Δεν εφάνης ακόμη αλησμονιά
το τραύμα της γης μου να δρέψεις.
Στο απροσμέτρητο της θλίψης ξεχάστηκες
το άσπλαχνο της ματαίωσης εξυμνάς
του καλοκαιριού το ξέφτισμα επωάζεις.
Μήτε εσύ,
αναστάσιμε πουνέντε φάνηκες
τα στάχυα στα δεσμά να σκορπίσεις.
Ολότρα στέκουν
στο ηδύποτο ρουμπίνι του λιογέρματος.
Φως ελλειπτικό
στον καρτερικό ουρανό κρεμιέται
κι ένα φιλί σιωπηλό και ανεξόφλητο
στου ασυνείδητου το επιστέγασμα.
Δεν φάνηκες ακόμη λησμονιά
κι η νύχτα της κόλασης
κι αργεί να ξημερώσει
''Συνομιλώντας με τον Arthur Rimbaud'