Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Κυριακή 21 Ιουνίου 2020
Ο πατέρας (της Σοφίας Τανακίδου)
Ήταν ακόμα χαράματα όταν ξεκίνησε για την δουλειά, τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια μάζευε από τους κάδους, χαρτιά, κουτάκια αναψυκτικών, γυάλινα μπουκάλια κι ότι μπορούσε να πουληθεί.
Αυτή ήταν η δουλειά του λοιπόν, ένας ρακοσυλλέκτης που είχε κάπου κάπου και τα τυχερά του, χάρη σε πολλούς αφηρημένους ανθρώπους που μαζί με τα σκουπίδια πετούσαν και πολύτιμα πράγματα όπως χρυσαφικά ή ακόμα και χρήματα.
Έτσι λοιπόν επιβίωνε τα τελευταία 17 χρόνια, γιατί σε άλλες δουλειές δεν τον δέχονταν κανείς, όλοι γνώριζαν το ποιόν του, δεν ήταν μόνο καυγατζής ηταν και επιρρεπής στο ποτό,
Ενας - δύο που τον πήραν στη δούλεψή τους αγανάκτησαν και τον έδιωξαν αμέσως, έτσι η δουλειά του ρακοσυλλέκτη ήταν η μόνη του διέξοδος.
Τρίτη Κυριακή του Ιούνη και η μέρα έδειξε από το πρωί ότι θα ήταν πολύ ζεστή, ευτυχώς είχε προβλέψει να πάρει μαζί του παγωμένο νερό για τον δρόμο, σταμάτησε στον πρώτο κάδο κι άρχισε να ψάχνει μέσα σε αυτόν αλλά δεν έβρισκε τίποτα κατάλληλο προς πώληση, θύμωσε τόσο που άρχισε να πετάει τις σακούλες με φόρα στο δρόμο
" Τι κάνετε; Θα ειδοποιήσω την αστυνομία" ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την απέναντι πολυκατοικία.
Γύρισε την κοίταξε φανερά εκνευρισμένος και της φώναξε
" Ότι γουστάρω θα κάνω κυρά μου, άντε στη δουλειά σου που σε ενοχλήσαμε"
Η γυναίκα αναγνωρίζοντας το ποιος ήταν ξαφνικά, είπε ένα " Ο τρελό - Γιάννης είναι;" και μπήκε στο σπίτι χωρίς να συνεχίσει την αντιπαράθεση γνωρίζοντας ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα μαζί του.
Όλοι το ήξεραν, αν σε έβαζε στο στόμα του δεν σε ξεπλεναν ούτε οι καταρράκτες του Νιαγάρα.
Μέχρι το μεσημέρι είχε γεμίσει ήδη δυο σάκους με τα "πολύτιμα του" έτσι τα έλεγε πάντα και κατευθύνθηκε στο μέρος όπου τα πουλούσε, ήταν ένας ρωμά που τα αγόραζε κάνοντας τρελά παζάρια με όλους, με τον τρελό - Γιάννη όμως δεν εκανε παζάρια, πάντα τα πλήρωνε χωρίς πολλές κουβέντες, γιατί δεν ήθελε να μαλώσει μαζί του.
Μια φορά στις αρχές της συνεργασίας τους πήγε να τον κοροϊδέψει και ούτε κατάλαβε πότε βρέθηκε χάμω στο πάτωμα με ένα μαχαίρι σύριζα στον λαιμό του, από τότε δεν ξανατόλμησε να τα βάλει μαζί του.
Ο τρελό - Γιάννης πήρε το αντίτιμο από τα " πολύτιμα" του και κατευθύνθηκε προς μια μικρή ταβέρνα που ήταν το στέκι του, παράγγειλε ένα τσίπουρο με μεζέ, που μέσα σε λίγη ώρα έγιναν δύο κι ύστερα τρία.
Αφού τα ήπιε και μάλωσε όπως συνήθιζε με τον μαγαζάτορα γιατί θεώρησε ότι του φουσκωσε τον λογαριασμό, ξεκίνησε για το σπίτι.
Πριν φτάσει όμως σταμάτησε δυο στενά από το σπίτι χώθηκε σε μια πολυκατοικία που είχε μείνει στα μπετά και έριξε έναν μικρό υπνάκο.
Δύο ώρες του ήταν αρκετές για να ξεκουραστεί και να ξεμεθύσει.
Κοίταξε το παλιό του ρολόι και με δυσκολία προσπάθησε να διαβάσει την ώρα, γιατί το τζάμι απ' το ρολόι είχε ραγίσει
"Δεν θα πετάξει κανείς στα σκουπίδια κανένα ρολόι;" μονολόγησε "δύο μήνες τώρα σπασμένο να μην μπορώ να βρω ένα καινούργιο, την γκαντεμιά μου μέσα" συνέχισε βρίζοντας.
Είχε πάει πέντε το απόγευμα, έπρεπε να γυρίσει σπίτι, ήταν η ώρα που πάντα επέστρεφε, σηκώθηκε αστραπιαία χτένισε με τα χέρια του τα μαλλιά του, πήρε μέσα από το σακίδιο που πάντα κουβαλούσε στην πλάτη μια καθαρή μπλούζα, την φορεσε, έβαλε την λερωμένη από τα σκουπίδια στο σάκο και ξεκίνησε για το σπίτι.
Άνοιξε προσεχτικά την πόρτα έβγαλε τα παπούτσια του και κατευθύνθηκε πατώντας στις μύτες μέσα στον χώρο για να μην ξυπνήσει την κόρη του, ήξερε πως ήταν η ώρα που εκείνη πάντα σχεδόν κοιμόταν αφού γύριζε από το σχολείο και ετοίμαζε το φαγητό, ξεκουραζόταν γιατί διάβαζε μέχρι αργά το βράδυ γιατί φέτος θα έδινε για το πανεπιστήμιο.
Είχε χάσει την μητέρα της στην γέννα πριν από δεκαεφτά χρόνια και την μεγάλωνε μόνος του χωρίς καμία βοήθεια από κανέναν.
Στο τραπέζι είχε σκεπασμένο το φαγητό του όπως συνήθιζε καθημερινά, το ξεσκέπασε και κάθησε να το γευτεί, όταν πρόσεξε δίπλα στο πιάτο ένα μικρό κουτί δώρου.
Ξετύλιξε το δώρο.
Είχε μέσα ένα μαύρο ρολόι χειρός και μια κάρτα.
Την άνοιξε και διάβασε το περιεχομενο ενώ συγχρόνως σκούπιζε ξανά και ξανά τα μάτια του που δεν έλεγαν να σταματήσουν να τρέχουν.
" Σήμερα είναι η γιορτή του πατέρα.
Κι εγώ έχω τον καλύτερο μπαμπά του κόσμου!
Χρόνια πολλά μπαμπά μου!!
Σου αγόρασα αυτό το ρολόι για να βλέπεις πάντα την ώρα για να γυρίσεις σπίτι που σε περιμένω!!
Σε αγαπώ πολύ!!!"
Σοφία Τανακίδου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Φαντάζομαι, Σοφία, ότι η κόρη δεν ήξερε τι επάγγελμα έκανε ο πατέρας της, έτσι δεν είναι;
ΑπάντησηΔιαγραφή