Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΠΑΛΛΟΥ ΒΙΚΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΠΑΛΛΟΥ ΒΙΚΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

''Σ' ευχήθηκα'' (της Βίκυς Μπάλλου)


 Ήταν  βράδυ·
Δεκέμβρης ,Απρίλης, Αύγουστος 
– τι σημασία έχει;
Ήταν βράδυ κι είχαν πεθάνει όλοι οι έρωτες.
Λιγοψυχούσε η ψυχή. 
Αναζητούσε αλαφιασμένη
ένα κάτι, να σωθεί
απ’ την σκληρότητα του κόσμου.

Κάπως έτσι, αβίαστα– μοιραία, 
άρχισαν οι παλάμες μου
να πλάθουν τη μορφή σου· 
να κρατηθεί  το είναι μου 
απ’ την κορμοστασιά σου.

Σχημάτισα πέλματα φτερωτά·
-να υπερνικάς εμπόδια,
να έρχεσαι σιμά μου.
Σου έδωσα στέρνο τρυφερό
-να μ’ αγκαλιάζεις.
Το δέρμα κάτω απ’ το λαιμό
το έντυσα ολόλευκο
-ελεύθερο
για τα σημάδια του έρωτά μου. 
Στα βάθη της καρδιάς σου
φύτεψα έναν ουρανό 
με κάτι σύννεφα λουλούδια.

Τα μάτια δεν τ’ άγγιξα·
λογαριασμός της μοίρας.

Αυτός ήσουν, λοιπόν.
Τέλειος κι ατελής,
με κάνα δυο ψεγάδια λατρεμένα.
Ανέπνευσα λυτρωτικά.
Δάκρυσα που δεν σ’ είχα.

Τώρα κοιμάμαι πλάι σου
και σ’ ανασαίνω.
Δεν ξέρω πώς και γιατί ήρθες· 
Ξέρω μονάχα,
πώς εγώ, αγάπη μου,
σ’ ευχήθηκα.

Βίκυ Μπάλλου





  


Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

'Μέρες γιορτής (της Βικυς Μπάλλου)



Τις όμορφες μέρες σου 

να τις γιορτάζεις.

Όχι απαραίτητα με φίλους,

τραγούδια στη διαπασών,

φανφάρες και φορτωμένα τραπέζια.

Να τις γιορτάζεις εντός σου

ως τους αρμόζει.


Να στέκεις χαμογελαστά 

μπρος στον καθρέφτη σου

-όχι από αλαζονεία,

μα από περηφάνια-

να στολίζεις τη θωριά σου

με λόγια γλυκά, τιμητικά,

αντάξιά σου.


Να αφιερώνεις χρόνο

να συνειδητοποιείς τι κέρδισες,

για τι προσπάθησες,

να αναγνωρίζεις πόσο προσπάθησες.


Να ρουφάς κάθε λεπτό τους,

να ξεδιψάσει το μέσα σου 

για τον αγώνα του.

Να αισθάνεσαι τα κύτταρά σου

να πάλλονται ρυθμικά 

από αναζωογόνηση, από γνήσια ευθυμία

και την ψυχή σου να ξεχειλίζει

απ’ την αγαλλίαση που πεθυμούσες. 


Κι αφότου γευτείς τη χαρά

ως τις τρίσβαθες πτυχές σου

και την αφήσεις 

να σου μελώσει την καρδιά,

να σημειώνεις κάθε στιγμή

στο ημερολόγιο,

να μην λησμονήσεις τίποτα

-γιατί συχνά οι μνήμες 

συνορεύουν με τις λύπες. 


Να μην αρκείσαι

σε χλιαρά συγχαρητήρια,

άνευρα μπράβο 

κι άνοστους επαίνους.

Να μην επιτρέπεις σε κανέναν

-ιδίως σε σένα-

να υποτιμήσει 

τους κόπους που κατέβαλες,

τα σκαλοπάτια που σκαρφάλωσες,

τους δαίμονες που ξόρκισες,

τις κορυφές που τώρα ατενίζεις.


