Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑΝΑΚΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑΝΑΚΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Χορηγός καρδιάς (απόσπασμα) (της Σοφίας Τανακίδου)


 Θα την αγαπώ!


«Παππού μάλλον θα βρέξει κοίτα τα σύννεφα πόσο μαυρίσαν…»

«Ας βρέξει, δεν είμαστε κι από ζάχαρη παιδί μου. Πότε θα έρθει το τρένο;»

«Αργεί ακόμη παππού…»

«Τότε γιατί ήρθαμε τόσο νωρίς εδώ;»

«Ήθελα να μιλήσουμε παππού λίγο πριν έρθει. Μόνοι μας! Ήθελα να σε ρωτήσω αν μου θύμωσες…»

«Γιατί να σου θυμώσω παλικάρι μου;»

«Που παράτησα το στρατό…»

«Κανείς δεν παρατάει το στρατό παλικάρι μου, όλοι στρατιώτες είμαστε της ζωής, εκεί που πας τώρα ξέρεις πόσοι πόλεμοι σε περιμένουνε; Καλό είναι λοιπόν όταν πολεμάς να πολεμάς γι’ αυτό που αγαπάς, αλλιώς ούτε θα παλέψεις, ούτε θα χαρείς την νίκη!»

"Θα βρέξει παππού και ξέχασα να σου πάρω ομπρέλα. Πώς θα γυρίσεις πίσω;»

«Πίσω; Κι εγώ που νόμιζα πως θα με έπαιρνες μαζί σου…»

«Αχ βρε παππού, μακάρι να ερχόσουνα μαζί μου, όλο φεύγω κι όλο σε αφήνω πίσω…»

«Έτσι κάνουν τα αετόπουλα, πετούν μακριά και ψηλά, δεν σε μεγάλωσα εγώ για να σε κρατώ πίσω… αχ αν ήμουν νιος τώρα θα πετούσα κι εγώ μακρύτερα απ’ όσο δε φαντάζεσαι…»

«Βρέχει παππού!»

«Μέσα σου μόνο γιε μου…»

«Κοίτα την, αυτήν την νεράιδα πως στέκεται μες στη βροχή, πονάω παππού που βρέχεται η ψυχή της… κρίμα που δεν πήραμε ομπρέλα».

«Έχεις τα φτερά σου, πήγαινε να την σκεπάσεις…»

«Φοβάμαι μήπως την τρομάξω…»

«Γι’ άλλο να φοβάσαι γιε μου… οι νεράιδες κλέβουν τις καρδιές…»

«Δεν έχω παππού καρδιά, τι να μου κλέψει;…»

«Έχεις… στο τρένο είναι, έφτασε η ώρα, ανέβα…

βιάσου πριν φύγει…»

«Φεύγω… αντίο παππού…»

«Το εισιτήριο σας;»

«Ορίστε!»

«Εσείς είστε ο Στέφανος; Σας περιμένει στο πρώτο βαγόνι…»

«Ποιος;»

«Η καρδιά σας… θέλει να γνωριστείτε πρώτα… να ελέγξει αν την αξίζετε… να βεβαιωθεί πως θα την αγαπάτε… ο κάτοχος της θέλει να είναι σίγουρος… η καρδιά αυτή έχει όνειρα, μην τα ανακατώσετε, κι ένα κομμάτι της καρδιάς της αγαπημένης του…»

«Το ορκίζομαι! Θα την αγαπώ... Θα την αγαπώ!»


«Όλα καλά! Ξυπνάει το παλικάρι μας! Μας τρόμαξες λίγο που δεν ξυπνούσες! Ποια θα αγαπάς Στέφανε;» η φωνή του γιατρού που τον ξύπνησε από την νάρκωση έφτασε σαν βάλσαμο στα αυτιά του.

«Την καρδιά μου!»

«Κι εγώ που νόμιζα κάποιο κορίτσι…»

«Έχει διαφορά; Το κορίτσι είναι μέσα στην καρδιά μου ήδη…»



Σοφία Τανακίδου



Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Σε είδα γυναίκα (της Σοφίας Τανακίδου)

 

Σε είδα γυναίκα
στο πρώτο μου κλάμα
τη μήτρα σου αφήνω
και βγαίνω γυμνός
στον κόρφο σου γέρνω από σένα χορταίνω
και γίνομαι άξαφνα γιος!

Σε είδα γυναίκα
μονάχη πλανιέσαι
λες δεν αγαπιέσαι
μα εγώ σε αγαπώ!
Και γίνομαι άντρας για σένα μονάχα
μα μένω συνάμα και γιος!

Σε είδα γυναίκα
στο πρώτο σου κλάμα
απ' το σώμα της βγαίνεις
που τόσο ποθώ
στον κόρφο της γέρνεις από κείνη χορταίνεις
και γίνομαι Πατέρας
μα μένω συνάμα
και άνδρας και γιος.

Σας είδα γυναίκες
γυμνές και ντυμένες
ψυχές κεντημένες
με ήλιο και φως
κι αν έχουμε φύγει κυνηγημένοι
- από τον παράδεισο διωγμένοι -
εγώ νιώθω μαζί σας
πως είμαι Θεός!

Σοφία Τανακίδου


Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

Ένας Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη (της Σοφίας Τανακίδου)





 Δύο μέρες μόνο την γνώριζε ο Οδυσσέας κι αναρωτιόταν γιατί δεν είχε φροντίσει να την γνωρίσει λίγο νωρίτερα. Μιλούσαν στο τηλέφωνο δύο βδομάδες σχεδόν και δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα χρειαζόταν μόνο δύο μέρες γνωριμίας για να την ερωτευτεί!! Έπρεπε απ' την πρώτη στιγμή που μίλησαν στο τηλέφωνο να της ζητήσει να βρεθούν από κοντά! Έχασε δύο βδομάδες ζωής μαζί της! Τώρα ήταν αργά, κι όσο την κοιτούσε μετάνιωνε, πόσο μετάνιωνε που δεν μπορούσε να της εκφράσει τι ένιωθε.

 Ήταν δύσκολο να το κατανοήσει κι ο ίδιος πόσο μάλλον να τολμήσει να το εκμυστηρευτεί και σε εκείνη. Θα γελούσε μαζί του και με το δίκιο της! Μα πώς μπορείς να ερωτευτείς τον άλλον σε δύο μόνο μέρες; Και πώς να του το πεις ενώ ξέρεις πως δεν υπάρχει μέλλον για μια τέτοια σχέση; Θα ‘ταν εξάλλου άνευ λόγου! Είχε δρομολογηθεί ήδη το ταξίδι της. Δεν ήταν ταξίδι για διακοπές, αλλά μια αμετάκλητη απόφαση να φύγει μακριά, σε μια άλλη ήπειρο για πάντα. 

Την είχε ρωτήσει πριν ακόμη την γνωρίσει προσωπικά, όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο.

 «Γιατί τόσο μακριά κοπέλα μου, χάθηκαν τόσες χώρες στην Ευρώπη;». 

«Αν είναι να φύγω, θέλω να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται, κι η Αυστραλία είναι το κατάλληλο μέρος!!»

Δεν της είπε λοιπόν τίποτα, ούτε για όσα ένιωσε μόλις την είδε από κοντά, ούτε για όσα φαντάστηκε δύο μέρες τώρα πως θα ήθελε να ζήσει μαζί της. Την ερωτεύτηκε! Έτσι ξαφνικά, έτσι απρόβλεπτα, έτσι χωρίς λόγο! Αυτός που δεν είχε ερωτευτεί ποτέ του ως εκείνη την μέρα! Ερωτεύτηκε μια ολότελα ξένη που έφευγε σε λίγες ώρες για πάντα!

 Την αποχαιρέτισε στο αεροδρόμιο, ξέροντας μέσα του πως ίσως να μην την ξαναέβλεπε και ποτέ. 

«Δεν υπάρχει μέλλον εδώ, δεν με κρατάει τίποτα και κανένας» ήταν η τελευταία της κουβέντα.

Κι αναρωτιόταν αν ήταν αυτός ο «κανένας»!

Όταν ήταν παιδί τον πείραζαν οι συμμαθητές του όταν διάβαζαν την Οδύσσεια. Σε εκείνο το σημείο που έστεκε ατρόμητος ο Οδυσσέας και παρουσιαζόταν σαν «κανένας» μπροστά στον Πολύφημο. Για μέρες ύστερα οι φίλοι του τον φώναζαν έτσι, αλλάζοντας το όνομα του. Τότε γελούσε μαζί τους, μα σήμερα, αυτές οι τελευταίες της κουβέντες τον έκαναν να συνειδητοποιήσει πως μετά τόσα χρόνια ήταν πράγματι ο «κανένας» για εκείνην.

«Αντίο Οδυσσέα, χάρηκα που σε γνώρισα, έστω και για λίγο. Θα τα λέμε αν θες στο τηλέφωνο» του φώναξε τώρα από απόσταση κι εκείνος σήκωσε το χέρι χαιρετώντας την για τελευταία φορά.

Κι έφυγε! Αυτό ήταν!

 Πέταξε το αεροπλάνο, κι εκείνη ήταν μέσα, αν κι αυτός περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή στο αεροδρόμιο μήπως μετανιώσει και κατέβει απ' το αεροπλάνο. Γιατί όμως να κατέβει; Δεν υπήρχε λόγος για εκείνην να κατέβει! Μόνο εκείνος ήξερε το λόγο! Δεν ήθελε να την χάσει! Ωστόσο δεν της είπε τίποτα. Απολύτως τίποτα! Μόνο πως θα της τηλεφωνεί, να μαθαίνει νέα της, κι αν μετανιώσει, να την βοηθήσει οικονομικά να γυρίσει πίσω αμέσως!

«Γιατί να μετανιώσω Οδυσσέα; Τόσο καιρό ετοιμάζω αυτό το ταξίδι, δεν το κάνω για να γυρίσω πίσω. Δεν πιστεύω στα πισωγυρίσματα» του είχε απαντήσει.

Αλλά ο Οδυσσέας παρακαλούσε για το αντίθετο! Γιατί βγαίνοντας απ' το αεροδρόμιο είχε σκοτεινιάσει, και το οξυγόνο πρέπει να ήταν σε έλλειψη, γιατί δεν μπορούσε να αναπνεύσει! Μα ήταν πρωί ακόμη, η ώρα δεν συμβάδιζε με το σκοτάδι έξω! 

«Έφυγε» μονολόγησε. Πώς θα άντεχε τόσο σκοτάδι; Έπρεπε να της τηλεφωνήσει! Αλλά μόλις είχε φύγει το αεροπλάνο! Πόσες ώρες; Πόσες ώρες θα άντεχε μέχρι να του στείλει μήνυμα ότι έφτασε; Πόσες ώρες θα άντεχε σε τόσο σκοτάδι; Και το οξυγόνο; Γιατί τόσο λίγο σήμερα;

«Έφυγε Οδυσσέα, πρέπει να το ξεπεράσεις» μονολόγησε πάλι, κι ένας κόμπος σταμάτησε στο λαιμό του σαν αγκάθι μαζί με μια λέξη που θα επαναλάμβανε για μέρες μπροστά στον καθρέφτη του.

