Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Αγάπησέ με (της Βίκυς Μπαλλου)


Θέλω να με πας στην αλάνα,
που έγδαρες πρώτη φορά το γόνατό σου.
Να ξεθάψεις την πέτρα
-εκείνη την πρώτη πέτρα-
που ανέντιμα σε μάτωσε.
Να προσποιηθείς πώς σκοντάφτεις ξανά,
να γελάσεις ειρωνικά
-τώρα πια είσαι μεγάλος!-
μα να εμφανιστεί η ίδια ρωγμή
ανάμεσα στα φρύδια σου.
Να πάρω την πέτρα,
να τη στύψω στο σώμα μου πάνω,
ένα να γίνουν τα κύτταρά μου με το αίμα σου.

Θέλω να σε πάω στην πλατεία
που έσπασε η πρώτη μου κούκλα.
Να ανέβω το σκαλοπάτι
-εκείνο το πρώτο σκαλοπάτι-
που ύπουλα με γέμισε παράπονο.
Να κάνω πώς πέφτω πάλι απ’ τα ψηλά,
να μην παθαίνω κάτι
-έχω ψηλώσει πια!-
μα σιμά μου να σκορπίζεται
λίγη μελαγχολία.
Να μαζεύεις τα σπασμένα ένα-ένα,
να κόβεται το δέρμα σου,
να θάβονται εντός σου.

Θέλω να με πας στο δρόμο
που άφησες τις βοηθητικές του ποδηλάτου σου.
Να σκαρφαλώσουν –σαν τότε-
τα πέλματά σου στο πετάλι,
να οργώνεις κάθε κατηφοριά
με τα χέρια στον αέρα,
να πνίγεται ολάκερη η φύση στο καμάρι.
Να συναρμολογήσω τις ρόδες ξανά,
ν’ αντικαταστήσω αυτές τ’ αυτοκινήτου μου.

Θέλω να σε πάω στην ακρογιαλιά
που έκανα το πρώτο μου κολύμπι.
Να βαδίζω αγκομαχώντας
προς τα άπατα,
να τα βάζω με τον ωκεανό τον ίδιο
κι οι γονείς μου απέξω να χειροκροτάνε.
Να κάνεις γούρνες τα χέρια σου,
να ξεδιψάσεις με τις σταγόνες
που αγκάλιασαν το πρώτο μου επίτευγμα.

Θέλω να με πας στο μαγαζί
που άρπαξες το παιχνίδι, που τόσο λαχταρούσες.
Να κατεβάσεις το βλέμμα
με την ίδια έντονη ενοχή,
λες και δεν έχουν περάσει τόσα χρόνια,
και να σύρεις το χαστούκι προς το πρόσωπο.
Να αρπάξω τ’ αυστηρό σου χέρι βιαστικά,
να σου φιλήσω την παλάμη
κι έπειτα, να στ’ αγοράσω με δικό μου χαρτζιλίκι.

Θέλω να σε πάω στο θρανίο
που αντέγραψα πρώτη φορά απ’ την διπλανή μου.
Να ξεστομίσω ανέντιμα στη δασκάλα
πώς εκείνη έφταιγε
κι όταν χτυπήσω με τον χάρακα το χέρι,
να τον πετάξεις μακριά
και να μου εξηγήσεις μ’ υπομονή
εκείνη την άσκηση,
που δεν μου έμαθε κανένας.

Θέλω να με πας στο δωμάτιο
που πλήγωσαν πρώτη φορά την αγάπη σου.
Να πεις πώς δεν σε νοιάζει πια,
πώς το ‘χεις ξεπεράσει,
κι όταν προσπαθήσεις να θάψεις
εκείνο το δάκρυ τ’ ατίθασο,
να κάνω τα χέρια μου φωλιά
για τον ωκεανό σου.

Θέλω να σε πάω στο παγκάκι
που μου ράγισαν πρώτη φορά την καρδιά.
Να δω ξεψυχισμένη
τη χαρά και την ελπίδα μου,
ν’ αντικρίσω κουρελιασμένη την αξιοπρέπειά μου,
κι όταν λυγίσω,
να με σηκώσεις ήρεμα στους ώμους σου
μαζί μ’ εκείνα τα ξεχαρβαλωμένα μου κομμάτια.

Κι αφού ενώσουμε
κάθε μας πόνο
κάθε μας νίκη
κάθε μας λάθος
κάθε μας παράπονο
κάθε μας αγάπη
κι αφού συστήσουμε
τα λάθη
τα ραγίσματα
και τις ανατολές μας,
τότε να πάμε σε μέρος
άγνωστο και για τους δυο
-μόνο για δυο.

Να σου πω
πώς θα σ’ αγαπώ
για το καθένα σου ξεχωριστά.
Να μου πεις
ειλικρινά
κι εσύ το ίδιο.
Να αποκριθούμε τελικά
πώς μόνο έτσι αξίζει
ν’ αγαπιούνται οι άνθρωποι.

Βίκυ Μπαλλου


Άτιτλο (της Βασιλικής Σταθοπούλου)


Δεν ξέρεις τι νιώθεις...
Εσύ που ήξερες πάντα δεν ξέρεις τι νιώθεις..
Κινείσαι αργά αλλά μηχανικά από τη μια..
Απ' την άλλη μοιάζεις σαν μαριονέτα σε σκοινί που το κουναει
η ζωή..Αυτή η πόρνη..
Νιώθεις ότι έχεις παγώσει από συναισθήματα...
Δεν νιώθεις ούτε μίσος ούτε αγάπη...
Τα χείλη σου κάνουν γκριμάτσες αηδιας..
Σιχαίνεσαι τα πάντα γύρω σου...
Τους γύρω σου...
Δεν ανεχεσαι ούτε κι αυτούς που δηλώνουν
ότι σ αγαπάνε..
Λες δεν νιώθεις ..Αλλά νιώθεις..Μια απίστευτη κουραση..
Σωματική που δεν κουνάει την ψυχή..
Ψυχική που δεν κουνάει το σώμα..
Νιώθεις τελικά...Αυτό το ρημαδι το κενό..
Αυτό το τίποτα που σου καίει το μυαλό..
Εσύ φταις θα πούνε πάλι..
Πάντα εσύ φταις για όλα εξαλλου....
Όλοι οι άλλοι που σε κατάντησαν έτσι τώρα ουδεμία
ευθύνη φέρουν...
Δεν σε νοιάζει πια..
Το μόνο που θέλεις είναι να παγώσεις...
Να μην αισθάνεσαι τίποτα...
Εξάλλου γιατί να αισθάνεσαι σ' έναν κόσμο
που γύρω σου καταρρέει μερα με την μερα?
Τι νόημα έχει?

Βασιλική Σταθοπούλου