Να σε αγκαλιάζεις 

γενναιόδωρα, σφιχτά,

γιατί δεν είσαι μονάχα 

το τρόπαιο που κέρδισες·

κατεξοχήν και ανεπίστρεπτα

είσαι η μάχη που έδωσες

-και στην ουσία της

μόνο εσύ γνωρίζεις.


Δεν είσαι μονάχα

οι κακές στιγμές,

οι μελαγχολικές Κυριακές,

οι νύχτες που ‘χουν θλίψη·

είσαι και η λαμπρή ηλιαχτίδα της αυγής,

η υπόσχεση πώς θα τα καταφέρεις,

το επόμενο βήμα, 

η πρωτόγνωρη συνέχεια,

ο πολυπόθητος ιδρώτας του κάματου,

το αναστέναγμα της λύτρωσης

-για την ακρίβεια,

είσαι κυρίως αυτά.


Να τις χαίρεσαι 

τις όμορφες μέρες σου,

να τις εξυμνείς.

Μην τις αφήνεις 

να περνούν αδιάφορες, 

συμβιβασμένες.


Δεν είναι μια ακόμη μέρα·

είναι η Μέρα σου.


 - Βίκυ Μπάλλου

 

Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Επίγειοι Παράδεισοι (της Βικυς Μπαλλου)



Το υποσχεθήκαμε. 
Τη νύχτα εκείνη
που μαχαίρωναν τα αισθήματά μας, υποσχεθήκαμε
πώς δεν θα ξαναβρεθούμε ποτέ 
–τουλάχιστον,
όσο περνά απ’ το δικό μας χέρι.


Ορκιστήκαμε
πώς θ’ αφήσουμε πίσω
τη μοίρα που μας ένωσε
και θα προχωρήσουμε 
αποκομμένοι ο ένας απ’ τον άλλον.


Έτσι έπρεπε· 
το τρόπαιο της νίκης το κέρδισε πανηγυρικά, 
μια απάνθρωπη πραγματικότητα. 
Πού να βρεθεί χώρος
για ρομαντισμούς και αιώνιες αγάπες;
Ψιλά γράμματα.


Όμως, κανένας ρεαλισμός
δεν κατάφερε να υποτάξει τον Έρωτά μας· 
εκείνος ήταν επαναστάτης 
–και πολύ τολμηρός,
για να εξαφανιστεί αμαχητί.


Την ώρα που ανταλλάσσαμε
το ύστατο μας βλέμμα,
θέριεψε ο Ουρανός
–πώς άδικα μια τέτοια αγάπη χανόταν! 
Ολάκερη η ενέργεια της σύνδεσής μας άλλαξε μορφή 
και φώλιασε
στην ομορφιά τούτης της πλάσης. 


Μην γελιέσαι·
δεν έρχεται τυχαία, κάθε χρόνο, η Άνοιξη. Όπου ανθίζουν αμυγδαλιές, 
όπου κελαηδούν μελωδικά τ’ αηδόνια, 
όπου χαμογελούν ανέμελα παιδιά, 
όπου λαμπυρίζουν ήλιοι, 
όπου θάλασσες χαϊδεύουν ηδονικά στεριές, 
όπου γεννιούνται κόκκινα φεγγάρια, 
όπου μιλούν για αθάνατες αγάπες 
υπάρχει κάτι δικό μας.


Σε κάθε Παράδεισο επί γης
κρύβεται μετουσιωμένος 
ο δικός μας Έρωτας, 
αρνούμενος πεισματικά να σβήσει.


Δεν ήταν σαν εκείνον των μυθιστορημάτων 
–μα κρατούσε συντροφιά
στους γραφιάδες της νύχτας.
Δεν αντίκρισε ηλιοβασιλέματα
– μα είχε το ίδιο αίμα
με κάθε φως που έδυε.


Κι εμείς
πλαγιάσαμε σ’ άλλα κρεβάτια 
–μα τα σώματά μας έμειναν αιώνια σφιχταγκαλιασμένα στο σεντόνι,
που τα φιλοξένησε πρώτη φορά·


ξεδιψάσαμε μ’ άλλα φιλιά,
εξερευνήσαμε άλλα κορμιά 
–μα ποτέ δεν λησμονήσαμε
τα δικά μας βράδια.


