύεις πάνω στο πίκαπ
πριμοδοτημένη μου απομίμηση,
τη θέση μου να πάρεις,
κι η κόρη σου μετά,
από την αυτολύπηση
να μην ξεμακρύνει
γιατι,
η γνώση
-από τις σοβαρές κληρονομιες-
του να δέχεσαι
και να υπομένεις τα ανθρώπινα,
τα αδύναμα της θνητης φύσης
τεκταινόμενα,
είναι η μόνη εξουσία,
που 'χω να σου δώσω.
Στέλλα Λουίζα Κατσαμπη
Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019
Άτιτλο (της Χριστινης Σκουλούδη)
....στη πεζή πιάτσα
σκαλώνει ο λυγμός μας ποιητή,
πεζόδρομος ανομβρίας τα σπήλαια των λειμώνων
που να' βρει χώμα η καρδιά που κράταγε τον σπόρο,
πως να σταθεί στον άνεμο ,από που φυσάει ...τώρα
σε ποιό σημείο βγαίνει η ανατολή ,πως το λένε ,...τώρα
και πες μου και το άλλο άν μπορείς ,ποιητή
τι λέμε στο μαραμένο παιδί που μας κοιτάζει στο καθρέφτη....ποιά η συνέχειά μας ...?
Ποιό το όνομα εκείνου του βουνού που ορθώθηκε στο δρόμο
θέλω να του μιλήσω τη γλώσσα κάρβουνο
...αποκαίδι ,στάχτη αυτήν που τώρα έχει
...να του μιλήσω ...να θυμηθεί
μιας χούφτας λάβα κάποτε ...γέννησε
,,δέντρα για να φυτρώνει,να του πώ ...και
όμως του κόβει τα κλαδιά κι αυγή δε ξημερώνει
και για τα ορυχεία να του μιλήσω των σπλάχνων του
των ακατέργαστων πετραδιών του την αστρόσκονη
τη μετουσιωμένη πεπτουσία των αλλεπάλληλων γεννήσεων
σ'ένα χαμόγελο του ...
μα δε χαμογελάει ...
τι να λες...τι να ...
....κι έπειτα όσο βραδιάζει χάνει κι ορίζοντας
τον προσανατολισμό του...
ανώφελα ψάχνω τόπο να βρώ
να κρεμάσω τον λυγμό της άνοιξης αχάρακτο
αλήθεια που κοιμάσαι ? ποιητή ...
που γράφεις τα στιχάκια.. γιατί? για πες
ποιές οι ανάγκες σου
γιατί δε βρέχει ?...
γιατί στεκόμαστε ?
γιατί η πλάνη ?
για τί πράγμα μιλάς ?...
τι ίπταται ?
γι αυτό σου ξαναλέω
δε ήμουν δεν θέλω να με λες ποιήτρια
μια ζαλισμένη σημαδούρα στην άκρη
μιας ωκεάνιας εθνικής ενός ξαμολυμένου
γκαζωμένου γαλαξία χωρίς όνομα ....ζω
εδώ κατά λάθος
της μηχανής μου ταίζω απλώς
το τετρακύλινδρο άλογο
για τη τελευταία μου γκαζιά
κλαυσίγελο
στη σούζα του αιώνα
Χριστίνη Σκουλούδη
σκαλώνει ο λυγμός μας ποιητή,
πεζόδρομος ανομβρίας τα σπήλαια των λειμώνων
που να' βρει χώμα η καρδιά που κράταγε τον σπόρο,
πως να σταθεί στον άνεμο ,από που φυσάει ...τώρα
σε ποιό σημείο βγαίνει η ανατολή ,πως το λένε ,...τώρα
και πες μου και το άλλο άν μπορείς ,ποιητή
τι λέμε στο μαραμένο παιδί που μας κοιτάζει στο καθρέφτη....ποιά η συνέχειά μας ...?
Ποιό το όνομα εκείνου του βουνού που ορθώθηκε στο δρόμο
θέλω να του μιλήσω τη γλώσσα κάρβουνο
...αποκαίδι ,στάχτη αυτήν που τώρα έχει
...να του μιλήσω ...να θυμηθεί
μιας χούφτας λάβα κάποτε ...γέννησε
,,δέντρα για να φυτρώνει,να του πώ ...και
όμως του κόβει τα κλαδιά κι αυγή δε ξημερώνει
και για τα ορυχεία να του μιλήσω των σπλάχνων του
των ακατέργαστων πετραδιών του την αστρόσκονη
τη μετουσιωμένη πεπτουσία των αλλεπάλληλων γεννήσεων
σ'ένα χαμόγελο του ...
μα δε χαμογελάει ...
τι να λες...τι να ...
....κι έπειτα όσο βραδιάζει χάνει κι ορίζοντας
τον προσανατολισμό του...
ανώφελα ψάχνω τόπο να βρώ
να κρεμάσω τον λυγμό της άνοιξης αχάρακτο
αλήθεια που κοιμάσαι ? ποιητή ...
που γράφεις τα στιχάκια.. γιατί? για πες
ποιές οι ανάγκες σου
γιατί δε βρέχει ?...
γιατί στεκόμαστε ?
γιατί η πλάνη ?
για τί πράγμα μιλάς ?...
τι ίπταται ?
γι αυτό σου ξαναλέω
δε ήμουν δεν θέλω να με λες ποιήτρια
μια ζαλισμένη σημαδούρα στην άκρη
μιας ωκεάνιας εθνικής ενός ξαμολυμένου
γκαζωμένου γαλαξία χωρίς όνομα ....ζω
εδώ κατά λάθος
της μηχανής μου ταίζω απλώς
το τετρακύλινδρο άλογο
για τη τελευταία μου γκαζιά
κλαυσίγελο
στη σούζα του αιώνα
Χριστίνη Σκουλούδη
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)