Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Αφηστε με να βγω (της Εύας Λόλιου)

Πώς μπήκα σ' αυτόν τον κόσμο; Ποιος μ' έβαλε; Ζω χρόνια τώρα σε μια σωρό κοπριά, γεμάτος ψείρες. Κρύβομαι απ' τα άλλα σκυλιά, βλέπεις έχουμε πόλεμο, ανάμεσα στα αδέσποτα και τους ανθρώπους με τα λουριά στα χέρια.
Κάποιος μου κρύβει τον ήλιο επίτηδες.
Τα κτίρια είναι πολύ ψηλά, επίτηδες..
Αφήστε με να βγω!

Ψάχνω απεγνωσμένα τις νύχτες να βρω τον θεό, να του πω το παράπονό μου.Έστω έναν άνθρωπο με μπόλικη καρδιά να μ' ακούσει. Μα κάθε που συναντώ κάποιον και του μιλώ, το βάζει στα πόδια ή μου πετάει πέτρες.
Τα φώτα με τυφλώνουν, μ' αρρωσταίνουν καθώς τρέχουν στους δρόμους. Χωροφύλακες είναι, σέρνουν πίσω τους μεγάλα κλουβιά. Κλείνω τα μάτια  να μη με βρουν στο σκοτάδι.
Δε συμφωνώ με τον πόλεμο, αγάπη ζητώ.
Μα εκείνος που με έβαλε, μ' άφησε ορφανό χωρίς να με δώσει σ' ένα από τούτα τα όμορφα σπίτια, με τις χαρούμενες ουρές και τα κατεβασμένα αυτιά στις αυλές. Δε ζηλεύω, χαίρομαι που υπάρχει θεός κι άνθρωπος για εκείνα. Τον δικό μου ψάχνω χρόνια τώρα, μα κάποιος μου έκρυψε το φεγγάρι, επίτηδες..

Από που ξεκινούν οι αναμνήσεις μου;
Θυμάμαι μια υγρή γλώσσα που έγλυφε την μουσούδα μου, μια παγωμένη μύτη να μ' οσμίζεται και δυνατά δόντια να με αρπάζουν απ' το λαιμό, χωρίς να πονώ. Να περάσουμε την λεωφόρο, φτάνοντας εκεί που ζούνε άνθρωποι σε σκηνές, με τις μεγάλες φωτιές στα βαρέλια και την μυρωδιά του ωμού κρέατος στον αέρα.
Έπειτα θυμάμαι μια μεγάλη χούφτα που μ' έπιασε με ορμή και έτρεχε, έτρεχε, αφήνοντας πίσω την γλώσσα ματωμένη στην άσφαλτο. Ξύπνησα σε μια βρώμικη γη, χωρίς στοργή.
Ψάχνω να την βρω χρόνια τώρα στον ίδιο δρόμο αλλά και σε άλλους πιο μακρινούς. Μα μάταια...
Να ρωτήσω την χούφτα γιατί με άφησε σε αυτόν τον κόσμο;
Ποιος θεός την έβαλε να με σώσει;
Σήμερα είναι μια νύχτα χωρίς σκοτάδι.
Δε κλείνω τα μάτια μου.
Μήπως κ. χωροφύλακα έχετε μπόλικη καρδιά;
Μήπως είστε εσείς ο άνθρωπος ή ο θεός που χρόνια γυρεύω;
Και νόμιζα πως θα έβρεχαν τα μάτια σας σήμερα τόσο δα ήλιο, να τελειώσει ο πόλεμος..
Αφήστε με να βγω!

Εύα Λόλιου



Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Συνάντηση (του Πάτροκλου Σεφεριάδη)



Συναντώ τον έρωτα κάτω από τα μέτρα μιας ποίησης,
προβάλω έμμεσα την αγάπη,
δικαιολογία ικανοποίησης αχόρταγου κορμιού,
ο ίδιος σατυρος ξεφεύγω από τα μάτια του κόσμου
έχω κρυφή χαρά, μιλώ με πάθος αυτοσχεδιαζω λέξεις,
ηδονές απλόχερα μοιράζω,
τα βραδιά γίνονται ιδανικά,
οι ψυχές πείθονται,
φτάνει λίγο καλοσύνη,
καταλαβαίνω το ρυθμό της σκέψης,
προλαβαίνω κάθε επιθυμία,
στην παγίδα απώτερος στόχος,
θύματα γυρεύω.