Προχωρήσαμε· 
για πάντα βυθιστήκαμε
ο ένας μέσ’ στον άλλον.


Βίκυ Μπαλλου

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

"Μακάβριος λογισμός" (της Βίκυς Μπαλλου)



Θυμάμαι,

όταν έφυγες,

όταν αποφάσισες εσύ

και για τους δυο μας

ορκίστηκα 

πώς δεν θ’ αντέξω 

μονάχη μου λεπτό.

Άντεξα, όμως,

και προχώρησα.

Έτσι, τόσο πεζά και κυνικά,

 είδα πώς δεν πεθαίνουν

οι άνθρωποι από έρωτα.

Γκρέμισα όλα μου τα παραμύθια,

τα πήρα στους ώμους

και συνέχισα.


Δεν μίλησα για σένανε ποτέ

-να μη γνωρίζει κανένας

πώς υπήρξες.

Μα τώρα τελευταία,

θαρρείς και χόρτασε το μέσα μου

τα ψέματα,

αναλογίζομαι πώς κάποτε

θα χρειαστεί να τα μπαλώσω.


Θα έρχονται αύριο

τα παιδιά μου,

θα ρωτάνε 

για τον πρώτο έρωτα 

της μαμάς

-βέβαια πώς θ’ ακούσουν

για τον λατρευτό τους πατέρα-

κι εγώ θα τους σκαρώνω ιστορίες

-μη τα πλακώσουν τα συντρίμμια μου.


Θα έρχονται μεθαύριο 

τα εγγόνια μου,

θα θέλουν να μάθουν

τι απέγινε

ο πρώτος έρωτας

της γιαγιάς

-σίγουρα πώς θα δουν 

έστω και μια φωτογραφία-

κι εγώ δεν θα γνωρίζω καν

ποιο χώμα σε σκεπάζει.


Σκέφτομαι μακάβρια, 

θα μου πεις.

Με συγχωρείς,

μα μόνο θάνατος μ’ απέμεινε

από σένα.


Βίκυ Μπαλλου



Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

"Σημαδεμένα σεντόνια" (της Βικης Μπάλλου)



Με παίδεψε,τούτη τη νύχτα, το χαρτί.

Στέκει μπροστά μου

–σεντόνι ολόλευκο

κι αναμένει μαύρα σημάδια

πλασμένα απ’ τα δικά μου χέρια.

Μα αυτά στέκουν αμήχανα σιμά του.

Γυμνά· ταλαντευόμενα· ανήξερα.

Δεν μπορούν να γράψουν, απόψε.

Ίσως πάλι, να μπορούν, μα να μη θέλουν.

Για φαντάσου!

Τούτα τα δάχτυλα,

που μόνο πνιγμένα σε μελάνι ανασαίνουν·

τούτα τα χέρια,

που ζουν, για να γεννάνε λέξεις,

αυτό το βράδυ

αρνούνται την ίδια τους την ύπαρξη.


Τι τα κρατάει άραγε,

φυλακισμένα στα δεσμά τους;

Ίσως η παγωνιά·

έβαλε κρύο

– και τούτα καίνε.

Ίσως ο κόσμος·

τη μια ασφυκτικά στενός για τόσα λόγια,

την άλλη απέραντος, για να λεχθεί με λέξεις.

Ίσως οι θύμησες·

ερμητικές, αβάσταχτες

– κι αυτά μονάχα δύο.

Ίσως οι άνθρωποι·

παρουσίες κι απουσίες 

– πληγές και χτυπήματα.

Ίσως ευθύνεσαι κι εσύ,

που κατοικείς ακόμα εντός τους.

Αθόρυβα

– μα είσαι εκεί·

διακριτικά

– μα υπάρχεις.

Τι άλλο να γράψουν τ’ άμοιρα για σένα;

Προβλέψιμες γίνονται

οι φράσεις  που σου αφιερώνουν.

Κι εσύ δεν τους χαρίζεις

ούτε μια ματιά σου

– ή μήπως όχι;

Άραγε, με διαβάζεις ακόμα;

Άραγε, με διάβασες αληθινά ποτέ σου;


Το χαρτί με κοιτάζει κυνικά.

