Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΛΙΟΥ ΕΥΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΛΙΟΥ ΕΥΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

Άτιτλο (της Εύας Λόλιου)



Σφυρίζουν τα πλοία στο λιμάνι, οι ψαρόβαρκες σχίζουν τα πρωϊνά γυαλιά, τα κοράκια αναμένουν στις σκεπές του κόσμου, ο κόκορας δε λάλησε ακόμη το ξημέρωμα.

Φορώ το μαγιό μου, μια πετσέτα στον ώμο και σαγιονάρες που τα έχουν φτύσει πια οι έρημες απ΄τα βότσαλα του καλοκαιριού. Θα αντέξουν μια ημέρα ακόμη.. Για μένα..

Η  ντουλάπα στη πόλη έχει κρυμμένο μέσα της το Φθινόπωρο, μυρίζει έως εδώ , στην άκρη του κόσμου η ναφθαλίνη.

Τούτος ο καφές έχει κόκαλα σήμερις, περιμένω να φουσκώσει. Σαν μου κλείνει το μάτι η πρώτη φουσκάλα του, τον παίρνω μαζί μου σε μια λευκή κούπα.

Τρέχει ξωπίσω το μικρό μου σκυλάκι, καθυστερεί σηκώνοντας το πόδι  όλο  ψηλά στις γλάστρες.

'' Ρόκο, βιάσου να προλάβουμε το ταξίδι! ΄΄ του φωνάζω, μα τούτος δικό του θέλει όλο τον κόσμο, να αφήσει τα χνάρια του.

Ίσα που ακούω το φούρναρη Πρώϊα, να ξαποσταίνει τον ιδρώτα του απ' την τελευταία φουρνιά.

Σαν να βρέχει, είναι τα πρώτα μου δάκρυα. Στέκομαι στο λιμάνι, ρουφώ τον αγέρα της εγκατάλειψης.

Μα ' γω ξέρω να εγκαταλείπομαι, έχω φτιάξει ένα μεγάλο χαρταετό από Ανατολές, ιστιοφόρα, βαρκούλες, πεταλούδες, καβούρια και μια μεγάλη ουρά που σέρνει το καλοκαίρι μου ψηλά στον ουρανό!

Είδες ποτέ σου θάλασσα να πετάει ψηλά στ' ουράνια; Είδες πλοία;

Φάρδυνε τόσο το στέρνο μου απ' την συγκίνηση που είναι έτοιμος να αμολύσει ο ουρανός κύματα πάνω στα αφυδατωμένα βράχια.

Σήμερις δε θα δω Ανατολή, μπουρίνιασε ο ορίζοντας. Μα όσο κρατά έστω και λίγο καθαρός ο ουρανός, θα αμολάω τον χαρταετό μου.

Κόβω την καλούμπα να βοηθήσω τον Θεό που τον τραβά στα ύψη.

Σηκώνω σαν παιδί τα χέρια ψηλά, δείχνοντας στον ουρανό την θάλασσά μου να πετάει. Αρμενίζουν οι ψαρόβαρκες αναγαλλιασμένες που σούρωσε το βαθύ μπλε της.

''Είδες ποτέ σου θάλασσα να πετάει ψηλά στ' ουράνια; Ε ! Ρόκο, σου μιλώ, είδες;''

Μα δε μου απαντά, μόνο κουνά την ουρίτσα του χαρούμενος, καθαρά από άγνοια ο καλός μου φίλος..

Εύα Λόλιου




Άγιος Ιωάννης (Φωτό)


Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΠΟΥ ΒΑΔΙΖΕ ΜΟΝΑΧΟΣ (της Εύας Λολιου)

 


( μικρό ψυχογράφημα της κοινωνίας μας )

Για τη μοναξιά της ψυχής μου κανένας σας δε μίλησε.

Ούτε π’ ακούστηκε είπατε η κραυγή της, ούτε είχατε την παραμικρή ιδέα για το αίμα που έσταζε απ’ την ταράτσα, εκείνη την όμορφη νύχτα του Αυγούστου.

