Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Σάββατο 29 Αυγούστου 2020
Η ΔΙΑΘΗΚΗ (της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)
Έναν αιώνα και 3΄ ετοίμαζα την αναχώρηση.
Τόσο μου πήρε.
Ένα χρονόμετρο μέσα στην κόρη του ματιού, κατέγραφε το φεύγα της ψυχής.
Ήθελα να πάρω όλα τα συμπράγκαλα μου. Μη μείνει κάτι άκλαυτο.
Δεν ήταν πολλά, μη φανταστείς.
Μια εφηβεία, πότε οργίλα, πότε καταθλιπτική, που απλά μετοικούσε σε σώμα μεγαλύτερο - δε χωρούσε βλέπεις η διαστολή της στο αύριο - κι ένας κήπος με μαδημένα χρυσάνθεμα. Αλήθεια τι πράμα κι αυτό! Αφού πλήρωνα νοίκι υπέρογκο, γιατί μου κατέστρεφαν τον κήπο κάθε βραδιά;
Α, μη ξεχάσω και τις σπασμένες, τις αποδεκατισμένες ανατολές.
Θα τις συναρμολογήσω πάλι εκεί που θα πάω.
Τα προσωπικά μου είδη, όπως τη ματιά πίσω απ’ το χτιστό παράθυρο, όπως την άτολμη περπατησιά και τα ξέφτια απ’ τα χάδια, τ’ αφήνω στο ίδρυμα κακοποιημένων ονείρων. Μπορεί κάποιο γυμνό βράδυ, ένα από αυτά να ντυθεί πραγματικότητα.
Το καπέλο που φορούσα κάτι μεσάνυχτα – ναι, μη γελάς - τότε που καίγαν οι μνήμες το νου, τότε που τα ανέφικτα στάχτες σκορπούσαν, κάντο ίσκιο των άστρων, δεν θα το πάρω.
Βαρύ παιδί μου, πώς να το μεταφέρω;
Τα ψιλόβροχα του κορμιού στα επιστρέφω. Όπως μου τα άφησες, έτσι είναι, αμεταχείριστα.
Τώρα δεν ξέρω αν μου ανήκει αυτή η κραυγή που ούρλιαζε στα μέσα μου.
Αυτή που ξεσήκωνε τα μάτια σε ανταρσία -
τα μάτια μόνο - γιατί τα υπόλοιπα ήταν φοβισμένα.
Ντρέπονταν κιόλας τους γείτονες, πώς να τους ξυπνούν κάθε τόσο…
Αυτή, μάλλον θα στην αφήσω.
Να ‘χεις ένα ενθύμιο από μένα.
Κι επειδή έστω κι αργά μ’ αγάπησα, θα σου αφήσω και τη συναίνεση μαζί με το ατελέσφορο.
Τι να τα κάνω;
Δε μου χρειάζονται πια υποταγές.
Είμαι ελεύθερη
Σε χαιρετώ
Και μην έρθεις εκεί που θα ‘μαι. Είναι ο τελευταίος όρος της διαθήκης.
Αλλιώς τα κληρονομεί η ουτοπία
Υ.Γ.
Έχω σκουπίσει, έχω καθαρίσει, δεν υπάρχουν ίχνη του εγκλήματος.
Μα δεν έμεινα και πολύ, ώστε να τρέξουν τα σημάδια μου.
Μόνον έναν αιώνα και 3'
Κωνσταντίνα Σταθακοπουλου
Άτιτλο (της Νάνσυ Μπασδέκη)
Χρόνια ξεζουμισμένα
σε στίφτη σκουριασμένο
αφυδατωμένα ταλαίπωρα
άφαγα τυμπανισμένα
αποικίες βακτηρίων
του μύκητα εξοχικά
αναπαύονται
σε σκαλοπάτια βρώμικα
δίπλα σε τοίχους ημερολόγια πορείας
νοτισμένους στης άστεγης ανάγκης την οσμή
χαλκογραφίες πτύελων
γεννήματα μιας άσωτης ζωής
με την απόγνωση στα χείλη
ακόλουθοι ασμάτων παρηγορίας
και αντίστασης
σιγοτραγουδώντας
κωφεύουν σε ό,τι μιαίνει την ελπίδα
την αναδυομένη εκ χειλέων παίδων
που βγήκανε σεργιάνι
στα κακοτράχηλα σοκάκια
μιας πόλης μητρικής
αναμένοντας
χέρι ψημένο στο άλας της ζωής
σφιχτά να τα κρατήσει
μην σκορπιστούν στου έρεβους τη χάση
άνωθεν να ανεβάσει
τα όνειρα να ζωντανέψει
ν'αναθαρρήσει η πλάση
οι κήποι τους ν'ανθοφορήσουν
τα γιασεμιά να ευωδιάσουν
κυκλάμινα να χρωματίσουνε τα πρωινά
τα μεσημέρια να δροσίσουν
τα τσακισμένα δειλινά να γειάνουν
της νύχτας είλωτες μην ξαναρθούν
να τα κατασπαράξουν
αναμένοντας
καρτερικά
σιγοψιθυρίζουν
...έρχεται!
...έρχεται;
Νάνσυ Μπασδέκη
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)