Γελώ

και κουνάω πέρα δώθε το κεφάλι.

Δες –  πάλι για σένα γράφω.

Κοινότυπη κατάντησα.


Τικ τακ.

Μια ζωή ψιθυρίζει πώς τίποτα δεν σταματά·

τα πάντα συνεχίζουν.

Μάλλον ο ψίθυρος νικά.

Δες·

ακόμα κι απόψε,

οι παλάμες μου

μάνες καινούργιων συλλαβών.


Βικη Μπάλλου


Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Συγγνώμη μάνα (της Βικης Μπαλλου)


Μάνα,

Όλα έγιναν τόσο γρήγορα εκείνο το βράδυ.  Έφυγα από το σπίτι, αφήνοντάς σε στην κουζίνα να βάζεις όλη σου τη μαεστρία στο αγαπημένο μου φαγητό. Με καληνύχτισες, ψιθυρίζοντας μου «να προσέχω». Έκλεισα ξέγνοιαστος την πόρτα πίσω μου.

Μπήκα στο αυτοκίνητο. Ένας ήταν ο προορισμός μου. Εκείνη. Δεν ήξερε ότι είχα επιστρέψει. Δεν της είχα πει τίποτα. Ήθελα να δω τα μάτια της να λάμπουν, όταν θα εμφανιζόμοουν μπροστά της μετά από τόσους μήνες.

Ασυναίσθητα έσφιξα το χέρι μου πάνω στην τσέπη του παντελονιού μου. Το χρυσαφένιο μονόπετρο καρτερούσε υπομονετικά τη στιγμή που θα αγκάλιαζε τα κρινοδάχτυλά της. Το είχα πάρει απόφαση, μάνα. Μάλλον η αγωνία σου για το «πότε θα νοικοκυρευτώ επιτέλους» είχε πείσει την καρδιά μου να κάνει το μεγάλο βήμα. Μα δεν σου το ‘χα πει. Ήθελα πρώτα να ακούσω τα χείλη της να αρθρώνουν το ξαφνιασμένο «ναι»· κι ύστερα, θα ‘σουν εσύ η πρώτη που θα μοιραζόμουν τη χαρά μου.

Μα δεν πρόλαβα, μάνα.

Έφτασα κάτω από το σπίτι της και είδα το φως του δωματίου αναμμένο. Τη φαντάστηκα να βλέπει την αγαπημένη της σειρά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και σκίρτησε η ψυχή μου. Ξεκλείδωσα, αθόρυβα και έσυρα τα βήματά μου στο ξύλινο παρκέ. Κατευθύνθηκα σιωπηλά προς την κρεβατοκάμαρά της.

Και άξαφνα, τα πάντα γύρω μου σκοτείνιασαν, μάνα.

Ήταν εκεί. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Κοιμόταν γαλήνια με τα μαύρα της μαλλιά λιτά να περικλείουν τον χιονισμένο λαιμό της. Το σεντόνι κάλυπτε τη γυμνή της σάρκα. Και το χέρι της ακουμπούσε ηδονικά πάνω στο στέρνο του. Πάνω στο στέρνο του παιδικού μου φίλου.

Εκείνος παιχνίδιζε με τον καπνό του τσιγάρου του κι έτσι, δεν με είδε να γυρνάω προς την πόρτα. Ρομποτικά. Σαν ναρκωμένος.

Είχε νυχτώσει πια. Σύρθηκα μέχρι το κάθισμα του αυτοκινήτου. Δεν ξέρω πόσα λεπτά ή πόσες ώρες πέρασαν, μάνα. Κάποια στιγμή άκουσα το γέλιο της. Έβαλα μπρος. Χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω.

Οι ρόδες κυλούσαν μονάχες τους. Σε ένα κόκκινο φανάρι, έβγαλα από την τσέπη μου το δαχτυλίδι. Το δαχτυλίδι της. Το έσφιξα τόσο  δυνατά στα σπλάχνα του χεριού μου κι δεν σταμάτησα μέχρι να το νιώσω να μου σκίζει τη σάρκα. Λίγο κόκκινο υγρό λέκιασε το λευκό μου παντελόνι.