«Έφυγε».


Είχαν περάσει ήδη δύο μήνες που έφυγε. Δύο μήνες μακριά της! Πίστευε πως περνώντας οι μέρες θα την ξεχάσει, ότι δεν θα στοιχειώνει το μυαλό του η ανάμνηση της και οι τόσο λίγες στιγμές που είχε μοιραστεί μαζί της κάποια στιγμή θα σβήναν απ' την μνήμη του. Δύο ημέρες ήταν μόνο εξάλλου! Τι αξία έχουν δύο εικοσιτετράωρα; Και πώς μπορούν να γεμίζουν και να αδειάζουν συγχρόνως δύο μήνες τώρα την ζωή σου;  

Μα τίποτα απ' όσα πίστευε δεν έγινε. Κάθε μέρα την θυμόταν όλο και περισσότερο, κι έπλαθε αναμνήσεις μαζί της που δεν υπήρξαν ποτέ! Κάπως έπρεπε να την θυμάται κι έτσι την θυμόταν μέσα από ψεύτικες θύμισες. Έζησε ακόμη και το πρώτο φιλί τους. Έψαχνε μέρες να βρει το κατάλληλο μέρος για να την φιλήσει. Ήθελε να είναι κάποιο ιδιαίτερο μέρος, που να ήταν το αγαπημένο της. Δεν είχε ιδέα όμως τι της άρεσε. Θα την ρωτούσε στο τηλέφωνο, θα μάθαινε απ' το τηλέφωνο τα πάντα για εκείνη. Μιλούσαν μια ώρα σχεδόν την ημέρα και κάθε φορά που έκλεινε το τηλέφωνο η μόνη του σκέψη ήταν πότε θα κυλίσει το εικοσιτετράωρο για να ξαναμιλήσουν, γιατί πάντα θα είχε ξεχάσει κάτι να της πει, κάτι να την ρωτήσει, κάτι ακόμη να μάθει..

Για το φιλί είχε μάθει ήδη και της το έδωσε, χωρίς εκείνη να το ξέρει ποτέ, κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι.

«Λατρεύω την πανσέληνο» του είχε πει κι εκεί φρόντισε να την φιλήσει. Στα όνειρα του! Μόνο ένα φιλί της είχε δώσει, δεν τόλμησε να την αγγίξει περισσότερο, ούτε καν στα όνειρα του, χωρίς την συγκατάθεση της.

Δύο μήνες τώρα της τηλεφωνούσε τάχα για να μάθει στην αρχή πώς έφτασε, πώς της φάνηκε η περιοχή που θα ζούσε, το σπίτι, η δουλειά της; Άσχετες ερωτήσεις για να μην της πει, όσα λαχταρούσε να της πει.

Άπειρα μηνύματα και λόγια πάντα φιλικά. Μόνο κάπου – κάπου μικρά πειράγματα κι ερωτήσεις του τύπου «παίζει κάτι;» για να μάθει αν υπάρχει κάποιος άλλος στην ζωή της, μα η απάντηση ευτυχώς για αυτόν ακουγόταν συνέχεια αρνητική. 

Είχε ακόμη ελπίδες; Να της το πει; Κι αν του έλεγε πως αυτή δεν τον νοιάζεται; Πώς τον βλέπει σαν φίλο; Μα και πώς αλλιώς να τον έβλεπε; Είναι κι αυτή η απόσταση, που και να θες να την ξεχάσεις, υπάρχει!!

Κι απόψε ήταν τα γενέθλιά της! Του το είπε χτες το βράδυ. Και δώρο δεν ήταν δυνατόν να της στείλει. Ίσως το καλύτερο δώρο να ήταν τα λόγια του! Να της το πει! Να της πει όλα όσα νιώθει! Έπρεπε να το τολμήσει! Αν όχι για εκείνην, να το κάνει γι' αυτόν, γιατί τα συναισθήματα του τον έπνιγαν κάθε μέρα και περισσότερο.

Της τηλεφώνησε την συνηθισμένη τους ώρα.

«Χρόνια πολλά κορίτσι μου, μακάρι να ήσουν εδώ να στα πω κι από κοντά» της είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε.

«Ευχαριστώ πολύ Οδυσσέα. Δύσκολη ημέρα! Είναι τα πρώτα γενέθλια που περνάω μόνη μου, χωρίς τους φίλους μου, την οικογένεια μου, χωρίς την αγάπη κάποιου».

«Ποιος σου είπε πως δεν έχεις αγάπη;».

«Κανένας» απάντησε και γέλασε μόνη της.

Αχ αυτός ο «κανένας» συλλογίστηκε, που δεν τολμά να μιλήσει και να της πει «Εγώ σ' αγαπώ».

«Τι εννοείς;».

«Τι, τι εννοώ;».

«Μόλις είπες πως μ' αγαπάς! Λάθος άκουσα;».

Το είπε; Της είπε φωναχτά αυτό που σκεφτόταν;

Αυτός το είπε; Ο Οδυσσέας το πρόφερε; Ή ο «κανένας;».

Τι σημασία είχε πια;

Το είπε, και δεν μπορούσε να το αναιρέσει τώρα, μόνο να το διευκρινίσει μπορούσε όσο γίνεται καλύτερα.

«Απ' την πρώτη στιγμή σ' αγαπώ, απ' το πρώτο λεπτό που σε είδα, που άκουσα την φωνή σου, που αντίκρυσα το βλέμμα σου. Δεν θυμάμαι πριν άλλο πρωινό, εκτός από εκείνο που σε γνώρισα! Και δεν θυμάμαι άλλη νύχτα πέρα από εκείνη που σ' έχασα!  Και δεν ξημέρωσε ξανά από τότε που έφυγες! Κι έχω ξεχάσει το όνομα μου κι έγινα ο «κανένας» για σένα, γιατί νιώθω κανένας χωρίς εσένα! Κι αν γίνω ξανά Οδυσσέας θα ‘ναι μόνο γιατί εσύ θα μου ξαναδώσεις πίσω το όνομα μου, γιατί το πήρες μαζί σου! Ταξίδεψε μαζί σου μαζί με την καρδιά μου! Μα μην τολμήσεις να μου στείλεις τίποτα απ' τα δύο πίσω. Αν μ’ αγαπάς έστω λίγο, κράτησε τα εκεί μαζί σου, γιατί εγώ μπορώ να ζήσω χωρίς όνομα και χωρίς καρδιά, η καρδιά μου όμως και το όνομα μου δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς εσένα!».

Έκλεισε το τηλέφωνο! Έπεσε η γραμμή; Ή το έκλεισε εκείνη; Δεν ξέρει τι να υποθέσει! Φοβάται να ξαναπάρει να ρωτήσει!! Κι αν δεν το σηκώσει; Χάθηκε κι ο εγωισμός του μαζί με το όνομα του!! Πόσο χαμηλά να πέσει πια; Θα περιμένει! Θα της δώσει το χρόνο της!

Ίσως να θέλει τον χρόνο της!

Κι αν δεν του τηλεφωνήσει ξανά; Κι αν μπλοκάρει τις κλήσεις του;

Αν φοβηθεί την αγάπη του; Αν τον πέρασε για τρελό; Μα ναι, ένας τρελός ήταν! Ούτε που την γνώριζε καν!

Δύο μέρες πριν φύγει για την Αυστραλία την γνώρισε, όταν της ετοίμασε τα χαρτιά για την μετανάστευση της, αυτό ήταν για εκείνην, ο άνθρωπος που απλά ετοίμασε τα χαρτιά της για να φύγει! Τίποτα άλλο! Ούτε καν ο «κανένας» δεν ήταν για εκείνην!

Πώς τόλμησε να της το πει τώρα από το τηλέφωνο; Ερωτική εξομολόγηση από το τηλέφωνο σε κάποια που γνώρισες μόνο για  δύο μέρες; Μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να το κάνει! Ή ένας θαρραλέος σαν τον Οδυσσέα, που διέσχισε ολόκληρο ωκεανό για να επιστρέψει στην Πηνελόπη του!

Έμεινε μετέωρος πάνω από το τηλέφωνο, χτύπησε αρκετές φορές ξανά μα δεν ήταν εκείνη, ακούστηκαν γλυκά ευγενικά πλάσματα που τον παρότρυναν να βγουν έξω μια βόλτα. Ναι, ήταν ο Οδυσσέας ένας άντρας με πολλές κατακτήσεις πάντα στο ενεργητικό του. Μόνο τους δύο τελευταίους μήνες ανακάλυψε ότι δεν είχε ποτέ του κατακτήσει τίποτα, γιατί μόνο εκείνη άξιζε να κατακτήσει, γιατί μόνο εκείνη ήταν η Ιθάκη του. Οι σειρήνες ήταν ένα μονοπάτι. Ο δρόμος του, το νησί του, το λιμάνι του, ήταν μόνο εκείνη!

Ήταν δύο η ώρα περασμένα μεσάνυχτα όταν χτύπησε το τηλέφωνο που έγραφε το όνομα της. Δεν κοιμόταν! Δεν θα ξανακοιμόταν ποτέ αν δεν του τηλεφωνούσε! Θα πέθανε ξάγρυπνος! Το είχε αποφασίσει! Ευτυχώς δεν τον άφησε να πεθάνει περιμένοντας, ίσως όμως να τον πέθαινε μια και καλή με τα λόγια της, σκέφτηκε λίγο πριν σηκώσει το τηλέφωνο, πριν ακούσει την φωνή της που του έλεγε κλαίγοντας.

«Ποια αγάπη μπορεί να ανθίσει πάνω σ' ένα τηλέφωνο; Ποια αγάπη μπορεί να βγάλει κλαδιά, να φυτρώσει και να εγκατασταθεί στην καρδιά από τόσο μακριά; Δεν αμφιβάλλω ότι μ' αγαπάς, κι ας μην με ξέρεις! Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν μ' ένα βλέμμα, μ' ένα λόγο, μ' ένα νεύμα ακόμη. Μα πόσο μπορεί να αντέξει η αγάπη αυτή όταν η απόσταση δεν της δίνει κανένα περιθώριο; Δεν θα γυρίσω Οδυσσέα, κι εσύ ξέρω πως δεν μπορείς να έρθεις να με βρεις! Κι είναι μεγάλη ευθύνη για μένα να κρατήσω την καρδιά σου και το όνομα σου εδώ μαζί μου, και φοβάμαι, φοβάμαι τόσο πολύ μήπως στην προσπάθεια να φυλάξω ότι εσύ απλόχερα μου χάρισες χάσω και την δική μου καρδιά και το δικό μου όνομα. Κι εγώ δε μπορώ να γίνω ο «κανένας» Οδυσσέα μου, ούτε να αλλάξω τ' όνομα μου και να γίνω η Πηνελόπη σου. Η Πηνελόπη έζησε με μια προσμονή ότι θα γυρίσει ο Οδυσσέας της, έτσι επέζησε, εγώ ξέρω ότι δεν θα έρθεις ποτέ να με βρεις, γιατί δεν είναι εδώ η Ιθάκη για σένα, κι εγώ δεν έχω σκοπό να γυρίσω πίσω».