Αναρωτιέμαι πως μπορώ,
τη μέγιστη τέχνη να εξευτελιζω,
έναν τυχαίο οργασμό,
κανείς δεν καταλαβαίνει,
έχει την προσοχή του,
η νύχτα
 ένα κουβάρι,
 ξετυλίγει  μοναξιά.

Με έμμεσο συμφέρον,
ζητώ ικανοποίηση  κορμιού,
δεν σταματώ τον κατήφορο,
άλλωστε τη μάσκα κάθε μέρα
αλλάζω,
τα βραδιά γεμάτα υπάρξεις,
παρηγορεί ο τόνος της φωνής.

Πάτροκλος Σεφεριάδης

Λέξεις από τη συλλογή
Τόλμα αν μπορείς



Η κλεψύδρα της ψυχής μου (της Σοφίας Σταθαρου)



Νιώθω τον χρόνο να περνάει, και εγώ μέσα του να χάνομαι.! Εγκλωβισμένη μέσα σε μια κλεψύδρα να ψάχνω τρόπο να αντιδράσω, να βγω, να δραπέτευσω..!!

Ο χρόνος μου τελειώνει και εγώ μαζί του νιωθω να καταστρεφομαι..!

Κάθε κοκκος άμμου που ξεγλυστραει είναι ένα  μικρό κύτταρο του κορμιού μου, της ψυχής μου και της σάρκας μου..!

Χάνομαι μέρα με την μέρα, στην δική μου δίνη, στην δική μου λήθη, στον δικό μου λαβύρινθο..!

Σκέψεις και φόβοι, μια ζωή χαμένη μια ζωή  μισή..!! Φεύγει ο χρόνος, τελειώνει η νύχτα και εγώ κενή, να προσπαθώ να συμφιλιωθώ με το παρόν μου..!

Ενα παρόν αβέβαιο, ένα παρελθόν σκοτεινό και το μέλλον μου λευκό. Δεν ξέρω, τι να σκεφτώ, δεν ξέρω αν θα νιώσω..!!

Ταξιδεύω μέσα σε χρόνους, σε πολιτείες και σε χωρες..!! Ανοίγω τα μάτια και είμαι ακόμη εκεί. Μέσα στην κλεψύδρα μου, να χάνομαι, κομμάτι κομματι, σάρκα και ψυχή..!!


Σοφία Σταθαρου



Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Ας ολοκληρώσουμε (του Βασίλη Σπανού)


Των ωρών μου το κατάμονον τέρας
ενηλικιώθη αποτόμως εψές βράδυ
βρίζοντας τα σπερματοδοχεία του σύμπαντος.
Πότε θ' αρπάξουν τα χερούλια της ανομβρίας
οι έναστροι αυτοκράτορες
που αιώνες τώρα πλαγιάζουν αμέριμνοι διερωτήθη.
Πότε θα φθάσουν επιτέλους στην ολοκλήρωση;
Τόση γονιμοποίηση περιμένει εδώ σε τούτον τον πλανήτη
μίαν μονάχα κίνηση
την κίνηση την Ηρακλείτια των αντιθέτων.
Παραπέρα δεν πάει, ο θάνατος είναι ολούθε τριγύρω
βιάζει και ασελγεί αδίκαστος ανερυθρίαστος σάτυρος
εκείνα που ώφειλαν
να προστατεύσουν οι κραταιοί οφθαλμολάγνοι.
Τα κράτη άλλα ρημάδια, κι' άλλα παμφάγα όρνεα,
εκτροχιασμένα τραίνα τα μεν κι' εργαστήρια ολέθρου τ' άλλα
μετρούν πτώματα η πωλούν πολέμους και φτώχεια.
Πόσον ανήλικα είναι τα βήματά μας ακόμη
παρότι ενηλικιώθηκαν οι βιβλιοθήκες κι' οι μέρες μας
από ποιήματα, ιστορία και φιλοσοφικά εγχειρίδια.
Τις ευθύνες παραπέμπουμε στους θεούς και στην μοίρα μας
αμφισβητούντες χασκογελώντας
πότε την λογική και πότε το συναίσθημα.
Είναι καιρός να ηχήσουν οι κώδωνες και οι σάλπιγγες
και οι συστοιχίες του εδώ και μη παρέκει
με οβίδες από πράξεις
να διαρρήξουν τον υμένα του μέλλοντος.