Ο δρόμος με ξέβρασε στην Παραλιακή. Μπήκα στο πρώτο μπαρ που βρήκα μπροστά μου κι πρόσταξα να μου φέρουν ένα διπλό ουίσκι. Από εκείνο που έπινα μαζί του, όταν την πρωτογνώρισα. Ένιωσα τα σωθικά μου να καίγονται.

Ζήτησα κι άλλο ένα. Κι άλλο ένα. Κι άλλο ένα.

Άφησα όσα λεφτά είχα στο τραπέζι και βγήκα στο δρόμο. Έφτασα στην αμμουδιά. Τα πόδια μου δεν με κρατούσαν, μάνα. Γονάτισα. Ένιωσα το μικρό βελούδινο κουτάκι να εγκαταλείπει την τσέπη μου. Τα πρώτα κύματα, το παρέσυραν στο ταξίδι τους.

Τρεκλίζοντας πλησίασα στο αυτοκίνητο. Το κεφάλι μου σφυροκοπούσε.

Στο ραδιόφωνο έπαιζε το αγαπημένο της τραγούδι. Θόλωσα. Σε κάθε μελωδία πατούσα κι άλλο λίγο το γκάζι. Άκουγα τις ρόδες να στριγκλίζουν πάνω στη –φλογισμένη θαρρείς- άσφαλτο.

Λίγο πριν εκείνη την απότομη στροφή, τα ξαναέζησα όλα, μάνα. Τον είδα να μου δανείζει το παιχνίδι του – παιδιά ακόμα. Ξαναπήγα μαζί του σχολικές εκδρομές και φοιτητικά ταξίδια. Ξανασυνάντησα εκείνη. Με άκουσα να του ψιθυρίζω στο αυτί: «Αυτό το πλάσμα είναι για μένα, φίλε». Ξαναφίλησα τα χείλη της για πρώτη φορά.  Και λίγα δευτερόλεπτα προτού γίνω ένα με το απέραντο γαλάζιο, αντίκρισα τα κορμιά τους πλάι πλάι.

Και τώρα, μάνα, καίγεται η ψυχή μου, σε κάθε δάκρυ σου που καταλήγει πάνω στο μάρμαρο που με σκεπάζει. Σε κάθε σου κραυγή σχίζονται στα δυο οι ουρανοί μου.

Μαζί με μένα, σκότωσα κι εσένα. Πήρα τη ζωή από το πλάσμα που μου τη χάρισε απλόχερα. Ντρέπομαι που σε προσφωνώ με αυτά τα τέσσερα γράμματα. Σε θανατώνω κι ύστερα σε φωνάζω χρησιμοποιώντας την πιο ευλογημένη λέξη που συναντάται στα πέρατα του κόσμου.

Μα δεν βρίσκω άλλο τρόπο να σε καλέσω να μ’ ακούσεις, μάνα. Και τώρα που βρίσκομαι λίγα μέτρα κάτω από τα λουλούδια που μου αφήνεις, να σου πω μόνο αυτό. Συγγνώμη.
Συγγνώμη, Μάνα.

Βικη Μπαλλου




Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Αγάπησέ με (της Βίκυς Μπαλλου)


Θέλω να με πας στην αλάνα,
που έγδαρες πρώτη φορά το γόνατό σου.
Να ξεθάψεις την πέτρα
-εκείνη την πρώτη πέτρα-
που ανέντιμα σε μάτωσε.
Να προσποιηθείς πώς σκοντάφτεις ξανά,
να γελάσεις ειρωνικά
-τώρα πια είσαι μεγάλος!-
μα να εμφανιστεί η ίδια ρωγμή
ανάμεσα στα φρύδια σου.
Να πάρω την πέτρα,
να τη στύψω στο σώμα μου πάνω,
ένα να γίνουν τα κύτταρά μου με το αίμα σου.

