Αρμάθα τα όνειρα,
σε στεγνή χρυσοκλωστή περασμένα.
Μα ένα κοντοπίθαρο, ξεμακραίνει.
Κι αρχίζω να ονειρεύομαι,
πως τσιμπολογάω τ' άστρα
την πείνα να χορτάσω του έρωτα.
Τρεμουλιάζουν οι πεθυμιές.
Σειρήνες αναδύονται οι πόθοι,
απ' τα ασύλληπτα βάθη των ματιών.
Άκου τους χτύπους
και την άναρχη ανάσα της νύχτας,
πώς λειαίνουν τις γωνίες των σκιών...
Βρίσκει χαραμάδα η σελήνη και εισχωρεί
στα ερωτικά καλέσματα.
Πάρε βαθιές ανάσες, να χορτάσεις,
ό,τι προσφέρει απλόχερα τούτο το σκηνικό.
Γιατί αμείλικτα μας κοιτά ο χρόνος.
Μαύρο πιπέρι τα μάτια της αγάπης ψιχαλίζει.
Απόμακρες οι σκέψεις, ριγάει η καρδιά.
Σωπάσαν ξαφνικά, σκοτείνιασαν οι ώρες.
Κι οι δείκτες του ρολογιού
σε απόλυτη στασιμότητα.
Δεν χρονομετρούν πια
τους κύκλους των ονείρων.
Έτσι κι αλλιώς,
κείνο το κοντοπίθαρο τους ξέφυγε.
Κι ακόμα τσιμπολογάει άστρα. ...