Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Παραμύθι (της Αννας Μαστρογιάννη)

 


Μαζευτείτε...αρχίζει το παραμύθι....

Παραμυθακι Χαλιμας κι αποψε θ' απαγγείλω και δεν θα αφήσω ήσυχο, ούτε γνωστό ούτε φίλο!! Τον ύπνο σας θα χάσετε, η ίσως να σκεφτείτε... Πως είμαι απλά μία τρελή....μα θα με θυμηθείτε! Ούτως η άλλως μάθαμε, να τρώμε παραμύθια, μπερδέψαμε που είναι πια το ψέμα κι η αλήθεια!! Για πάμε πολλά χρόνια πριν, τον Αλαντιν να βρούμε τι ζήτησε απ' το Τζινι του, λίγο να θυμηθούμε! Πρίγκηπας να 'ναι γιαλαντζί, το χρήμα να του τρέχει... αδήλωτα εισοδήματα κι εκείνος πέρα βρέχει!!! Και απο δίπλα την Γιασμιν, σανό να την ταίζει.. Κι αυτή η πανηλίθια... παλάτια να του χτίζει!!! Άλλο ένα παράδειγμα, γυναίκας δίχως γνώση, που αγάπησε έναν χαλβά, και τώρα θα πληρώσει!!! Μια ιστορία ανάποδα ήταν ετούτη που είπα, και ίσως και να έκανα μες στο νερό μια τρύπα... Μα αν το δείτε λίγο αλλιώς, ξέρετε πως κουμπώνει.. Το τότε με το σήμερα κι ακόμα μας στοιχειώνει!! Απλά εξελιχθήκανε οι Αλαντίν λιγάκι... Αμάξι εχουν για χαλί, γραβάτα και σακάκι!!! Το Τζίνι ειν' η ψήφος μας, που δύναμη τους δίνει, κι η Ελλάδα σύγχρονη Γιασμίν, ξεφτύλες καταπίνει! Το μάρμαρο με υποταγή έμαθε να πληρώνει, και κάθε αλητεία τους, αυτή να ξελασπώνει!!! Κόκκινοι, μπλε και πράσινοι, οι Αλαντίν γελάνε, γιατί εμείς τους δίνουμε, Τζίνι να κουβαλάνε!! Ίσως ακούγετε άσχετο, μ' αυτή ειν' η αλήθεια, γιατί όλοι μεγαλώσαμε...με λάθος παραμύθια! Στα λόγια τους πιστεύουμε και σπάνια σε πράξεις.. Κι απ' την αρχή έναν λαό..... δύσκολο να διδάξεις!!!! Μια τυχαία παραμυθού





Άτιτλο (της Παυλίνας Στυλιανού)


Πως να χωρέσω μάτια μου στον κόσμο τον δικό σου
να γεύομαι τα χείλη σου και να χορταίνω το χαμόγελο σου
Πως να χωρέσω μάτια μου
στους κήπους των ματιών σου
να βυθίζομαι στο γαλάζιο σου
να ταξιδεύω στη θάλασσα των κόκκινων χιλιών σου.

Όπως κοιτάς τον ουρανό που απλώνεται μπροστά σου
μια χαραμάδα φως τρυπώνει στα όνειρα σου
μ’ ένα φεγγάρι στην παλάμη αγκαλιά
γίνεται η αγάπη κόκκινη φωλιά

Παυλίνα Στυλιανού

ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΣΥΝΑΝΤΩ (του Λευτέρη Ασπροπουλου)


Ξέρεις
πολλές φορές προσπαθώ
με λέξεις βαριές και δυσκολονόητες
να διασύρω
τη θνητότητα των διαστάσεων
στις οποίες συναντιόμαστε
όχι επειδή εχθρεύομαι
την πεπερασμένη φύση μας

- απεναντίας, είναι ανακουφιστική -

απλά να, βλέπεις
το ένστικτο της επιβίωσης

κι αφού δε θα μείνω για πάντα
τεκμηριώνω
με το δικό μου μάταιο τρόπο
ότι τάχα αντιτάχθηκα
όσο μπορούσα στο αναπόφευκτο

ακόμα κι έτσι όμως
πού και πού
θα συναντιόμαστε

θα διαπερνώ το είναι σου
ίσως ως προβολή
είτε ως παραίσθηση εγγύτητας
ή ως τεμνόμενη τυχαιότητα
που διχοτομεί
την ύπαρξή σου

ναι, θα συναντιόμαστε

όσο όμως είμαι ακόμα
σε παράλληλο, μ’ εσένα, χρόνο
οι αρτηρίες μου θα πάλλονται
μαινόμενες
σαν σε ποιητικό οίστρο
και θα ερυθροβολούν υποδόρια
ετοιμοπόλεμες
ν' αποτινάξουν με κάθε κόστος
την εξάρτηση όποιας παρούσας
ή μελλοντικής ζωής
για όσο

σου το ‘χα πει εξάλλου
όσο ήμασταν έφηβοι
σου το ξαναθύμισα
και τις προάλλες που ενηλικιωθήκαμε
ότι πεθαίνουμε νέοι

όλοι πεθαίνουμε νέοι

κάποιοι σαν πυροτέχνημα
διασκορπίζονται άπληστα
στις έναστρες νύχτες

κάποιοι μ’ ένα μακάριο ‘κάποτε’
γκριζάρουν δίχως σκέψεις
πλέοντας σε αποκαρωμένους ορίζοντες

κάποιοι πιο τολμηροί
βιτσιόζικα γελούν
και καυλώνουν με το ‘παράλογο’

είτε έτσι, είτε αλλιώς
πεθαίνουμε νέοι
ναι

κι εγώ πασχίζω απλά
να προλάβω
να καμπυλώσω ποιητικά
το χωροχρόνο
για να σε συναντώ

όποτε γουστάρω

ως ανομοιοκατάληκτη
αυθεντικότητα
που αποστηθίστηκε.

Λευτέρης Ασπροπουλος