Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Φόβος ο έρωτας (της Χριστίνας Θέμα)



μαχαίρι κοφτερό το φθινόπωρο
τούτο, στον Απρίλη μέσα

σκοτεινιάζει πάλι νωρίς
με τα χάπια για να ξεχνώ...

ο φόβος μου κυριεύει το κορμί,
με ακινητοποιεί δίχως εσένα,
επείγει ο έρωτάς σου...

βαρύς πάντα πάνω μου πέφτει
τούτος ο ύπνος
μες τη βροχή,
ακριβώς τη στιγμή εκείνη
που πνίγομαι να θυμηθώ
το άγγιγμα των χεριών,
τη θέρμη των φιλιών
και τ' όνομα εκείνου
που μέσα από σένανε αγάπησα...

έβρεχε πολύ σαν χάραζε

οδύρονταν οι στάλες
στα τζάμια μου επάνω
γλίστραγαν τυφλά, γονάτιζαν στο χώμα...

δεν πρόλαβα να σε γδύσω
ανυπόμονος καθώς ήσουν
ή ίσως βιαστικός...

καράβι παλιό μες την ομίχλη κρυμμένο
σα ρολόι-φάντασμα από σκουριά
τα λεπτά να μου μετρά και να σφυρίζει -
η ώρα περνά, κουνήσου
δεν έχει εδώ μαζί
ξέχνα το, δεν έχει...”

πυρακτωμένα τα χείλη
τα μέλη σου ιδρωμένα,
χυμοί στο υγρό κορμί μου μέσα να κυλούν
και στο στήθος δαγκωματιές
από τον εφήμερο εσένα,
ανακατεμένα με απομίμηση άρωμα
αναστεναγμοί, ψίθυροι και μελανιές,
ίχνη και σημάδια πάλης
ερωτικής - ή ίσως και όχι,
στο μοναχικό λιμάνι μου μείναν
το πρωινό

σαν τη βροχή και σαν τη λάσπη...







Ηττημένη άνοιξη (της Δώρας Μεταλληνού)


Τίναξαν οι αμυγδαλιές τ' άσπρα τους νυφικά αναμαλλιασμένοι άνεμοι χτένισαν με λύσσα τους κλώνους τίναξαν πέταλα τα τριαντάφυλλα και τα πρώιμα χαμομήλια δεν τόλμησαν να ανατείλουν έχωσαν τα κεφάλια στις μασχάλες τους δειλά, μικρά σπουργίτια τα χνώτα πέτρωσαν στα πρόσωπα κι η πόλη φτηνό ξεπεσμένο κουστούμι ξεκρεμάστηκε από την κρεμάστρα των προσδοκιών Δεν άντεξε τόση παρακμή τόσους ανέμους να τη δέρνουν ανελέητα με τις βιτρίνες γεμάτες μακιγιαρισμένα χαμόγελα και οι άνθρωποι τυφλοί να μη βλέπουν.. Προς τι άλλωστε;

Δώρα Μέταλληνού



Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Το Ταξίδι της Αθωότητας (της Χριστίνης Σκουλούδη)