Βασίλης Σπανός




Και κάπως έτσι, χάθηκα στ’ άγνωστα νερά σου (Παντελής Χατζηκυριάκου)



Είχε πάρει να βραδιάζει κι εγώ βρισκόμουν ακόμη εκεί. Ξεχασμένος, από νωρίς, στην εξώπορτα της πολυκατοικίας να παρακολουθώ την καταιγίδα. Μαρμαρωμένος, κάτω από το ημίφως, βυθισμένος σε συναισθηματικά τέλματα κι επιλογές που ποτέ δε μου βγήκαν.

Πόσο καιρό είχα να αφεθώ στην αίσθηση μιας τέτοιας στιγμής; Βλέπεις μικρή μου, μπορεί ανέκαθεν η επαφή μου με τη φύση να αποτελούσε κίνητρο για μελαγχολία κι εσωτερικές εξορμήσεις, αλλά πάντα υπήρχε ένας λόγος για να αποφύγω μια τέτοια ενδοσκόπηση. Πάντα έβρισκα μια δικαιολογία για να μην κοιτάξω μέσα μου και αντικρίσω ολόγυμνη την αιτία που είχα τόση ανάγκη από αυτή την απόδραση. Το λόγο για τον οποίο ανέβαλα συνεχώς τη μεγάλη ανατροπή κρυμμένος πίσω από φθηνά προσχήματα και φυγόπονες προφάσεις.

Στεκόμουν εκεί. Παγωμένος, στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ζωής που πάντα λαχταρούσα και της πραγματικότητας που με διέλυε αργά και βασανιστικά. Όρθιος, γεμάτος πληγές, παγιδευμένος στο λαβύρινθο της ατολμίας και του φόβου για το αβέβαιο. Εγκαταλελειμμένος από κάθε αίσθηση, με το βλέμμα χαμηλά, στοιχειωμένο από δεύτερες σκέψεις και καταπιεσμένα συναισθήματα. Ένα βήμα με χώριζε από όλα αυτά που καρτερούσα. Μια απόφαση. Μια κουβέντα που θα στήριζα επιτέλους στην πράξη ήταν το εισιτήριο για ένα καλύτερο αύριο.

Είχα ξεμείνει από χρόνια να περιμένω ένα σημάδι. Ένα κάλεσμα που θα μου έδινε τη δύναμη και το θάρρος να αποτινάξω τις αλυσίδες της επιφυλακτικότητας και της αδυναμίας και να τις βροντήξω επιτέλους στο πάτωμα σπασμένες. Να συνθλίψω τα δεσμά του συμβιβασμού και της αναβλητικότητας και να αδράξω επιτέλους την απρόβλεπτη και περιπετειώδη ζωή. Να ρισκάρω, να τολμήσω, να κερδίσω. Μια αφορμή περίμενα καρδιά μου. Ένα σου μήνυμα, που ήρθε τελικά την πιο κατάλληλη στιγμή.

Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα τα προδομένα όνειρά μου να χορεύουν ξέφρενα και καταμουσκεμένα. Έκλεισα τις γροθιές μου και μέσα τους συνέτριψα κάθε ενδοιασμό και κάθε αμφιβολία. Βγήκα στο δρόμο και άφησα τη βροχή να κυλήσει στο σώμα μου καθάρια και να ξεπλύνει τις ανασφάλειες και τους δισταγμούς μου. Έκλεισα τα μάτια, άνοιξα τα χέρια, πήρα μια βαθιά ανάσα· και χάθηκα στα άγνωστα νερά σου.

Παντελής Χατζηκυριάκου