Δεν πρόφτασε να της απαντήσει! Του έκλεισε πάλι το τηλέφωνο!

Του το δήλωσε εξάλλου ορθά κοφτά πως εκείνη δεν θα έκανε ούτε ένα βήμα πίσω! Τι περίμενε; Ότι θα έτρεχε στην αγκαλιά του; Ότι μετά από τόσες προσπάθειες να φύγει θα γύριζε πίσω μόλις εκείνος θα της το ζητούσε; Ποιος ήταν άλλωστε; Τι περίμενε άραγε; Πώς θα μπορούσε απ' το τηλέφωνο να την αγαπάει και να γεμίσει την ζωή και την ψυχή της; Να την αγαπάει δίχως ένα χάδι, μια αγκαλιά, ένα φιλί, ένα βλέμμα; Με λόγια μόνο κι όνειρα; Λόγια μεγάλα κι όνειρα απατηλά; Δίχως πράξεις κι αντίκρισμα; Δεν ανθίζει η αγάπη απ' το τηλέφωνο, δεν είναι ρίζα το καλώδιο Οδυσσέα, και χωρίς ρίζα τίποτα δε στεριώνει, μόνο να μαραίνει την καρδιά μπορεί και να την πονάει. Η δική του ήδη είχε μαραθεί δεν θα άφηνε να συμβεί και σε κείνη το ίδιο. Όταν αγαπάς αληθινά θυσιάζεις τα πάντα γι' αυτόν που αγαπάς, ακόμη και την ίδια την αγάπη. Τον μόνο που δεν θυσιάζεις είναι τον άνθρωπο σου!

«Έχεις δίκιο!» της έγραψε στο μήνυμα του.

«Δεν είσαι η Πηνελόπη μου, γιατί αν ήσουν θα είχα ξεκινήσει ήδη το ταξίδι μου για να σε βρω, όπου κι αν εσύ είχες ταξιδέψει! Ούτε εγώ είμαι ο Οδυσσέας σου. Ούτε ο «κανένας» δεν είμαι καν, γιατί εκείνος είχε περισσότερη τόλμη από μένα να ξεπερνάει τα εμπόδια και να βρίσκει τρόπους να προχωράει μπροστά. Δεν είμαι άξιος λοιπόν να σου ζητώ να φροντίσεις εσύ την δική μου καρδιά και το δικό μου όνομα. Δεν μου αξίζει αυτή η φροντίδα! Συμφωνώ σ' όλα όσα μου είπες! Μόνο σ' ένα δεν συμφωνώ! Πως η Ιθάκη μου είναι εδώ! Δεν είναι εδώ η Ιθάκη μου! Η Ιθάκη μου είσαι εσύ! Γιατί οι Ιθάκες δεν είναι μόνο μέρη, αλλά είναι κι άνθρωποι! Κι εσύ είσαι η Ιθάκη μου! Η Ιθάκη που έχασα! Κι αυτό θα 'μαι από δω και πέρα…ένας Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη».

Έστειλε το μήνυμα κι έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν είχε τίποτα άλλο να της πει. Είχε αδειάσει μπροστά της την ψυχή του, χωρίς όμως να μπορεί να της προσφέρει έστω μια χαραμάδα ελπίδας, ότι θα έκανε ένα βήμα περισσότερο για εκείνην. 

Ένας δειλός ήταν, που φαντάστηκε πως επειδή θα της φανέρωνε την αγάπη του, εκείνη έπρεπε να μπει στο πρώτο αεροπλάνο και να γυρίσει κοντά του!! 

«Πόσο εγωιστής είμαι» αναρωτήθηκε. «Πόσο εγωιστής θεέ μου!».

Άνοιξε ξανά το τηλέφωνο το πρωί, για να βρει ένα μήνυμα δικό της. Πέντε λέξεις ήταν, πέντε μικρές λεξούλες που κατέληγαν σ' ένα ερωτηματικό.

«Θα με περίμενες δύο χρόνια;».

Δύο χρόνια; Τι είναι δύο χρόνια μπροστά σε μια ολόκληρη ζωή μακριά της; Τι είναι δύο χρόνια χωρίς εκείνη, όταν θα ζούσε όλα τα υπόλοιπα δίπλα της; Ναι, μπορούσε να περιμένει δύο χρόνια! Αλλά γιατί δύο χρόνια; Θα ήθελε να την ρωτήσει, αλλά μετάνιωσε! Όχι, δεν είχε σημασία το πόσο χρόνο του έθεσε εκείνη για όριο να γυρίσει. Όσο χρόνο και να του έθετε, θα συμφωνούσε! Αρκεί να γύριζε.

«Τι είναι δύο χρόνια, μπροστά σε ολόκληρη την ζωή που σε περίμενα;» της έγραψε βιαστικά

«Δεν ξέρω Οδυσσέα, δεν ξέρω αν αντέξουμε, αλλά θέλω απόλυτη ειλικρίνεια από εσένα. Αν μετανιώσεις, αν μέσα σ' αυτά τα δύο χρόνια καταλάβεις ότι όλα ήταν ένα καπρίτσιο, ένας ενθουσιασμός, θέλω να το ξέρω. Μην με αφήσεις να γυρίσω πίσω αν δεν μπορείς να μ' αγαπήσεις όπως μου υποσχέθηκες. Αν δεν είμαι η Ιθάκη σου όπως μου εξομολογήθηκες, μην ξεριζώσεις ξανά τις ρίζες μου, άσε με να ριζώσω εδώ!»

Αυτό ήταν λοιπόν! Γι' αυτό του έδωσε δύο χρόνια! Για να τον δοκιμάσει! Να δοκιμάσει πόσο θα αντέξει η αγάπη του! Αν ήταν ένας ενθουσιασμός, το ήξεραν κι οι δύο ότι σε λίγους μήνες θα ξεφούσκωνε, αν όχι όμως, η απόσταση μέσα σε δύο χρόνια θα θέριευε τον πόθο τους, τόσο, που θα μετρούσαν, τους μήνες, τις μέρες, τις ώρες και τα λεπτά μέχρι να ανταμώσουν ξανά.

«Στο υπόσχομαι, αν μετανιώσω, αν νιώσω ότι δεν θα μπορέσω να σε αγαπήσω όπως σου αξίζει, δεν θα σε αφήσω να κάνεις ποτέ αυτό το ταξίδι, αρκεί να με εμπιστευτείς. Αλλά πρέπει να μου το υποσχεθείς κι εσύ! Για σένα είναι πιο δύσκολο, γιατί εσύ ακόμη δεν μ’ αγαπάς, δεν νιώθεις ότι νιώθω εγώ, και δε ξέρω αν κατορθώσω από τόσο μακριά να σε πείσω να μ' αγαπήσεις όπως σ' αγαπώ. Αν ήταν μεταδοτική ασθένεια η αγάπη θα σε είχα κολλήσει ήδη πριν φύγεις, μα αλίμονο δεν είναι».

«Οδυσσέα, τίποτα δε ξέρεις για μένα, κι ας πιστεύεις πως με γνωρίζεις! Όλους αυτούς τους δύο μήνες, κάθε μέρα, όταν γύριζα από τη δουλειά κουρασμένη, απογοητευμένη, απελπισμένη, μόνη, ολότελα μόνη, υπήρχε κάποιος στη ζωή μου που μου τηλεφωνούσε καθημερινά, την ίδια ώρα, που ήξερε ότι ξεκουράζομαι. Την ώρα που αυτός λόγω διαφορετικής ώρας θα έπρεπε να κοιμάται. Δεν κοιμόταν όχι, ξαγρυπνούσε για να με ρωτήσει, πώς είμαι, πώς κύλησε η μέρα μου! Κι εγώ περίμενα αυτό το τηλεφώνημα, γιατί ήταν το μόνο που δεν με ξέχασε ούτε μια νύχτα! Ξέρεις πόσοι μου τηλεφωνούσαν τις ώρες που εργαζόμουν ή την ώρα που κοιμόμουν; Ξεχνώντας ότι δεν θα μπορούσα να απαντήσω! Και θύμωναν κιόλας που δεν απαντούσα!! Μόνο εσύ ήσουν που υπολόγιζες τον χρόνο, τις ώρες, τα λεπτά για  να μην με ενοχλήσεις στην δουλειά ή στον ύπνο μου, για να είσαι εκεί, μόνο όταν σε χρειάζομαι εγώ! Μόνο εσύ ήσουν Οδυσσέα!!

Κι εγώ περίμενα κάθε βράδυ αυτό το τηλεφώνημα, σαν σταγόνα δροσιάς σε μια άνυδρη μέρα, διψούσα για τα λόγια σου, έσβηναν την φωτιά της θλίψης μέσα μου κι άναβαν την φωτιά της ελπίδας, ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που νοιάζεται για μένα πραγματικά, ήξερα πως δεν είμαι πια μόνη. Πολλές φορές φαντάστηκα ότι δεν μιλούσαμε από το τηλέφωνο, ότι ήσουν δίπλα μου, σε έβλεπα, σε μύριζα, σ' άγγιζα, και παρακαλούσα μέσα μου, να μην κλείσεις το τηλέφωνο, να μου δώσεις ακόμη ένα λεπτό, κι ύστερα ακόμη ένα λεπτό, κι ύστερα ακόμη ένα λεπτό….

Δεν ήξερα τον τρόπο που μ' αγαπάς, υπάρχουν χιλιάδες τρόποι για να αγαπάει κάποιος, και θα δεχόμουν όποιον τρόπο κι αν μου ζητούσες να μ' αγαπάς. Μόνο έναν τρόπο δεν θα δεχόμουν!! Να με αγαπάς χωρίς μέλλον!! Δεν θα μπορούσα να στο ζητήσω αυτό! Γι' αυτό σου ζήτησα στην αρχή να πάρεις πίσω την καρδιά και τ' όνομά σου που τόσο απλόχερα μου πρόσφερες. Δεν στο ζήτησα επειδή εγώ δε σ' αγαπούσα Οδυσσέα! Στο ζήτησα ακριβώς γιατί σ' αγάπησα!!