Κρεμασμένη στα σύρματα μια κόκκινη ρόμπα μ’ ένα λευκό λεκέ που δεν ξεπλύθηκε, ανέμιζε δίπλα απ’ την καρέκλα του τρελού σκηνοθέτη που έγραφε στο σκοτάδι.

Εσείς κυρία, εσείς!

Μη γυρίζετε τώρα το βλέμμα σας αλλού..

Με το μικρό σας σκυλάκι, εκείνη τη νύχτα φτάσατε στο πλατύσκαλο του σπιτιού μου, μα ’σεις ορκίζεστε πως τίποτα δεν είδατε και τίποτα δεν ακούσατε.

Μόνο τη μύτη μου κοιτούσατε χρόνια, με τα μάτια σας να γελούν κρυφά και να με κοροϊδεύουν.

Και η μάνα μου το είχε πει και η γυναίκα μου.

Οι κυρίες της ζωής μου, για την μεγάλη μου μύτη.

Για τα αφτιά μου που έμοιαζαν με ξωτικού και για τα πόδια μου που έκλιναν λόγω πλατυποδίας πάντα με μια ανασφάλεια προς τα πού άραγε να βαδίσουν.

Η αλήθεια είναι πως δεξιά απ’ το ένα μου ρουθούνι μύριζα τα τεύτλα πάνω στην καταπράσινη πλαγιά του βουνού

και στο αριστερό μου αφτί στραφτάλιζαν ολοκάθαροι οι ήχοι απ’ τα κατάρτια π’ άνοιγαν τα όμορφα πανιά τους.

Ποτέ όμως δεν το αποφάσιζα να φύγω, δεν υπήρχαν διέξοδοι.

Σκόνταφτα σ’ ένα καμένο λουλούδι, σε μια πέτρα ντυμένη μαύρη, σ’ ένα σκυλί που πείναγε και άπλωνε τα χέρια του λίγο πιο κάτω απ’ το πλατύσκαλο του σπιτιού μου, στην στροφή της Σαλαμίνας.

Μη γυρίζετε τώρα τα μάτια σας αλλού, αλήθεια με θυμώνετε κυρία μου!

Που αν και η αυλή σας ήταν τουλάχιστον εκατό πορσελάνινα πλακάκια καθέτως και οριζοντίως της έπαυλής σας, δε δώκατε στον φτωχό αυτόν άνθρωπο ένα μικρό κόκκαλο που περίσσευε στο πιάτο του σκύλου σας!

Ούτε π’ ακούστηκε είπατε το κλάμα του, ούτε είχατε την παραμικρή ιδέα πώς αλυχτούσε το φεγγάρι 'κείνη την όμορφη νύχτα του Αυγούστου..

Για τη μοναξιά της ψυχής του κανένας σας δε μίλησε..


Εύα Λολιου

Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Η ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ. (της Εύας Λολιου)

 



Η μάνα μου σταυροκοπιόταν σαν της ανακοίνωσα πως είμαι ερωτευμένος με μια ζωντοχήρα που 'χε μάλιστα υπόλοιπο απ' τον γάμο της ένα καλό κι υγιέστατο παιδί. Επακολούθησαν δυο τρία κροκοδείλια εγκεφαλικά και με τη μεγάλη της βεντάλια έσπρωχνε έξω απ' το παραθύρι τους αναστεναγμούς της.


''Που σε γέννησα κι έβγαλα λέπια απ' τον πόνο, που σε πήγαινα εκκλησιά κάθε Κυριακή, που 'μεινα 'γω μοναχή τόσα χρόνια να σε μεγαλώσω! '' κι έκλαιγε γοερά μα δε νοούσα αν έκλαιγε για μένα ή για τον εαυτό της. Ίσως από ζήλια που μέσα της δεν είχε ποτέ το ζιζάνιο της αλήθειας, που τον έρωτα βάφτισε συμβιβασμό και την παρθενιά στη γυναίκα μια λεπτή ίνα στο αιδοίο.


