Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Έτσι ξεκινήσαμε (του Νίκου Σουβατζή)

Έτσι λοιπόν ξεκινήσαμε το ταξίδι,
άμαθοι απ’ τη ζωή,
με τα μάτια των παιδιών
που ανακαλύπτουν τον κόσμο
Δεν ξέραμε να μετράμε
όλα αυτά που κάποιοι θα λέγανε πολύτιμα,
μόνο αστέρια και όνειρα

Κάποτε σταματήσαμε να πάρουμε μια ανάσα,
είχαν περάσει χρόνια κι είχαμε κουραστεί
Η καρδιά μας σκοτείνιασε και νιώσαμε
στο στήθος ένα βάρος
χωρίς να ξέρουμε καλά καλά γιατί
Γύρω μας μόνο σιωπή και ερημιά

Πάντα μόνοι ταξιδεύαμε
τώρα που πια το ξέρουμε
δεν μετανιώσαμε στιγμή για το ταξίδι
Πάντα μόνοι ταξιδεύαμε
και μείναμε να μετράμε όνειρα και αστέρια
Μα έχουμε ακόμα τα μάτια των παιδιών

Νίκος Σουβατζής


"Σιωπή" (του Νίκου Βαρδάκα)


Όλα έσβησαν μέσα σε λίγα λεπτά, σαν έφυγες μακριά.
Το πρόσωπο, η χάρη, το γέλιο σου. Η νύχτα αυτή ήταν
αρκετή ώστε να γράψω την πρώτη σελίδα στο ημερολόγιο
των αναμνήσεων. Χαρές, λύπες αγκαλιάστηκαν όταν ξεκίνησε 
ο χορός της σιωπής. Κινήσεις βιρτουόζικες, ψυχανεμίστηκαν
την διάθεση του ποιητή.
Χωρίς διάθεση, αλλά σίγουρα με την άνεση του πρώην εραστή
αντιλήφθηκα τους κύκλους που διανύει η ζωή. Αναμφίβολα στην 

ιστορία οι λέξεις γίνονται αποδείξεις αδυναμίας. Scripta manent.
Μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου, χρόνου παρερχόμενου. Και εγώ εκεί.
Αδύναμος, σαν φτερό στον άνεμο να αμύνομαι στις επιθέσεις του
αυταπόδεικτου. Καθίστανται μεγαλομανία οι προθέσεις μου. Διαλογής
οι σπόροι και κρατώντας ένα συναισθηματικό τιμόνι ονειρεύομαι. Ως
ανόητος που είμαι, ως αμετανόητος άνδρας ελπίζω.
Η μούσα των ποιημάτων μου, οφείλει να παραμένει στον θρόνο. Και ας
μετατραπώ από βασιλιά σε ιπποκόμο.



Πέντε δάχτυλα (της Σοφίας Τανακίδου)





Σαράντα μέρες έλειψες και σε ξέχασα
Άνοιξες την αγκαλιά σου μα ήταν γεμάτη και εγώ κρύφτηκα
- Ποια είσαι; ρώτησα
Δυόμιση χρονώ παιδάκι με μνήμη χρυσόψαρου
Και μου σύστησες τον αδελφό μου
Δεν ήμουν πια το μωρό σου!!
Αχ βρε μάνα που δεν χόρταινα την αγκαλιά σου γιατί την μοιραζόμουνα στα πέντε
Και σε ρωτούσα συνέχεια ποιον αγαπάς περισσότερο; Τον γιο σου;
Και μου έδειχνες τα πέντε σου δάχτυλα
Κόψε μου ένα να δεις σε ποιο θα πονέσω!!!
Αχ βρε μάνα, που όταν αρρώσταινα
Μου αγόραζες πάστα να γλυκάνεις τον πυρετό μου
Που ξενυχτούσες στο παράθυρο όταν αργούσα
Και όταν ερχόμουν δεν έλεγες τίποτα
Και εγώ πίστευα πως δεν νοιάζεσαι
Που με ρωτούσες για τα μυστικά μου και σώπαινα
Που με ρωτούσες αν σε αγαπώ και γελούσα
Πιο παιδί από μένα γινόσουν όταν θύμωνες όταν φοβόσουν.
Οι πόρτες στο σπίτι πάντα ανοιχτές έκρυβες τα κλειδιά για να μην κλειδωθούμε
Και όταν έφυγα με αποκαλούσες
Το ξενιτεμένο μου...
25 χιλιόμετρα μας χώρισαν
Μα η άλλη άκρη του κόσμου φάνταζε για σένα
Αχ βρε μάνα!
Που μού 'λεγες θα καταλάβεις όταν γίνεις μάνα και έγινα και κατάλαβα
Και δεν σου παραπονέθηκα ποτέ ξανά για να μην σε πικρανω
Γιατί έγινα μάνα και είδα τα λάθη σου
Γιατι έγινα μάνα και έκανα τα ίδια λάθη
Γιατί μόνο όσοι δεν αγαπούν δεν κάνουν λάθη
Γιατί απλά δεν κάνουν τίποτα για σένα
Αχ βρε μάνα!
Που μεγάλωσα και εσύ ξανάγινες παιδί.
Που δυσκολεύεσαι να φας
Που δυσκολεύεσαι να περπατήσεις
Που δυσκολεύεσαι να θυμηθείς
Μνήμη χρυσόψαρου πια
Και όμως
Κρατάς το ενα χέρι σου σφιχτά και μετράς με το άλλο τα πέντε σου δάχτυλα και με δυσκολία προφέρεις
Μαίρη Δήμητρα Στέλλα Σοφία Δημήτρης και γελάς
Που δεν έχεις ξεχάσει που είναι όλα εκεί
Μέσα στα δάχτυλα σου
Μια γροθιά που φιλάς
Αχ βρε μάνα
Πέντε δάχτυλα η ζωή σου
Τα παιδιά σου.

ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ (τη Σοφιας Κοντογεώργου)


Είναι αυτοί οι άνθρωποι
που τον καημό τους
έκαναν τραγούδι λησμονιάς
και της ψυχής τους δαίμονες
ξορκίσαν
Που μονοπάτια μοναξιάς
διαβήκαν
σφιχτά κρατώντας απ’ το χέρι
την καρδιά τους
Κι όλα τα δύσκολα
τα κέρασαν κρασί , να τα μεθύσουν
σ΄ένα τραπέζι συμφιλίωσης
Οσα δεν άντεξαν
καβάλα τα φορτώθηκαν
στους ώμους
κι ορθώσαν το κορμί
βράχοι αλύγιστοι
Κρύψαν το δάκρυ
στις σταγόνες της βροχής
κι ανέτειλε ουράνιο τόξο
ζωγράφισαν στα πέπλα της νυχτιάς
τον στεναγμό
και ονειρεύτηκαν
Είναι αυτοί οι άνθρωποι
που περπατούν ανάμεσά μας
αερικά του κόσμου τούτου
νεράιδες με χρυσά ραβδιά
χωρίς να το γνωρίζουμε
αλλάζουν τη ζωή μας

Σοφία Μπόρχες - Κοντογεώργου