Και πώς θα μπορούσα να μην σε αγαπήσω; Αν εσύ μ' αγάπησες σε δύο μέρες, εγώ σε δύο μήνες, τι λιγότερο θα μπορούσα να κάνω; Σε δύο μήνες που ήσουν πιο κοντά μου και πιο δίπλα μου απ' όσο κανείς άλλος δε βρέθηκε ποτέ στη ζωή μου! Δύο μήνες τώρα εγώ, δεν ένιωσα ούτε λεπτό μακριά σου! Δεν φοβήθηκα λοιπόν ποτέ μου την απόσταση, κι ας μίλησα μόνο για αυτήν, φοβήθηκα μήπως εσύ φοβηθείς την απόσταση και λιγοψυχήσεις κι εγώ δεν θα το άντεχα να μην με αγαπάς αύριο όπως μέχρι σήμερα που κάθε μέρα μου αποδεικνύεις με το ενδιαφέρον σου».

«Μ' αγαπάς; Τόση ώρα αυτό μου εξηγείς; Οτι μ’ αγαπάς; Θέλω να το ακούσω. Σε παρακαλώ θέλω να το ακούσω! Μην μου στερήσεις αυτή την λέξη».

«Σ’ αγαπώ Οδυσσέα! Πώς θα μπορούσα να μην σε αγαπώ; Μόνο αυτό μου μάθαινες δύο μήνες τώρα! Να σ' αγαπώ! Θα ήμουν τρελή αν δεν σ' αγαπούσα!»

«Ξαναπέστο».

«Σ’ αγαπώ Οδυσσέα».

«Κι είκοσι χρόνια θα σε περιμένω, αρκεί να μου το λες κάθε μέρα».

«Πιστεύεις ότι θα αντέξεις είκοσι χρόνια να με περιμένεις;».

«Ξεχνάς πώς με λένε;»!!


Σοφία Τανακίδου

Σάββατο 8 Μαΐου 2021

Φεύγουν οι άνθρωποι (της Σοφίας Τανακίδου)




Φεύγουν οι άνθρωποι
οι αγκαλιές αδειάζουν
η μοναξιά κι ο πόνος
μες στη καρδιά φωλιάζουν.
Φεύγουν οι άνθρωποι
χωρίς ένα αντίο
στο νοτισμένο χώμα
αφήνουν το σαρκίο.

Που πήγε η δική σου
ψυχή για να τη δω;
Σε θάλασσα αρμενίζει
πετά στον ουρανό;

Ποιο κύμα μου την πήρε
και πλέει στα βαθιά
Ποιο άστρο την κρατάει 
και δεν το μαρτυρά.

Που πήγε η ψυχή σου
κανείς δεν απαντά
και έχει σκοτεινιάσει
ο νους και η καρδιά.

Φεύγουν οι άνθρωποι
μην κλάψεις μου 'χες πει
αν έχουν ζήσει λίγη,
μα αληθινή ζωή.
Φεύγουν οι ανθρώποι
κι αν φύγω πρώτα εγώ
κι εκεί θα σε προσέχω
κι εκεί θα σ´αγαπώ.

Μα το "εκεί" δεν ξέρω
το ψάχνω να το βρω
κι ακούω τη φωνή σου
λίγο πριν τρελαθώ.
"Μες στην ψυχή σου είναι
το μέρος που θα ζω"


Σοφία Τανακίδου




Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Η αγάπη ήρθε μια μέρα πριν (της Σοφίας Τανακίδου)




Η Βασιλική άκουγε με προσοχή τα λόγια του γιατρού που την ενημέρωνε για την κατάσταση της μητέρας της, αλλά μόνο μια λέξη είχε συγκρατήσει από όσα της έλεγε. Η λέξη  «καρκίνος» θαρρείς και φώλιασε μέσα στο μυαλό της κι είχε επισκιάσει όλες τις υπόλοιπες. Χωρισμένη από χρόνια μεγάλωνε μόνη της δυο παιδιά και η μάνα της ήταν το στήριγμα της, το μοναδικό της στήριγμα, ο μοναδικός άνθρωπος που δεν την εγκατέλειψε ποτέ, ο μοναδικός που την αγαπούσε τόσο.

 Ήθελε ένα τσιγάρο, αυτό μόνο χρειαζόταν! Βγήκε τρέχοντας από το νοσοκομείο, κάθισε σε ένα πεζούλι, έβαλε το χέρι στην τσέπη κι ανακάλυψε ότι δεν είχε το πακέτο μαζί της, αλλά στην τσάντα της που είχε ξεχάσει μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου.

Έβρισε τόσο δυνατά που όλοι γύρισαν και την κοίταξαν υποτιμητικά. Μόνο ένας την πλησίασε με ένα τσιγάρο στα χέρια και της το πρόσφερε.

-Άσχημα τα νέα; Σε είδα νωρίτερα που μιλούσες με τον γιατρό, έχω κι εγώ συγγενή μου μέσα στο νοσοκομείο.

-Τα χειρότερα, καρκίνος που καλπάζει, και δεν μπορούμε να μείνουμε κι εδώ, έχει κρούσματα του κορονοιού, καλύτερα θα είναι να πάμε στο σπίτι σε καραντίνα.

-Όλοι θα μείνουμε σε καραντίνα από βδομάδα, ετοιμάζουν σκληρά, όλες οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο.

-Θα βγούμε την Δευτέρα, καλύτερα σπίτι, ναι καλύτερα σπίτι φοβάμαι εδώ για την υγεία της, Δευτέρα θα καλέσω ταξί και σπίτι καραντίνα.

-Θα σας πάω εγώ αν δεν έχεις μέσον, της είπε ο άγνωστος κι εκείνη χαμογέλασε

-Ούτε με ξέρεις, ούτε σε ξέρω!

-Ευκαιρία να με μάθεις και να σε μάθω. Με λένε Γιώργο, μένω Αθήνα αλλά ήρθα στην Πάτρα για τον συγγενή μου όπως σου είπα, θα είμαι εδώ το τριήμερο μπορώ να σε βοηθήσω στη μεταφορά και σαν αντάλλαγμα μου φτάνει, αν θες βέβαια και συ, να συζητάμε εδώ στο προαύλιο, δεν γνωρίζω κανέναν εδώ, είσαι η πρώτη που γνωρίζω.

-Κι έκανες την τύχη σου, τον πείραξε.

-Γιατί το λες αυτό; Εγώ βλέπω μπροστά μου μια εξαιρετική γυναίκα. Σε κοιτούσα δύο μέρες τώρα πως φρόντιζες την  μητέρα σου.

-Με παρακολουθούσες λοιπόν; 

-Εντάξει, δεν θα έλεγα πως σε παρακολουθούσα, απλώς ήσουν ότι πιο όμορφο εδώ μέσα και μου αρέσει να κοιτάζω προς το όμορφο πάντα, ακόμα κι όταν το όμορφο έχει μια μελαγχολία μέσα του σαν την δική σου. Για το βλέμμα σου μιλώ που είναι απίστευτα μελαγχολικό, δυνατό βλέμμα αλλά γεμάτο μελαγχολία, θα μου πεις εδώ μέσα στο νοσοκομείο με την μητέρα σου άρρωστη είναι επόμενο…

-Είναι που όλα στη ζωή μου θαρρείς και έρχονται ανάποδα βρε Γιώργο, ό, τι και να κάνω, όσο και να προσπαθώ, στραβά κι ανάποδα όλα, ακόμα κι οι άνθρωποι που γνωρίζω, στραβοί κι ανάποδοι, ίσως πάλι και να ‘μαι εγώ η στραβή δε ξέρω.

-Θέλεις ακόμα ένα τσιγάρο; την ρώτησε προσφέροντας της ήδη το δεύτερο.

-Ξέρεις πολλές φορές όλα μας πάνε στραβά επειδή το σύμπαν μας κλείνει τους δρόμους για να ακολουθήσουμε τον έναν που τελικά θα είναι ο σωστός. Εγώ πιστεύω Βασιλική μου πως σου πήγαν όλα στραβά μέχρι τώρα για να βρεθείς αυτή την καθορισμένη στιγμή εδώ, και πως κι εμένα με έστειλε η μοίρα εδώ -  που δεν έχω ξαναέρθει ποτέ στην πόλη σου - αυτήν την συγκεκριμένη στιγμή για να γνωρίσω εσένα, κι εσύ για να γνωρίσεις εμένα.

-Γιώργο ή τρελός είσαι, κι ελπίζω όχι βρε φίλε μου γιατί σε συμπάθησα, ή είσαι συγγραφέας βιβλίων επιστημονικής φαντασίας.

-Δεν είμαι, όμως έπεσες λίγο κοντά, είμαι ποιητής! Σου αρέσει η ποίηση;

-Μου κάνεις πλάκα τώρα! Αν μου αρέσει η ποίηση; Εγώ γράφω σαν τρελή από τη μέρα που γεννήθηκα!!

-Σου το είπα…το σύμπαν ήθελε να γνωριστούμε και τώρα μου το επιβεβαίωσε!!

Η συζήτηση συνεχίστηκε για πολλή ώρα, αυτή τη φορά με θέμα την ποίηση, κι αυτό συνεχίστηκε ολόκληρο το Σαββατοκύριακο μέχρι την Δευτέρα που ο Γιώργος βοήθησε στην μεταφορά της μητέρας της στο σπίτι τους, όπου τον καλοδέχτηκαν σαν να τον γνώριζαν χρόνια.

- Έχεις υπέροχη οικογένεια, της είπε φεύγοντας την ίδια μέρα για Αθήνα και συνέχισε..

-Ξέρω ότι είναι πολύ νωρίς Βασιλική μου για αυτό που θα σου πω, αλλά ο χρόνος για μένα έχει την αξία που του δίνω εγώ, κι αυτή τη στιγμή για μένα είναι σαν να σε ξέρω από πάντα, από την αρχή του χρόνου της ζωής μου! Θέλω να ξέρεις λοιπόν ότι επιθυμώ όλο τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής που μου αντιστοιχεί να τον περάσω μαζί σου. Πριν απαντήσεις, ίσως αρνητικά, επειδή νομίζεις πως δε με γνωρίζεις, σκέψου πόσους ανθρώπους γνώριζες καλά και τελικά δεν ήταν αληθινοί και δώσε μου την ευκαιρία να σου αποδείξω πως εγώ είμαι. Πρέπει να φύγω και ίσως λόγω καραντίνας δεν μπορέσω να σε δω από κοντά πολλές πολλές μέρες, αλλά θα σε έχω καθημερινά μέσα στη σκέψη και στη ζωή μου αν το θέλεις και συ και μου το επιτρέψεις να σε σκέφτομαι…θα είσαι η μούσα στα ποιήματα μου από σήμερα, ό, τι γράφω θέλω να ξέρεις ότι θα είναι για σένα, αρκεί να μου πεις ναι.

-Δεν μπορώ ούτε να σου απαγορεύσω να με σκέφτεσαι, ούτε βέβαια να μην γράφεις για μένα ποιήματα, αλλά δε ξέρω πως από τόσο μακριά μπορεί μια σχέση να ευδοκιμήσει, ίσως είναι λίγο ονειρικό αυτό, ένα απατηλό όνειρο.