''Στο μυαλό είναι και στην καρδιά μάνα, η παρθενιά μιας γυναίκας. Μ' ακούς; '' της φώναξα κι ύστερα ξεκίνησαν τα δαιμόνια της να μιλούν, '' Την πόρνη, την ξετσίπωτη, την άσπλαχνη μάνα που δε λογά το δίκιο του παιδιού της! ''


Στεκόμουν στο περβάζι μπρος στο γιασεμί της μάνας, το θαύμαζα για τους άσπρους καθάριους ανθούς του, αφημένο δίπλα του ήταν ένα μισογεμάτο ποτήρι χλιαρό νερό. Βούτηξα τα δάχτυλά μου και χάιδεψα την άσπιλη ψυχούλα που ευωδίασε όλο το δωμάτιο με την γλύκα της. 


Με ηρεμούσε τούτο το λουλουδάκι κι ένα αχνό χαμόγελο πρέπει να διαγράφτηκε στα χείλη μου όταν ξεκίνησε η μάνα το παραμιλητό.  ''Γελάς; Αναίσθητε! Θα με θάψεις 'συ κι ούτε καν δίπλα στον πατέρα σου, στο χωριό! Δω θα με χώσεις, στην πρωτεύουσα, ανάμεσα στα σκυλιά και τους λύκους!''


Την κοιτούσα που άφριζε μα δεν την άκουγα πια, φεύγοντας πήρα μαζί μου και το μικρό της γιασεμί. Την αγνότητά του να δώσω στον μεγάλο μου έρωτα, την ευχή της μάνας ν' ευωδιάζει για πάντα  η αγάπη στ' ολοκαίνουριό μου σπιτικό...


Εύα Λολιου


Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

ΝΕΚΡΗ ΑΓΑΠΗ.(της Εύας Λολιου)



Όμορφο τ' όνειρο που σ' αγάπησα

και κάθε νύχτα ανάμεσα στ' άστρα περπατάω.

Το σπίτι σου κοιτάω,

με τ' ακροδάχτυλα την στέγη του αγγίζω απαλά,

τόσο τρυφερά, μην ξυπνήσουν στο κόρφο σου

τ' ευαίσθητα πουλιά.

Κι ύστερα ξαπλώνω στη καμινάδα 

τη φλούδα απ' το πορτοκάλι μυρίζω,

στο τραπέζι το γέλιο σου

την ώρα που ακόμη λίγο με θυμάσαι..

Εκεί είμαι λοιπόν κι ας μην το ξέρεις παιδί μου..

Κάθε νύχτα στο κατώφλι σου έρχομαι

το γάλα για τα *ζεμπράκια σου αφήνω,

τ' ανεμοσούρια στο δρομάκι της αυλής σκουπίζω.

Απ' το φουγάρο ρίχνω τ' άστρα που μάζεψα

ν' ανάψω το τζάκι σου.


Εύα Λολιου

* ζεμπράκια- πουλάκια που τους αρέσει να πετούν μέσα στο κλουβί τους.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Ο θεός μου χρωστούσε μια κολόνια (της Εύας Λόλιου)






Ποια γλυκύτητα άκουσε η νύχτα 

κι έγειρε μ' όλα της τα βρόχινα άστρα στην αυλή; 

Ποιο παιδικό κελάηδημα ήταν αρκετό 

για να στρέψει τους ουράνιους οφθαλμούς της 

στο μικρό μου γιασεμί; 

Μη  και ήταν άγγελος εκείνο το πουλί

 που στάθηκε  για μια στιγμή να δει την γύμνια ; 

Φυλλορροούσε κι έβλεπες τα πέταλά του

να τείνουν τις τοσοδούλες παλάμες τους 

τ' ένα προς το άλλο, 

άνοιγαν έπειτα καρτερικά τ' απαλά τους χείλη 

κι ασπάζονταν τα κόκκινα φώτα

 που γυάλιζαν σαν μανουάλια στον ουρανό..

Ύστερα ίπτανται κι έμοιαζαν στεφάνι ολάκερο 

που στόλιζε περιδέραιο χρυσό

 τ'  αιθέριο άρωμα τους τον Θεό.. 