Καθώς η απρόσμενη φύση των λέξεων
ξεναγεί τους νεόφερτους ήχους
στις πρωτόγνωρες διαδρομές τους...
το ασυνήθιστο του καιρού χαμόγελο
κρεμάει τα ρούχα του στο σούρουπο
της ευτυχίας και της ευγνωμοσύνης
ανάμεσα στις συζητήσεις των αρωμάτων
ενός μενεξέ και μιας βιολέτας που ερωτοτροπούν ...
κάθε αυγή και κάθε δείλι.....
Ο Εσπερινός απλώνει τα χρώματα στο θόλο του..
μα.... αίφνης και πριν τα μικρά της φώτα ανάψει η νύχτα...
το γοερό κλάμα της αθωότητας ραγίζει τη γλυκειά
ξεκούραση της αυλής.........
σκοντάφτοντας...και με τη κορδέλα λυμένη πάνω στο λερωμένο 
το όμορφο το μοναδικό παιδικό της φόρεμα,
ξέπνοη τρέχει να κρύψει το κλάμα της η Αθωότητα
κάτω απ'τη τεράστια της Θλίψης ποδιά
ακουμπώντας τα αναφιλητά
των σπασμένων παιχνιδιών της ,
στις μεγάλες της τσέπες.
Σώπασαν τα κοτσύφια ,πάνω στη μεγάλη της αυλής βελανιδιά
ο μενεξές κι η βιολέτα σταμάτησαν του διαλόγους
έγειραν τα κεφαλάκια τους κι αγκαλιάστηκαν σφιχτά
μεσ''τη σιωπή των θαυμάτων να ονειρευτούν...
Παράξενη αστρολουζμένη κατέβηκε απόψε
η νύχτα , την Αθωότητα αγκάλιασε
...Πάμε της λέει.. αστέρι της
εδικής μου άδολης αυλής .... της σκούπισε τα ματάκια της ίσιωσε 
το φόρεμα και τη κορδέλα ..και με το βελούδινο χέρι της
έπιασε το δικό της το μικρούλικο ....
για τις αυλές των άστρων να πετάξουν ....
πέρα, επάνω,αλλούθε
στων Ουρανών τις απλωσιές
το παιχνίδι της η Αθωότητα...να συνεχίσει.....
............................................................
...λερώνουν εδώ .....
της Μνήμης το γελαστό παιχνίδι .....
"..... στη γη της ΟΥ ΤΟΠΙΑΣ.....πατρίδα τα παιδικά μας χρόνια .. 
πρωτεύουσα έχουν την Αθωότητα...... . "





αναστέλλονται οι θάνατοι (του Σπήλιου Παναγιωτόπουλου)


Την εγκύκλιο ψηλαφούσε
που χε αργά τη νύχτα λάβει
την κρατούσε όλο το βράδυ
έβριζε, μονολογούσε,
‘’Θα την σκίσω, θα την σκίσω
Και κομμάτι δεν θα αφήσω.’’
.
Ξαφνικά του ήρθε λάμψη
(Από τον θεό ποιος ξέρει)
φώτιση το μεσημέρι;;
δεν την είχε αντιγράψει,
μα την είχε βρει μονάχος!
Θα ‘τανε του Σόιμπλε τ' άγχος
.
Ένα τσούρμο βουλευτάδες
Κι υπουργοί συνεδριάζουν
Τα κανάλια...εκθειάζουν
για να ακούνε οι ραγιάδες.
-Κι η καλή μου, ω συμφορά μου,
Βλέπω, μου πε, την σειρά μου.-
.
Σύντροφε επαναστάτη
Τι ιδέα είχες πάλι
Θα την ζήλευε κι ο Στάλιν
‘’Αναστέλλονται οι θανάτοι!’’
-Μια πίττα σε πολλά κομμένη
Τρώγεται και δεν βαραίνει.-
.
Σε να χρόνο πάει η κρίση!
στέλνουν στον παπά φιρμάνι
με αγιασμό και με λιβάνι
τους νεκρούς να αναστήσει
(Του πάνε πως είναι νόμος,
Πρώτα όσοι χρωστάνε όμως.)
.
Μα όποιος θέλει τότε ας μείνει
αν το επιθυμεί ας κάτσει
να πληρώσει το χαράτσι
και ας αναπαυτεί εν ειρήνη.
- βρες τα με τον ρασοφόρο
μα αν μείνεις θα χεις φόρο.-
.
Αν δεν έχεις φράγκα κρίμα
θα χεις έξωση απ΄το μνήμα!
σύρε δούλεψε, δανείσου
ας τα δώσουν οι δικοί σου.
-Τούτη η Ελλάδα δεν πεθαίνει
Όσο ζούνε οι πεθαμένοι.-







Σαλπάρω στ' όνειρο (της Ελένης Ταϊφυριανου)


Κάθε βράδυ, σαλπάρω στ' όνειρο...
Φουσκώνω τα πανιά της φαντασίας,
και περιμένω να φυσήξει
της λήθης μου ο άνεμος...
Περιπλανιέμαι σκαρί τσακισμένο,
έρμαιο στους άγριους βοριάδες
και στα φαντάσματα της νύχτας...
Και λίγο πριν το χάραμα...
Ναυαγώ...στην εικόνα σου μπροστά...