- Μπορεί να βρισκόμαστε σε καραντίνα Βασιλική μου από αύριο, αλλά εγώ, κι ελπίζω κι εσύ, δε βάζω σε καραντίνα τα αισθήματα μου. Με κάθε τρόπο θα βρίσκομαι δίπλα σου! Όσο μακριά κι αν αυτός ο ιός μας κρατήσει, με την βοήθεια αυτού του ιού θα δώσουμε την ευκαιρία στους εαυτούς μας να γνωριστούμε ακόμα καλύτερα, γιατί στα δύσκολα οι άνθρωποι δένονται κι αγαπιούνται περισσότερο, μπορούμε να μιλάμε από απόσταση, μπορούμε να βλεπόμαστε από απόσταση, υπάρχει η τεχνολογία σήμερα που μας το επιτρέπει, κι όταν λήξει η καραντίνα σου υπόσχομαι τίποτα και κανένας δε θα μπορεί να με κρατήσει μακριά σου, γιατί εγώ το ξέρω από την πρώτη στιγμή που σε είδα πως είσαι η γυναίκα που το όνομα της θα κλείσει τον επίλογο του βιβλίου της ζωής μου. Βασιλική, η μούσα μου και η βασίλισσα μου, στο υπογράφω!

Εκείνη δεν απάντησε, δεν μπορούσε! Έκλαιγε! Τον αγκάλιασε μόνο, τον αγκάλιασε όσο πιο σφικτά μπορούσε σαν να ήθελε να μην τον χάσει και ύστερα άγγιξε το πρόσωπο του και με τα δύο της χέρια, χαϊδεύοντας τον τρυφερά και τον φίλησε το ίδιο τρυφερά στα χείλη.

Εκείνος σκούπισε τα δάκρυα της και της είπε.

-Σου υπόσχομαι στη ζωή μου ότι αυτά τα δάκρυα θα είναι τα τελευταία.

Την επόμενη μέρα αποφασίστηκε γενική καραντίνα. 

Ευτυχώς η αγάπη είχε προλάβει να ‘ρθει μια μέρα νωρίτερα.


Σοφία Τανακίδου

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε


Τίτλος:
 Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε

Συγγραφέας: Σοφία Τανακίδου

ΕΙδος: Νουβέλα

Εκδόσεις: Αυτοέκδοση

Έτος Έκδοσης: Ιούνιος  2020

Σελίδες: 138

Σχήμα: 14 Χ 21


ISBN: 978-618-00-2064-9

Τα όνειρα πρέπει με κάθε κόστος, ακόμα και της ίδιας της ζωής, να πραγματοποιούνται· δεν πρέπει να μένουν ανεκπλήρωτα. Γιατί τι είναι ένας άνθρωπος χωρίς όνειρα, χωρίς προσδοκίες; Ένας ζωντανός νεκρός! Γιατί, όταν στερηθεί κάποιος ένα όνειρο, η ψυχή του πεθαίνει μαζί του, δίχως όνειρα δεν ξημερώνει η μέρα και δεν τελειώνει η νύχτα. Δίχως όνειρα η ζωή είναι ένας ζωντανός θάνατος. Κανείς δε βλέπει ότι είσαι πεθαμένος, μόνο η ψυχή σου το βλέπει και βουλιάζεις, δεν ζεις, απλά ανασαίνεις σ’ ένα φριχτό κόσμο, δίχως να ξέρεις τι σου φταίει, τι σου λείπει, τι σε σκοτώνει


Σοφίας Ποίηση (της Σοφίας Τανακίδου)


Τίτλος: Σοφίας Ποίηση 

Συγγραφέας: Σοφία Τανακίδου

ΕΙδος: Ποιητική Συλλογή

Εκδόσεις: Δυάς

Έτος Έκδοσης: Απρίλιος  2020

Σελίδες: 64

Σχήμα: 14 Χ 21


ISBN: 978-618-5166-79-3


Θέλω να αλλάξω το όνομά μου.
Εκείνο που μου έδωσαν οι άνθρωποι
χωρίς ποτέ να με ρωτήσουν.
Ζηλεύω τους άλλους με τα απλά τους ονόματα
που δεν μου θυμίζει τίποτα
την μηδαμινότητά τους.
 
Με ονόμασαν Σοφία.
Πόσο κουτή, πόσο λίγη νιώθω
μπροστά στο όνομά μου.
Που όσο και να προσπαθώ
να το φτάσω
το όνομά μου αετός δίχως ταίρι.
Άπιαστο αστέρι…
 
Θέλω να αλλάξω το όνομά μου…
Μα άλλο δεν βρίσκω,
πιο όμορφο να’ ναι.
Ίσως αν ξανά προσπαθήσω
να το αγαπήσω,
η αγάπη με κάνει σοφότερη λίγο
και μαζί με το όνομά μου
και τον εαυτό μου πια αγαπήσω.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Ποιητική έλξη (της Σοφίας Τανακίδου)



Με ελκύουν πάντα 

τα ποιήματα.

Μια Κυριακή

γεννήθηκαν μαζί μου.

Στο πρώτο κλάμα μου

ανασάναν

στην πρώτη λέξη μου

ανθίσαν

Κι έκτισα τείχη να τα προφυλάξω

απ' τον έξω κόσμο.

Χρόνια στη λήθη και στη μοναξιά μου, κρυμμένα.

Και μια βραδιά ονειρική μου χτίσαν γέφυρες

να βρω ανθρώπους

που ήταν γεννημένοι 

σαν εμένα.

Με μια λέξη καρφωμένη στης ψυχής τους τα ενδότερα

Με μια έλξη για της ποίησης το ατελείωτο ταξίδι..


Σοφία Τανακίδου

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

Ξεγελαγα την δίψα μου (της Σοφίας Τανακίδου)


Ξεγέλαγα την δίψα μου
απάνω σε δυό χείλη
που μου 'ταξαν τον ουρανό
και τ' άστρα ένα δείλι.

Ξεγέλαγα τη δίψα μου
απάνω στο κορμί της
που μού 'δινε απλόχερα
με όλη την ψυχή της.

Ήπια γαλάζια χρώματα
Ήπια χρυσές αχτίδες
Ήπια φεγγάρια ξάστερα
Ήπια βροχή περσίδες.

Ήπια του ήλιου της το φως
Ήπια τα όνειρα της
Ήπια όλο το αίμα της
Ήπια και την καρδιά της.

Δεν έπαψε η δίψα μου
δεν ξεδιψά η δόλια
όσο κι αν είναι δίπλα μου
μέσα μου είναι χώρια

Δεν έπαψε η δίψα μου
δεν ξεδιψώ ακόμα
φταίει που λείπει το φιλί
 απ' το δικό σου στόμα.

Σοφία Τανακίδου

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Ο πατέρας (της Σοφίας Τανακίδου)


Ήταν ακόμα χαράματα όταν ξεκίνησε για την δουλειά, τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια μάζευε από τους κάδους, χαρτιά, κουτάκια αναψυκτικών, γυάλινα μπουκάλια κι ότι μπορούσε να πουληθεί.
Αυτή ήταν η δουλειά του λοιπόν, ένας ρακοσυλλέκτης που είχε κάπου κάπου και τα τυχερά του, χάρη σε πολλούς αφηρημένους ανθρώπους που μαζί με τα σκουπίδια πετούσαν και πολύτιμα πράγματα όπως χρυσαφικά ή ακόμα και χρήματα.
Έτσι λοιπόν επιβίωνε τα τελευταία 17 χρόνια, γιατί σε άλλες δουλειές δεν τον δέχονταν κανείς, όλοι γνώριζαν το ποιόν του, δεν ήταν μόνο καυγατζής ηταν και επιρρεπής στο ποτό,
Ενας - δύο που τον πήραν στη δούλεψή τους αγανάκτησαν και τον έδιωξαν αμέσως, έτσι η δουλειά του ρακοσυλλέκτη ήταν η μόνη του διέξοδος.
Τρίτη Κυριακή του Ιούνη και η μέρα έδειξε από το πρωί ότι θα ήταν πολύ ζεστή, ευτυχώς είχε προβλέψει να πάρει μαζί του παγωμένο νερό για τον δρόμο, σταμάτησε στον πρώτο κάδο κι άρχισε να ψάχνει μέσα σε αυτόν αλλά δεν έβρισκε τίποτα κατάλληλο προς πώληση, θύμωσε τόσο που άρχισε να πετάει τις σακούλες με φόρα στο δρόμο
" Τι κάνετε; Θα ειδοποιήσω την αστυνομία" ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την απέναντι πολυκατοικία.
Γύρισε την κοίταξε φανερά εκνευρισμένος και της φώναξε
" Ότι γουστάρω θα κάνω κυρά μου, άντε στη δουλειά σου που σε ενοχλήσαμε"
Η γυναίκα αναγνωρίζοντας το ποιος ήταν ξαφνικά, είπε ένα " Ο τρελό - Γιάννης είναι;" και μπήκε στο σπίτι χωρίς να συνεχίσει την αντιπαράθεση γνωρίζοντας ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα μαζί του.
Όλοι το ήξεραν, αν σε έβαζε στο στόμα του δεν σε ξεπλεναν ούτε οι καταρράκτες του Νιαγάρα.
Μέχρι το μεσημέρι είχε γεμίσει ήδη δυο σάκους με τα "πολύτιμα του" έτσι τα έλεγε πάντα και κατευθύνθηκε στο μέρος όπου τα πουλούσε, ήταν ένας ρωμά που τα αγόραζε κάνοντας τρελά παζάρια με όλους, με τον τρελό - Γιάννη όμως δεν εκανε παζάρια, πάντα τα πλήρωνε χωρίς πολλές κουβέντες, γιατί δεν ήθελε να μαλώσει μαζί του.
Μια φορά στις αρχές της συνεργασίας τους πήγε να τον κοροϊδέψει και ούτε κατάλαβε πότε βρέθηκε χάμω στο πάτωμα με ένα μαχαίρι σύριζα στον λαιμό του, από τότε δεν ξανατόλμησε να τα βάλει μαζί του.
Ο τρελό - Γιάννης πήρε το αντίτιμο από τα " πολύτιμα" του και κατευθύνθηκε προς μια μικρή ταβέρνα που ήταν το στέκι του, παράγγειλε ένα τσίπουρο με μεζέ, που μέσα σε λίγη ώρα έγιναν δύο κι ύστερα τρία.
Αφού τα ήπιε και μάλωσε όπως συνήθιζε με τον μαγαζάτορα γιατί θεώρησε ότι του φουσκωσε τον λογαριασμό, ξεκίνησε για το σπίτι.
Πριν φτάσει όμως σταμάτησε δυο στενά από το σπίτι χώθηκε σε μια πολυκατοικία που είχε μείνει στα μπετά και έριξε έναν μικρό υπνάκο.
Δύο ώρες του ήταν αρκετές για να ξεκουραστεί και να ξεμεθύσει.
Κοίταξε το παλιό του ρολόι και με δυσκολία προσπάθησε να διαβάσει την ώρα, γιατί το τζάμι απ' το ρολόι είχε ραγίσει
"Δεν θα πετάξει κανείς στα σκουπίδια κανένα ρολόι;" μονολόγησε "δύο μήνες τώρα σπασμένο να μην μπορώ να βρω ένα καινούργιο, την γκαντεμιά μου μέσα" συνέχισε βρίζοντας.
Είχε πάει πέντε το απόγευμα, έπρεπε να γυρίσει σπίτι, ήταν η ώρα που πάντα επέστρεφε, σηκώθηκε αστραπιαία χτένισε με τα χέρια του τα μαλλιά του, πήρε μέσα από το σακίδιο που πάντα κουβαλούσε στην πλάτη μια καθαρή μπλούζα, την φορεσε, έβαλε την λερωμένη από τα σκουπίδια στο σάκο και ξεκίνησε για το σπίτι.
Άνοιξε προσεχτικά την πόρτα έβγαλε τα παπούτσια του και κατευθύνθηκε πατώντας στις μύτες μέσα στον χώρο για να μην ξυπνήσει την κόρη του, ήξερε πως ήταν η ώρα που εκείνη πάντα σχεδόν κοιμόταν αφού γύριζε από το σχολείο και ετοίμαζε το φαγητό, ξεκουραζόταν γιατί διάβαζε μέχρι αργά το βράδυ γιατί φέτος θα έδινε για το πανεπιστήμιο.
Είχε χάσει την μητέρα της στην γέννα πριν από δεκαεφτά χρόνια και την μεγάλωνε μόνος του χωρίς καμία βοήθεια από κανέναν.
Στο τραπέζι είχε σκεπασμένο το φαγητό του όπως συνήθιζε καθημερινά, το ξεσκέπασε και κάθησε να το γευτεί, όταν πρόσεξε δίπλα στο πιάτο ένα μικρό κουτί δώρου.
Ξετύλιξε το δώρο.
Είχε μέσα ένα μαύρο ρολόι χειρός και μια κάρτα.
Την άνοιξε και διάβασε το περιεχομενο ενώ συγχρόνως σκούπιζε ξανά και ξανά τα μάτια του που δεν έλεγαν να σταματήσουν να τρέχουν.
" Σήμερα είναι η γιορτή του πατέρα.
Κι εγώ έχω τον καλύτερο μπαμπά του κόσμου!
Χρόνια πολλά μπαμπά μου!!
Σου αγόρασα αυτό το ρολόι για να βλέπεις πάντα την ώρα για να γυρίσεις σπίτι που σε περιμένω!!
Σε αγαπώ πολύ!!!"