Έτσι  το λοιπόν πέθανε,  ευλόγως

τρυφερά κι αθώα,

μες στο φθινόπωρο του δυο χιλιάδες είκοσι,

έτσι το λοιπόν,  ευαίσθητα κι αθώα..

Κι έγειρε, έγειρε τα γλυκά ματάκια του

μ' όλα της νύχτας τα βρόχινα άστρα στην αυλή

το μικρό μου γιασεμί..


Εύα Λόλιου

Απ' την καινούρια μου συλλογή πεζοποιημάτων

 '' Ο θεός μου χρωστούσε μια κολόνια ''





Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

Άτιτλο (της Εύας Λόλιου)


Ολονυχτίς μ' έπαιζε το φεγγάρι,
το κοιτούσα  απ' το παράθυρο
πως στέκονταν φρουρός στ' όνειρά μου..

 Γυάλιζε τα βότσαλα στους δρόμους
 κι ακόμη το σκοτάδι πάνω στις στέγες.

Τρύπωνε μες στα σκεπάσματα
κάτω απ' το μαξιλάρι
διαπερνούσε το στέρνο μου,
την καρδιά γλυκά πως  άγγιζε..

Ολονυχτίς μ' ορκίζονταν
στη ζωή, στο θάνατο !
μοναδική του αγάπη θα 'μαι..

Το σπίτι μου με τα ζουμπούλια
τον έρωτα στ' αγγίγματα
ροζ σάλι του φορέσαν στο λαιμό.

Με έπαιζε το φεγγάρι ολονυχτίς
μέχρι τον αυγερινό είδα,
που γέλαγε, γέλαγε..

Σαν σύννεφο το πήρε κι έφυγε
μ' ένα καράβι το πλάνεψε,
άτιμη που 'σαι θάλασσα!

Σου μιλώ αγαπημένη
μέσ' απ' το ραγισμένο τζάμι.
Ολονυχτίς πώς μ' έπαιζε το φεγγάρι..

Εύα Λόλιου

Winslow Homer - ζωγραφική , summer night, 1890.

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Το γαλάζιο πουλί (της Εύας Λολιου)



Είχα κι εγώ ένα πουλάκι, γαλάζιο. Την αυγή χτυπούσε με το ράμφος το τζάμι να του ανοίξω και με ξυπνούσε.
Πεταγόμουν απ' το κρεβάτι κι άνοιγα το παραθύρι αφήνοντας το λεύτερο να πετάξει. Το κοιτούσα πως ξεδίπλωνε τ' όμορφα φτερά του στη δροσιά των γιασεμιών του χωριού κι ύστερα που 'φτανε να κάνει κύκλους γύρω απ' την θάλασσα.
Αφού βουτούσα κι εγώ το κεφάλι μου κάτω απ' το νερό της βρύσης , χτενιζόμουν και φορούσα ότι πιο λευκό έβρισκα στη κρεμάστρα, έβγαινα στην αυλή με τον ελληνικό μου καφέ για να γράψω. Κάτω απ' τον παχύ ίσκιο της κληματαριάς να αποθανατίσω με λέξεις ότι την προηγούμενη ημέρα μου είχε διηγηθεί απ' τις περιπέτειες του.
Μα ήταν τόσο σύντομα τα ταξίδια του, που μόνο σε μικρά κι ανάλαφρα ποιήματα χωρούσαν. Ο γλάρος, το δελφίνι, η φρεγάτα, ο φλοίσβος των κυμάτων. Να κι ακόμη ακόμη το κλάμα της νεογέννητης ανατολής ήταν οι τίτλοι, γιατί μέχρι εκεί έφτανε να κοιτάξει η γαλανή ψυχή του.
Σούρουπο επέστρεφε , είχε στους ώμους του το λιόγερμα να κοκκινίζει τα εύθραυστα φτερουγίσματα του και το στήθος μου σφίγγονταν κάθε φορά περισσότερο απ' την αγωνία, μη γυρίσει πίσω τ' αθώα μάτια του αντικρίζοντας τη λαβωμένη δύση.
Στεκόμουν και το περίμενα με την χούφτα μου απλωμένη στο περβάζι, σαν φτάσει να ξαποστάσει εκεί μέσα τους χτύπους της καρδιάς του.
Πηδούσε ύστερα στο στρωμένο τραπέζι αντίκρυ μου, τρώγαμε μαζί και συζητούσαμε.
Μα ήταν η γλώσσα του τόσο γλυκιά, ένα κελαηδητό που χάζευα κι άφηνα πάντα το γεύμα μου απείραχτο.
Κι αν θυμούμαι καλά 'κείνα τα χρόνια, που είχα κι εγώ ένα πουλάκι γαλάζιο στο σπίτι, ήμουν πιο αδύνατος κι όμορφος από ποτέ άλλοτε, σαν παράφορα ερωτευμένος..  Ναι, ήταν ωραία τότε που ξημέρωνε ο ήλιος την ζωή  μ' ένα παραδείσιο φτερό ανθισμένο στα μαύρα μου μαλλιά κι έδειχνα στον καθρέπτη τόσο μα τόσο ευτυχισμένος..