Θέλω να σε πάω στην πλατεία
που έσπασε η πρώτη μου κούκλα.
Να ανέβω το σκαλοπάτι
-εκείνο το πρώτο σκαλοπάτι-
που ύπουλα με γέμισε παράπονο.
Να κάνω πώς πέφτω πάλι απ’ τα ψηλά,
να μην παθαίνω κάτι
-έχω ψηλώσει πια!-
μα σιμά μου να σκορπίζεται
λίγη μελαγχολία.
Να μαζεύεις τα σπασμένα ένα-ένα,
να κόβεται το δέρμα σου,
να θάβονται εντός σου.

Θέλω να με πας στο δρόμο
που άφησες τις βοηθητικές του ποδηλάτου σου.
Να σκαρφαλώσουν –σαν τότε-
τα πέλματά σου στο πετάλι,
να οργώνεις κάθε κατηφοριά
με τα χέρια στον αέρα,
να πνίγεται ολάκερη η φύση στο καμάρι.
Να συναρμολογήσω τις ρόδες ξανά,
ν’ αντικαταστήσω αυτές τ’ αυτοκινήτου μου.

Θέλω να σε πάω στην ακρογιαλιά
που έκανα το πρώτο μου κολύμπι.
Να βαδίζω αγκομαχώντας
προς τα άπατα,
να τα βάζω με τον ωκεανό τον ίδιο
κι οι γονείς μου απέξω να χειροκροτάνε.
Να κάνεις γούρνες τα χέρια σου,
να ξεδιψάσεις με τις σταγόνες
που αγκάλιασαν το πρώτο μου επίτευγμα.

Θέλω να με πας στο μαγαζί
που άρπαξες το παιχνίδι, που τόσο λαχταρούσες.
Να κατεβάσεις το βλέμμα
με την ίδια έντονη ενοχή,
λες και δεν έχουν περάσει τόσα χρόνια,
και να σύρεις το χαστούκι προς το πρόσωπο.
Να αρπάξω τ’ αυστηρό σου χέρι βιαστικά,
να σου φιλήσω την παλάμη
κι έπειτα, να στ’ αγοράσω με δικό μου χαρτζιλίκι.

Θέλω να σε πάω στο θρανίο
που αντέγραψα πρώτη φορά απ’ την διπλανή μου.
Να ξεστομίσω ανέντιμα στη δασκάλα
πώς εκείνη έφταιγε
κι όταν χτυπήσω με τον χάρακα το χέρι,
να τον πετάξεις μακριά
και να μου εξηγήσεις μ’ υπομονή
εκείνη την άσκηση,
που δεν μου έμαθε κανένας.

Θέλω να με πας στο δωμάτιο
που πλήγωσαν πρώτη φορά την αγάπη σου.
Να πεις πώς δεν σε νοιάζει πια,
πώς το ‘χεις ξεπεράσει,
κι όταν προσπαθήσεις να θάψεις
εκείνο το δάκρυ τ’ ατίθασο,
να κάνω τα χέρια μου φωλιά
για τον ωκεανό σου.

Θέλω να σε πάω στο παγκάκι
που μου ράγισαν πρώτη φορά την καρδιά.
Να δω ξεψυχισμένη
τη χαρά και την ελπίδα μου,
ν’ αντικρίσω κουρελιασμένη την αξιοπρέπειά μου,
κι όταν λυγίσω,
να με σηκώσεις ήρεμα στους ώμους σου
μαζί μ’ εκείνα τα ξεχαρβαλωμένα μου κομμάτια.

Κι αφού ενώσουμε
κάθε μας πόνο
κάθε μας νίκη
κάθε μας λάθος
κάθε μας παράπονο
κάθε μας αγάπη
κι αφού συστήσουμε
τα λάθη
τα ραγίσματα
και τις ανατολές μας,
τότε να πάμε σε μέρος
άγνωστο και για τους δυο
-μόνο για δυο.

Να σου πω
πώς θα σ’ αγαπώ
για το καθένα σου ξεχωριστά.
Να μου πεις
ειλικρινά
κι εσύ το ίδιο.
Να αποκριθούμε τελικά
πώς μόνο έτσι αξίζει
ν’ αγαπιούνται οι άνθρωποι.

Βίκυ Μπαλλου