Σοφία Τανακίδου


Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Είδα το φόβο (της Σοφίας Τανακίδου)



«Ανάξια σε όλα τίποτα δεν έχεις κάνει στη ζωή σου, τσάμπα χώρο κρατάς στη γη, παράσιτο, ναι αυτό είσαι παράσιτο». Αυτά ήταν και σήμερα τα λόγια του άντρα της Ειρήνης, μαζί με ένα γερό σπρώξιμο που την έριξε στα πόδια του καναπέ γιατί δεν πρόλαβε να συγκρατήσει την ισορροπία της, συνήθως όμως τα κατάφερνε και δεν έπεφτε, όσο κι αν έπεφτε μέσα της.
Τα πρωινά της αγάπης, τα έλεγε εκείνη, όταν κοίταζε τον εαυτό της στον καθρέφτη κι αναρωτιόταν, γιατί δεν άνοιγε την πόρτα να φύγει παρά καθόταν και τον άκουγε να της μιλάει και να της φέρεται με αυτό τον τρόπο. Ίσως επειδή είχε δίκιο; Τίποτα δεν είχε καταφέρει στη ζωή της, ούτε καν το γυμνάσιο δεν έβγαλε, την πάντρεψαν μικρή οι γονείς της γιατί δεν ήταν τόσο έξυπνη, αλλά ήταν όμορφη κι αυτό τους τρόμαζε. Δεν κατάλαβε ποτέ γιατί είναι κακό να είσαι όμορφη, αλλά ούτε και όμορφη ένιωθε όμως, όποτε κοιτούσε στον καθρέφτη έβλεπε... ή μάλλον λάθος δεν έβλεπε τίποτα, γιατί τα δάκρυα που πότιζαν όλη μέρα τα μάτια της δεν της άφηναν το περιθώριο να δει τίποτα. Ήξερε γιατί ο άντρας της της  φερόταν έτσι λοιπόν, για αυτό δεν αντιδρούσε, γιατί ούτε έξυπνη ήταν, ούτε παιδιά του πρόσφερε, δέκα χρόνια παντρεμένοι ήταν, δέκα ολόκληρα χρόνια και θα περνούσαν κι άλλα τόσα και περισσότερα χωρίς να μπορέσει να γίνει μάνα, να μπορέσει να τον κάνει κι αυτόν πατέρα που τόσο ήθελε. Οι γιατροί το είχαν ξεκόψει, μια γενετική ανωμαλία, έτσι είχαν πει, κι εκείνος με το δίκιο του κάθε μέρα την έβριζε για παράσιτο. Αυτό ήταν, ένα παράσιτο, το ήξερε για αυτό δεν αντιδρούσε, αλλά και να αντιδρούσε που να πήγαινε; Πώς θα ζούσε; Δεν είχε δουλέψει ποτέ της, μόνο να μαγειρεύει και δουλειές του σπιτιού ήξερε, μαγείρευε ωραία ωστόσο, όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς που έφαγαν ένα πιάτο φαγητό στο σπίτι της το έλεγαν, μόνο σε κείνον δεν άρεσαν τα φαγητά της, τα έτρωγε όλα βέβαια με βιασύνη, δεν άφηνε μπουκιά, αλλά μετά της τα κατηγορούσε, πότε για το αλάτι, πότε για το παραπάνω λάδι, πάντα έβρισκε κάτι να πει, όταν ήταν μόνοι, γιατί όταν ήταν με φίλους ποτέ δεν την κατηγορούσε. Για τους άλλους ήταν ο τέλειος σύζυγος και οι φίλες της απορούσαν για τα κλαμένα της μάτια τα πρωινά όταν έπιναν καφέ, εκείνη δεν τους έλεγε ποτέ το λόγο, και με τα χρόνια θεώρησαν μόνες τους ότι έκλαιγε γιατί δεν μπορούσε να κάνει παιδί, αυτό ήταν, για ποιον άλλο λόγο να έκλαιγε; Είχε έναν εξαιρετικό σύζυγό που της τα έφερνε όλα στα χέρια, κουβαλητής, εργατικός, δεν κοιτούσε άλλες γυναίκες, εξάλλου η γυναίκα του ήταν πανέμορφη, δίχως καν να το προσπαθήσει, όλες την θαύμαζαν για την ομορφιά της αλλά και για την καλοσύνη της, είχε πάντα ένα γλυκό λόγο για όλους, και τον άντρα της τον λάτρευε. Το τέλειο ζευγάρι έλεγαν όλοι οι φίλοι τους. Ναι αυτό ήταν πάντα για όλους.
Το τέλειο ζευγάρι! Έτσι τους έβλεπε και η Γεωργία, εκείνη δεν είχε καλό γάμο μάλωναν συνέχεια, ώσπου έφτασε η σχέση τους στο απροχώρητο.
Θα χωρίσω από τον Σωτήρη» της εξομολογήθηκε εκείνο το πρωί η φίλη της η Γεωργία.
«Θα χωρίσεις; Γιατί τι έγινε;»
«Δεν τον αντέχω άλλο, μαλώνουμε συνέχεια, ακούνε και τα παιδιά, μου κάνει συνέχεια παρατηρήσεις, σήμερα το πρωί ήταν το αποκορύφωμα, ξέρεις τι μου είπε; Ότι δεν είχε ο καφές αρκετή ζάχαρη! Τι λες ρε φίλε; Που σηκώνομαι απ’ τα χαράματα να σου φτιάξω καφέ και θες και να μετράω τους κόκκους της ζάχαρης, του είπα, και τον πέταξα τον καφέ του στο νεροχύτη, να κάνεις από δω και πέρα μόνος σου του λέω λοιπόν, σου ετοίμαζε και η μάνα σου πρωί πρωί καφέ; Ε να πας στη μάνα σου να σου ξαναετοιμάζει, από μένα τέρμα».
«Θα χωρίσεις με δύο παιδιά για έναν καφέ;»
«Βρε κορίτσι μου, δεν είναι για τον καφέ, είναι για τον τρόπο του, δεν είμαι υπηρέτρια του, γυναίκα του είμαι και θέλω να μου φέρετε όπως του φέρομαι, όχι το βράδυ γλύκες και το πρωί φωνές, δε θα ξεσπάει σε μένα τα νεύρα του, έχω και γω νεύρα που προτιμώ να τα ξεσπάσω σε αυτόν που μου τα δημιούργησε, δηλαδή σε αυτόν  κι όχι στα παιδιά μου. Άλλά τι στα λέω που να με καταλάβεις, εσύ έχεις τον Πάνο που σε έχει στα πούπουλα» συμπλήρωσε.
Η Ειρήνη δεν απάντησε, άρχισε να γελάει δυνατά, καθώς φαντάστηκε τον εαυτό της πάνω στα πούπουλα που την είχε βάλει να κάτσει ο άντρας της, ένα γέλιο που άρχισε δειλά δειλά αλλά ξαφνικά διαπίστωσε πως δε μπορούσε να το σταματήσει. Γελούσε τόσο δυνατά και τόσο πολύ που ενώ στην αρχή η φίλη της γέλασε μαζί της ξαφνικά διαπίστωσε ότι η Ειρήνη δεν γελούσε μόνο αλλά μαζί με το γέλιο άκουγε κι ένα λυγμό που σιγά σιγά έβγαινε από τα μάτια σαν ποτάμι.
«Ειρήνη μου, σταμάτα με τρομάζεις» της φώναζε μα η Ειρήνη δε μπορούσε να σταματήσει, έκλαιγε ασταμάτητα μέχρι που άρχισε να της εξομολογεί με λυγμούς τη ζωή της, τόσο σπαρακτικά που η καρδιά της φίλης της ράγισε.
«Συγνώμη ψυχή μου δεν είχα ιδέα» της ψιθύριζε όσο η Ειρήνη της μιλούσε για τα πάντα, για όλα τα πρωινά και τα μεσημεριανά και τα βραδινά της αγάπης. Μόλις σταμάτησε η Ειρήνη η φίλη της σηκώθηκε κοίταξε τριγύρω το σπίτι και της είπε
«Μάζεψε τώρα λίγα ρούχα, τα πιο απαραίτητα, φεύγουμε»
«Που θα πάμε; Δε μπορώ να φύγω, δεν έχω πουθενά να πάω!
«Και βέβαια έχεις, το μόνο μέρος που δεν έχεις να πας είναι εδώ!!! Τώρα αυτή τη στιγμή μάζεψε τα ρούχα σου και πάμε, έχω εγώ να πάω με δύο παιδιά να θρέψω και δεν έχεις εσύ που είσαι ένα στόμα; Έχω εγώ να πάω που όπως είπες μάλωσα για έναν κόκκο ζάχαρη και δεν έχεις εσύ που σε έχει ποτίσει το αλάτι της θάλασσας; Κοιτάξου στον καθρέφτη; Τι σου λείπει; Έχεις πόδια, έχεις χέρια, θα δουλέψεις, σκάλες θα καθαρίζεις, τουαλέτες θα καθαρίζεις, κάτι θα βρεις να καθαρίσεις, μα ότι και να σε υποχρεώσουν να καθαρίσεις αυτή τη βρωμιά εδώ μέσα που ζεις δε θα την βρεις πουθενά στο υπόσχομαι, πουθενά στο υπογράφω. Τώρα μάζεψε τα πράγματά σου και φεύγουμε κι αν δεν έρθεις τώρα μαζί μου θα σε θεωρήσω αξία της τύχης σου και δεν θα ασχοληθώ ξανά μαζί σου, ποτέ ξανά και σου το υπογράφω κι αυτό, εσύ αποφασίζεις, αν δε θες να ζήσεις σαν άνθρωπος μείνε εδώ, μα αν θες να ζήσεις τη ζωή που σου δόθηκε έλα τώρα μαζί μου, τώρα»
Η Ειρήνη κοντοστάθηκε απέναντι από τον καθρέφτη που της είπε να κοιτάξει η φίλη της και τότε είδε κάτι που δεν είχε προσέξει άλλη φορά, είχε τα ίδια μάτια κλαμένα, το ίδιο θλιμμένο πρόσωπο, αλλά εκεί πίσω από τον ώμο της είδε να διαγράφονται φτερά. Δεν ήξερε αν ήταν τα λόγια της φίλης της που της έδωσαν φτερά αλλά γνώριζε ότι με αυτά θα πετούσε μακριά και δε θα ξαναγυρνούσε πίσω.
Είχε δει τον φόβο τον γνώριζε, την επόμενη φορά θα τον προσπερνούσε όπου και να τον έβρισκε, δεν την τρόμαζε πια, είχε φτερά!



Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Δεν ήθελε να πνιγεί (της Σοφίας Τανακίδου)

Δεν ήθελε να πνιγεί.
Να κολυμπήσει ήθελε!
Καθημερινά η θάλασσα
την καλούσε, έβαφε τα νερά τόσο γαλανά που την μάγευε καθώς την κοίταζε.
Μόνο αυτό ήθελε, να κολυμπήσει μέσα της.
Να βυθίσει το κορμί της στο γαλάζιο, όχι μόνο τα μάτια της, όχι μόνο την ψυχή της.
Μα όλοι της φώναζαν να μην το δοκιμάσει, να κοιτά απ' την παραλία και να ονειρεύεται.
Μα με τα όνειρα δε βρέχεσαι, πάντα στεγνός μέσα σου παραμένεις.
Και κείνη ήθελε να βραχεί.
Να κολυμπήσει ήθελε.
Όχι να πνιγεί.
Το λάθος της ήταν ότι δεν ήξερε να κολυμπάει.
Μα εκείνη
το γνώριζε από την αρχή
και δε φοβήθηκε ποτέ.
Όποιου του όρισε η ζωή από αγάπη να πεθάνει δεν πνίγεται στη θάλασσα.

Σοφία Τανακίδου





Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Μια συνηθισμένη μέρα (της Σοφίας Τανακίδου)



Δεν ήταν προγραμματισμένο
Όχι από μένα
Ίσως όμως να το 'χε προγραμματίσει η μοίρα.
Μια από τις τρεις!
Δε ξέρω ποια είναι η μοίρα που ορίζει τις μέρες μου.
Δε ξέρω καν ποια είναι η πραγματική δουλειά της.
Θεωρούσα πάντα πως εγώ τα έλεγχα όλα!!!
Ως εκείνη την μέρα.
Ούτε ένστικτο άκουσα, ούτε φωνές μέσα μου,
ούτε είδα τα σημάδια, όσα εκείνη η άγνωστη μοίρα μου έστειλε...
Μια συνηθισμένη μέρα είπα οτι ήταν...
που απλά την άφησα να προσπεράσει...μην ξέροντας πως θα 'ταν η τελευταία!

Σοφία Τανακίδου


Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Αναμνήσεις των Χριστουγέννων (της Σοφίας Τανακίδου


Χριστούγεννα κατηφορίζω τους άδειους δρόμους έχει παγωνιά, κουμπώνω καλά το μπουφάν μου και αμέσως αναρίθμητες ερωτήσεις πλημμυρίζουν μέσα μου.
 Άραγε πόσοι να ‘ναι αυτοί που παγώνουν δίχως να έχουν τίποτα να φορέσουν;
 Κοιτώ στα φωτισμένα μαγαζιά και αναρωτιέμαι, πόσα παιδιά δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους παιχνίδι;
Παρακαλώ τότε στο όνομα του νεογέννητου να με αφήσει να κουβαλήσω εγώ τη δυστυχία του κόσμου για να υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος δυστυχισμένος, τουλάχιστον για αυτή μόνο τη νύχτα.
 Ξαφνικά στην ερημιά του δρόμου ακούω βήματα, είναι κάποιος γνωστός μου που κάνει όμως πως δεν με προσέχει, είμαι τόσο ασήμαντη άραγε;
 Τον χαιρετώ.
  Εδώ και 17 χρόνια έμαθα πως εγώ θα πρέπει πρώτα να πλησιάζω τους ανθρώπους, εγώ πρώτη να δίνω, ακόμα και αν ξέρω πως ποτέ δεν θα πάρω, ακόμη και αν ξέρω πως θα μου κλέψουν και αυτό που δεν πρόλαβα να δώσω.
 Εκείνος μου χαμογελά νιώθει νικητής γιατί με τον τρόπο μου του απόδειξα πως δεν είναι ασήμαντος, πως είναι κάτι, δεν με γνωρίζει καλά όμως, όσο κι αν τον ξέρω εγώ, δεν ξέρει πως εγώ μπορώ να χαιρετήσω ακόμα και μία πέτρα αν μου φανεί γνωστή.
Είναι και αυτός κάποιος από τους πολλούς που μου ανακοίνωνε πριν λίγο καιρό πως ήξερε να δίνει, να δίνει τρυφερότητα, να δίνει αγάπη, του χαμογέλασα δίχως καμία πρόφαση να του υπενθυμίσω τη μικρότητα του, γιατί αλίμονο το μόνο που δεν ήξερε ήταν αυτό ακριβώς να δίνει.
Όμως είναι Χριστούγεννα και όταν τα παιδιά του τρίτου κόσμου που καθημερινά πεθαίνουν, με συγχωρούν που ακόμα ζω, θα ήταν ανοησία να κρατήσω κακία σε έναν άνθρωπο που δεν έμαθε ποτέ να δίνει.
Ποιος να του μάθει εξάλλου;
Έχουμε όμως και άλλα κοινά, προχωράμε και έχουμε τα χέρια μας στις τσέπες μας.
 Μιλάμε.
Μιλάμε γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε και φοβόμαστε μη σωπάσουμε.
Γιατί αν σωπάσουμε κάτι θα πρέπει να βρούμε να πούμε.
Έχουμε και τον ίδιο προορισμό, τους ίδιους φίλους, το ίδιο στέκι, μόνο που αυτός χρειάζεται τους φίλους του για να διασκεδάσει, εγώ τους χρειάζομαι για να τους ρωτήσω γιατί διασκεδάζουν.
Κάποια στιγμή χωρίζουμε, δεν λέμε αντίο, δεν λένε ποτέ αντίο, γιατί ποτέ δεν είμαστε χώρια.
 Πως μπορούν δύο ξένοι να είναι χώρια, δύο άνθρωποι που δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Οι φίλοι μου διασκεδάζουν όπως το περίμενα.
 Άραγε σκέφτηκαν ποτέ πως υπάρχει κάπου ένα παιδί που δεν διασκέδασε ποτέ που δεν χαμογέλασε ποτέ που δεν είδε τίποτα το αστείο, ούτε πρόλαβε καν να γελάσει.
Εγκατέλειψα τους φίλους μου γρήγορα χωρίς να τους ρωτήσω τίποτα θα ήταν μάταιο.
 Το παιδί που συνάντησα στο δρόμο με κοίταξε θλιμμένα, είχα μέσα μου μία ακαθόριστη ελπίδα πως θα με ακολουθούσε και θα δεχόμουν για δεύτερη φορά εγώ να του μιλήσω πρώτη, εγώ να του χαμογελάσω, ακόμα και να απλώσω το χέρι μου στο δικό του και ας ήξερα πως ακόμα και αν μου το άπλωνε και εκείνος δεν θα έχει τίποτα να μου δώσει.
Εγώ θα έκανα μία προσπάθεια να του μάθω να δίνει.
 Μα δεν με ακολούθησε κι ένιωσα οίκτο για κείνον και πίκρα για μένα γιατί ακόμα και τη νύχτα των Χριστουγέννων θα ήμουνα μόνη, τουλάχιστον όμως εγώ το ήξερα υπήρχαν άνθρωποι που δεν κατάλαβαν πόσο μόνοι ήταν τυλιγμένοι στη μάσκα της ευδιαθεσίας τους.
 Πριν κοιμηθώ στάθηκα να κοιτώ από το παράθυρο έψαχνα να βρω το άστρο των Χριστουγέννων μάταια όμως δεν υπήρχε.
 Μόνο ένα μικρό άστρο φώτιζε αδύναμα, ένα μικρό άστρο, η ψυχή μου γέμισε αναμνήσεις.
   Κάποτε μου το είχαν χαρίσει ήταν η πρώτη φορά στη διάρκεια 17 χρονών που κάποιος προσφέρθηκε να μου χαρίσει ένα αστέρι ήταν όμως μοιραίο να μου το χαρίσει ένας άνθρωπος που δεν έμαθε ποτέ να δίνει πραγματικά και έτσι το πήρε πίσω το δώρο του χωρίς καμία προειδοποίηση.
Με έπιασαν ξαφνικά τα κλάματα είναι γελοίο δεν είχα λόγο να κλάψω για αυτό έκλαψα όμως, είναι κουραστικό μία ολόκληρη ζωή να μην έχεις προβλήματα και να ασχολείσαι με τα προβλήματα των άλλων.
 Έμεινα αρκετή ώρα στο παράθυρο μπορεί ο θάνατος που τόσο λάτρευα να αντιλαμβανόταν την παρουσία μου και να έκλεινε τέλος πάντων αυτά τα απροβλημάτιστα μάτια για να μην έχουν άλλο φως μέσα τους να κοιτάζουν και να ψάχνουν για λίγη πρόσκαιρη ευτυχία.
Μα ούτε ο θάνατος με πρόσεξε, είμαι τόσο ασήμαντη άραγε; Κάποιο πουλί μόνο πέταξε έξω από το παράθυρό μου προφασίστηκε πώς ήταν η ευτυχία και με κορόιδεψε φεύγοντας βιαστικά μακριά μου.
Το ρολόι χτύπησε κάποια στιγμή μεσάνυχτα ήμουν ακόμα ξύπνια με την καρδιά γεμάτη από αναρίθμητα τίποτα και τότε σαν κάτι να αναζωογονήθηκε  μέσα μου και άξαφνα ένιωσα  σαν να κουβαλώ μες στο ασθενικό κορμί μου όλο τον πόνο, όλη τη δυστυχία, όλη τη μοναξιά του κόσμου.
Άνοιξα το παράθυρο  και ένιωσα την ανάγκη να φωνάξω πως το θαύμα είχε γίνει και πως εγώ ένα ξύλινο τίποτα ήμουν ο μόνος δυστυχισμένος άνθρωπος των Χριστουγέννων και τότε τον είδα ήταν εκείνο το παιδί διαγραφόταν μέσα στο μαύρο της νύχτας δεν είχε πια τα χέρια στις τσέπες.
 Θυμήθηκα τα λόγια του και του ψιθύρισα, «Είμαι περήφανη για σένα» τότε το μικρό άστρο που μου είχε κάποτε χαρίσει φώτισε το όμορφο νεανικό πρόσωπο του και μόνο τότε ανακάλυψα πως ήταν το ίδιο άστρο ήταν το άστρο των Χριστουγέννων το άστρο μου.
 Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα για πρώτη φορά ύστερα από 17 ολόκληρα χρόνια
επιτέλους ευτυχισμένη.
Μα ήρθε το ξημέρωμα, ξύπνησα και είδα το μικρό αστεράκι μου ματωμένο σε μία άκρη του χριστουγεννιάτικου δέντρου που άρχιζε να μαραίνεται και σαν αστραπή έφτασε η είδηση για εκείνα τα παιδιά που μέσα στα μάτια τους που είχαν σβήσει, δεν ήταν δυνατό να δεις τίποτα άλλο από δάκρυα και εκείνο το παιδί καλύτερα να μην είχα μάτια να δω πως τα χέρια του ήταν ακόμα φυλακισμένα σε δύο τσέπες ενός εφιαλτικά μαύρου μπουφάν, ανίκανα να απλωθούν, ανίκανα να ζεστάνουν, ανίκανα να δώσουν.
 Αναμνήσεις των Χριστουγέννων.
Παρόλα αυτά εγώ θα εξακολουθώ να έχω αναμνήσεις γιατί εγώ μπορώ να κάνω όνειρα και αν μου τα συντρίψουν θα εξακολουθώ να έχω αναμνήσεις γιατί όλα αυτά μπορώ να τα πλάσω με τη φαντασία μου, γιατί εγώ έχω χέρια να της γράψω.
 Τι αναμνήσεις όμως να έχει ένα παιδί που όχι μόνο δεν βρήκε χέρι για να γράψει όχι μόνο δεν αγαπήθηκε ποτέ, αλλά ακόμα δεν βρήκε αιτία να χαμογελάσει δεν βρήκε ποτέ ένα παιχνίδι να παίξει δεν πρόλαβε να κοιμηθεί μία νύχτα ευτυχισμένο.
 Κάποια παιδιά δεν ξέρουν τι θα πει όνειρο.
 Κάποια παιδιά δεν έχουν ακούσει τη λέξη ευτυχία, δεν άκουσαν να μιλούν για αγάπη κάποια παιδιά δεν κατάλαβαν ακόμα τι σημαίνει έχω αναμνήσεις, κοιτούν τα άστρα τα κοιτούν μα δεν τα βλέπουν, γιατί τα μάτια τους είναι θολά.
 Γιατί σε αυτά τα παιδιά κανείς δεν βρέθηκε να χαρίσει άστρα ούτε καν για να τους τα πάρει πίσω;
Ίσως γιατί ακόμα κανείς δεν τα πρόσεξε.
 Είναι τόσο ασήμαντα σαν και μένα άραγε;
 Σε ευχαριστώ λοιπόν άνθρωπε για το άστρο που μου χάρισες έστω και για λίγο μου έδωσες την προσοχή σου, ας μπορούσα να χαρίσω και εγώ ένα άστρο σε εκείνα τα παιδιά ας μπορούσα.
 Μα δεν βρίσκω άστρα τα μάτια μου είναι θολά..