Εύα Λολιου



Τοιχογραφία '' Το γαλάζιο πουλί'' στο παλάτι της Κνωσού.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Άτιτλο (της Εύας Λόλιου)

Η μάνα πίστευε πως απ' τα γεννοφάσκια  ήδη  ξεχώριζα απ' τ' αδέλφια μου και με φώναζε πουλί μου..
 Πουλί μου αυτό, πουλάκι μου 'κείνο και ειλικρινά μέχρι αμούστακος που 'μουν καθόλου δε με πείραζε. Το 'νιωθα βλέπεις σαν μια ανάγκη κι ένα καλό λόγο να πέφτω συχνότερα στην αγκαλιά της και να την φιλώ. Μα κι αργότερα που παντρεύτηκα κι ήλθαν στο κόσμο τα δικά μου χελιδόνια, πουλί της ακόμη μ' αποκαλούσε.  Τόσο γλυκά και τρυφερά που ζήλευε η γυναίκα μου και δεν την ήθελε καθόλου να πατά στο σπίτι.
  Έρχονταν τότε η δόλια έξω απ' την πόρτα του φράχτη αφήνοντας στα κλαράκια της μυγδαλιάς καραμέλες, χρωματιστά λουκούμια και σοκολάτες για τα παιδιά.
 Στέκονταν για λίγο στην σκιά του δέντρου και διάβαζα απ' το παραθύρι τα τραγουδιστά της χείλη.
''Χίλιοι αγγέλοι γιόκα μου να σε φυλούν, χίλιοι και στην αυλή σου, γλυκά ν' ανθίζουν στα δενδριά που στέκει η ζωή σου''.. Έκαμα να βγω τότες έξω πέφτοντας βαθιά στον κόρφο της να κλαίω, μα το κορμί της Λενιώς μου 'κλεινε ερμητικά τον δρόμο λέγοντας μου να διαλέξω.. 
Κι όσες φορές να της εξηγούσα της άπονης, ποτέ δε μ' άκουγε, λες και μιλούσα σ' ατσαλένιο τοίχο.
 Πως  ''να  Λενιώ μου, ξέρεις μπέμπα μου, 'γω απ' τα σπάργανα μου 'κόμη αγγέλους ατένιζα στα ταβάνια.. Κι όταν πονούσαν τα ούλα μου ν' ανατείλουν τα πρώτα μου  δόντια, έρχονταν και με έπαιζαν αυτοί, μου πείραζαν τα χεράκια κι άρχιζα τ' αγκού και τα γελάκια..  Η μάνα μου γι' αυτό με λέει πουλάκι της, γιατί πιστεύει πως αλλόθροος είμαι απ' τους ανθρώπους..''
''Η εμένα ή εκείνη !'' ούρλιαξε ύστερα πιότερο θυμωμένη κι η φωνή της αντίλαλος που χτύπησε ολάκερο το χωριό.
Τρόμαξε ο τσομπάνης στην κατάφυτη πλαγιά, τα σκυλιά και τα κοκόρια  τρέχαν δεξιά κι αριστερά αλαφιασμένα κι έως στην στροφή του δρόμου έφτασε η  κραυγή της  διώχνοντας άρον άρον την μάνα  για τ' αντικρινά βουνά..
Την τελευταία αυτή φορά, σκυφτή και γριούλα πια κατηφόρισε η Χελιδόνα μου, πετώντας προς τα βαθύκρημνα του κόσμου..

