τότε που αρκούσε ένα βλέμμα έξω από το ανοιχτό παράθυρο
για να ξεκινήσεις ένα όμορφο πρωινό.
Σαν τους παλιούς τους έρωτες,
που επέμεναν να ακούγονται παράδοξα μελωδικοί
μέσα από τα παράσιτα του σκουριασμένου γραμμοφώνου.
Σαν το παλιό κρασί που ωρίμασε
κι αυτήν την ανεπανάληπτη γλύκα στα χείλη μου
σφραγίζει με το βαθυκόκκινο φιλί του.
Σαν την παλιά μου αγάπη στο χορό,
που λίκνιζε κάθε μου κύτταρο
στο άκουσμα του αγαπημένου μου τραγουδιού.
Σαν την παλιά ανάμνηση,
που γαντζώνεται γερά σε κάθε μικρή στιγμή
σαν ναυαγός σε σχεδία, για να βρεθεί ξανά,
έστω για λίγο, στο προσκήνιο της μνήμης μου.
Σαν το παλιό ρούχο,
εκείνο το πολυφορεμένο, που λάξευσε το κορμί μου
και σμιλεύτηκε στα μέτρα του.
Σαν κάθε τι παλιό κι αγαπημένο, σ’ αγαπώ.
Σαν τον παλιό μου εαυτό,
που χανόταν στα μάτια σου,
καθώς συνέθετες μελωδίες με τα δάχτυλα σου
σ’ εκείνο το παρθενικό μας άγγιγμα.
Σαν τον παλιό καιρό, σ’ αγαπώ.