Σοφία Τανακίδου




Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Πρώτη ύλη (της Σοφίας Τανακίδου)

Έκλαιγε η νύχτα
Εκεί τυλιγμένη στα σεντόνια στην άκρια του κρεβατιού.
Οι λυγμοί της συντάραζαν  τα θεμέλια, το σπίτι αγκομαχούσε σαν να πάλευε με τη θάλασσα.
Κύματα σήκωναν τα δάκρυα της.
Βράχηκαν κι έλιωσαν σαν χαρτί οι τοίχοι του, οι πόρτες, τα παράθυρα του...
Όλα διαλύθηκαν...
Έμεινε μόνο το κρεβάτι κι αυτό το λευκό σεντόνι που την σκέπαζε
μη δουν τη γύμνια της.
Μα τι υλικό ήταν αυτό το κρεβάτι;
Μα τι υλικό ήταν αυτό το σεντόνι;
Πρώτη ύλη από κείνη που δεν έλιωνε...
Πρώτη ύλη από νύχτα που δεν τέλειωνε...




Τανακίδου Σοφία

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Μούσα μου αγαπημένη (της Σοφίας Τανακίδου)


Μούσα μου αγαπημένη
πόσα βράδυα ξενύχτησες
στης έμπνευσης μου την κλίνη,
στου Μορφέα τα χάδια
δεν αφέθηκες, μα μόνο στον χεριών μου την ακατανίκητη δίψα.
Μούσα μου ατρόμητη
την ώρα που όλοι με εγκατέλειψαν,
μην αντέχοντας με,
εσύ μόνο στυλοβάτης, προστάτης μου,
μαζί μου ταξίδεψες στο χάος του μυαλού μου.
Μούσα μου ένα μόνο να θυμάσαι,
την αγάπη σου που δε στερήθηκα, αιώνια θα επιστρέφω.
Μέσα απ' της ποίησης τα λόγια, που εσύ με οδηγείς να γράφω, αθάνατη θα μείνεις για πάντα.

Σοφία Τανακίδου

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Σώμα εδώ, ψυχή μακριά (της Σοφίας Τανακίδου)


Απονη μου αγκαλιά
σαν λαβύρινθου σπηλιά
μέσα σου έχω χαθεί
σώμα μου χωρίς ψυχή

Εσύ ψάχνεις το κλειδί
και του μύτου την αρχή
Εγώ ψάχνω πως να μπω
στης ψυχής σου το κενό

Δεν υπάρχει γυρισμός
ο λαβύρινθος κλειστός
ούτε σ' όνειρο μπορεί
πόρτα εξόδου να φανεί

Ένα είδωλο νεκρό
στο λαβύρινθο κρατώ
άπλωσες μαύρα πανιά
σώμα εδώ, ψυχή μακριά

Σοφία Τανακίδου



Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Αυτό είναι ποίημα!! (της Σοφίας Τανακίδου)


Κι άγγιξε η ψυχή το χαρτί που έστεκε γυμνό και βουβό και φύσηξε θεϊκή πνοή πάνω του.
Με την ανάσα της σχηματίστηκαν τα γράμματα, κόκκινες κηλίδες στο λευκό του φόντο που αιμοραγούσαν λέξεις.
Κι όταν άδειασε ολάκερη η ψυχή στο χαρτί, ανάσα κι αίμα, όσοι διάβασαν την γραφή της είπαν...
Ναι, αυτό είναι ποίημα!!

Σοφία Τανακίδου



Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Βουτιές σε ένα βιβλίο (της Σοφίας Τανακίδου)


Ο πίνακας είναι της Κωνσταντίνας Κρατημένου
Αγναντεύοντας με ένα βιβλίο τη θάλασσα στα κύματα πάνω απλώνω τα γράμματα με τα σύμφωνα φτιάχνω καράβια τα φωνήεντα ναύτες μου φωνάζουνε "φύγαμε" γοργόνα άξαφνα γίνομαι την στεριά απαρνιέμαι για πάντα... Στην τελευταία σελίδα ξυπνάω απ' το όνειρο όλα γύρω μου πια βουλιαγμένα,
μόνο η στεριά παραμένει για μένα μα τα πόδια μου είναι ακόμα
μέσ' στης γοργόνας το σώμα δεμένα σαν ένα...
Θα βουλιάξω ξανά στις σελίδες,
στου βιβλίου μου τις γλυκές ιστορίες αγναντεύοντας πάλι τα κύματα, καλοκαίρια τα όνειρα μου και φύγανε
δεν προλάβαν αλήθεια δε γίνανε... Παραμύθι η ζωή μου δεν ήτανε,
μια βουτιά μοναχά στα βαθιά... Σοφία Τανακίδου



Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Σβήσε τα άστρα (της Σοφίας Τανακιδου)


Ουρανέ
σβήσε τα αστέρια σου.
Ντροπή σου να φωτίζεις
τους δρόμους που έπνιξες
πριν στο σκοτάδι.
Ντροπή σου που ζήλεψες την αγάπη
που σου έστειλα να προσέχεις.
Φτερά της φόρεσα, δρόμους της άνοιξα,
κι απόμεινα με χέρια άδεια
πριν προφτάσω να την ανταμώσω για πάντα.
Ουρανέ
σβήσε τα αστέρια σου.
Ντροπή σου το χαμό της  να φωτίζεις.
Ζήλεψες την αγάπη μου!
Άδεια τα χέρια μου υψώνω σε σένα.
Άδεια από την αγάπη μου.
Σβήσε τα αστέρια σου,
τα δάκρυα μου λάμπουν
πιο δυνατά από το φως τους.
Σβήσε τα αστέρια σου
θα φωτίσω εγώ τη νύχτα,
έγιναν άστρα τα μάτια μου,
καυτά καίνε την καρδιά μου,
το κορμί μου, την ψυχή μου..
Μια λάμψη έγινα ουρανέ,
μια λάμψη γαλάζια στο στερέωμα
ψάχνοντας την αγάπη μου που ζήλεψες.
Σβήσε τα αστέρια σου,
δε θέλω να στα κάψω.
Να πενθήσω θέλω την αγάπη μου,
μέσα απ' το δικό μου φως,
αυτών των άστρων στα μάτια μου,
κι ισως με δει,
ίσως με βρει,
γιατί εγώ δεν την βλέπω,
γιατί εγώ δεν την βρήκα,
γιατί εγώ, με άδεια χέρια
κοιτώ στο στερέωμα ουρανέ μου,
ψάχνοντας ένα κομμάτι της να αγκαλιάσω.

Σοφία Τανακιδου