Εύα Λόλιου


αλλόθροος - αυτός που μιλά ξένη γλώσσα.
Μικροδιήγημα.



Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Αφηστε με να βγω (της Εύας Λόλιου)

Πώς μπήκα σ' αυτόν τον κόσμο; Ποιος μ' έβαλε; Ζω χρόνια τώρα σε μια σωρό κοπριά, γεμάτος ψείρες. Κρύβομαι απ' τα άλλα σκυλιά, βλέπεις έχουμε πόλεμο, ανάμεσα στα αδέσποτα και τους ανθρώπους με τα λουριά στα χέρια.
Κάποιος μου κρύβει τον ήλιο επίτηδες.
Τα κτίρια είναι πολύ ψηλά, επίτηδες..
Αφήστε με να βγω!

Ψάχνω απεγνωσμένα τις νύχτες να βρω τον θεό, να του πω το παράπονό μου.Έστω έναν άνθρωπο με μπόλικη καρδιά να μ' ακούσει. Μα κάθε που συναντώ κάποιον και του μιλώ, το βάζει στα πόδια ή μου πετάει πέτρες.
Τα φώτα με τυφλώνουν, μ' αρρωσταίνουν καθώς τρέχουν στους δρόμους. Χωροφύλακες είναι, σέρνουν πίσω τους μεγάλα κλουβιά. Κλείνω τα μάτια  να μη με βρουν στο σκοτάδι.
Δε συμφωνώ με τον πόλεμο, αγάπη ζητώ.
Μα εκείνος που με έβαλε, μ' άφησε ορφανό χωρίς να με δώσει σ' ένα από τούτα τα όμορφα σπίτια, με τις χαρούμενες ουρές και τα κατεβασμένα αυτιά στις αυλές. Δε ζηλεύω, χαίρομαι που υπάρχει θεός κι άνθρωπος για εκείνα. Τον δικό μου ψάχνω χρόνια τώρα, μα κάποιος μου έκρυψε το φεγγάρι, επίτηδες..

Από που ξεκινούν οι αναμνήσεις μου;
Θυμάμαι μια υγρή γλώσσα που έγλυφε την μουσούδα μου, μια παγωμένη μύτη να μ' οσμίζεται και δυνατά δόντια να με αρπάζουν απ' το λαιμό, χωρίς να πονώ. Να περάσουμε την λεωφόρο, φτάνοντας εκεί που ζούνε άνθρωποι σε σκηνές, με τις μεγάλες φωτιές στα βαρέλια και την μυρωδιά του ωμού κρέατος στον αέρα.
Έπειτα θυμάμαι μια μεγάλη χούφτα που μ' έπιασε με ορμή και έτρεχε, έτρεχε, αφήνοντας πίσω την γλώσσα ματωμένη στην άσφαλτο. Ξύπνησα σε μια βρώμικη γη, χωρίς στοργή.
Ψάχνω να την βρω χρόνια τώρα στον ίδιο δρόμο αλλά και σε άλλους πιο μακρινούς. Μα μάταια...
Να ρωτήσω την χούφτα γιατί με άφησε σε αυτόν τον κόσμο;
Ποιος θεός την έβαλε να με σώσει;
Σήμερα είναι μια νύχτα χωρίς σκοτάδι.
Δε κλείνω τα μάτια μου.
Μήπως κ. χωροφύλακα έχετε μπόλικη καρδιά;
Μήπως είστε εσείς ο άνθρωπος ή ο θεός που χρόνια γυρεύω;
Και νόμιζα πως θα έβρεχαν τα μάτια σας σήμερα τόσο δα ήλιο, να τελειώσει ο πόλεμος..
Αφήστε με να βγω!

Εύα Λόλιου