Πότε θα σταματήσει ο καιρός να βάζει την ουρά του στην παγίδα του φράχτη
Πόσο ακόμα τείχη θα γκρεμίζω τις νύχτες
Και το πρωί πιό ψηλά θα με πνίγουν
Θα ανοίξω φαράγγι να ενώσω βουνά και θάλασσες
Να καλπάσει η ουρά του α-λόγου
Με πηδοβολητά η θάλασσα εννιά ορόφους
ν' ανεβεί
Σα σμήνος να βουίξει το Φώς εντός μου
Οι πηγές να κρύβουν ασημένιες σκιές με ομίχλη
Και κάτω από το τρύπιο φλάουτο της σελήνης να ακούω το τραγούδι του πολυβόλου.
Τόννους σπασμένα ποιήματα ρίχνω στο καμίνι
Οργισμένη στέκω απέναντι στο σκοτεινό μου Θεό και η ανάσα από την κορυφή του χιονισμένου βουνού πετάει στη φλέβα να ξεχειμάσει
Ένας κόκκος αλάτι ταλανίζει στις αμμοθίνες
και στα αμμόκρινα το ποίημα