Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΤΣΙΚΑ ΛΙΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΤΣΙΚΑ ΛΙΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Ψίθυροι Καρδιάς (της Λίνας Κατσικα)



Θα’ θελα να έρθεις. Να χαθώ στην αγκαλιά σου και ν’ αφήσω πίσω μου όλη αυτή τη μοναξιά, που σαν σαράκι έχει λιώσει τα μέσα μου. Να ξορκίσουμε με φιλιά τα λόγια που κάποτε μας πλήγωσαν και μας κράτησαν μακριά. Τις λέξεις που, σαν λεπίδες κοφτερές, μάτωσαν τις καρδιές μας και σκόρπισαν σκοτάδι στα όνειρά μας.


Θα’ θελα να έρθεις. Να χάσω την αίσθηση του χρόνου ταξιδεύοντας στην αρμύρα του κορμιού σου. Να σου ψιθυρίσω αγάπη και να γευτώ λατρεία. Να αφουγκραστώ τους χτύπους της καρδιάς σου και να τους εναρμονίσω με της δικής μου.


Λίνα Κατσικα


Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Αγκαλιά θα πει αγάπη (της Λίνας Κατσικα)



Αγκαλιάζω σημαίνει περικλείω κάποιον ανάμεσα στα χέρια μου, σφίγγω πάνω στο στήθος μου, περιβάλλω με στοργή. Δεν είναι λοιπόν μια πράξη όπου δυο σώματα απλώς αγγίζονται. Τα χέρια του ενός τυλίγονται γύρω από τον άλλο, οι χτύποι της καρδιάς μοιάζουν να εναρμονίζονται, ενώ τα συναισθήματα που διαχέονται θυμίζουν αγαθά που ξεπετάγονται από το Κουτί της Πανδώρας. Ευφορία, γαλήνη, ανακούφιση, εμπιστοσύνη.

Τα μάτια κλείνουν, καθώς ‘βλέπουν’ ό,τι είναι αναγκαίο, τα στόματα σιωπούν-τι παραπάνω να πουν άλλωστε-και τα σώματα ‘κουμπώνουν’ τέλεια το ένα στο άλλο. Η αγκαλιά είναι το απάγκιο στους αέρηδες που φέρνει η ζωή, το λιμάνι στις φουρτούνες της. Καταφύγιο ασφαλές για εκείνους που πονούν, φλογισμένος ουρανός κάποιο ηλιοβασίλεμα για τους ερωτευμένους. Αγκαλιά, λοιπόν, ένα μέρος ν’ ακουμπήσει κανείς, ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί, μια ζεστή ‘φωλιά’ ν’ απιθώσει κανείς την ψυχή του.

Λίνα Κατσικα


Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Γράμμα χωρίς παραλήπτη (της Λίνας Κατσικα)


Σου γράφω. ¨Αγάπη μου¨, ξεκινάω, μα την ίδια στιγμή σκίζω τη σελίδα. Έπειτα κι άλλη, κι άλλη. Έχω γεμίσει το πάτωμα με τσαλακωμένες σελίδες. Δεν ξέρω αν με ενοχλεί το ¨αγάπη μου¨ ή η απόφασή μου να σου γράψω. Φοβάμαι πως για άλλη μια φορά η προσπάθειά μου να σε προσεγγίσω θα πέσει στο κενό, μια και φρόντισες με τη συμπεριφορά σου να κόψεις κάθε είδους επικοινωνία. Αναπάντητες έμειναν οι κλήσεις μου, χωρίς απόκριση τα μηνύματά μου. Κανένα ίχνος σου μετά το κοφτό σου «αντίο». Όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να σε ξαναδώ, να μάθω νέα σου, να ακούσω μια λέξη σου. Ένα κενό. Μια απουσία βασανιστική. Λείπεις, μου λείπεις. Με ένα «αντίο» τα έσβησες όλα; Πώς μπόρεσες; Δε σήμαινα τίποτα για σένα;

          ¨Αγάπη μου¨, ξεκινώ πάλι, μα σκίζω τη σελίδα πριν γράψω οτιδήποτε άλλο. Πώς να συνεχίσω; Πώς να απλώσω την ψυχή μου σε λίγες γραμμές! Πώς να βρεθούν οι λέξεις να εκφράσουν όσα με έκανες να νιώσω. Ζούσα στο μικρόκοσμό μου, ευχαριστημένη από την ηρεμία της ρουτίνας μου. Και ήρθες εσύ και την τάραξες, βότσαλο στη γαλήνη της λίμνης μου. Στην αρχή-μη γελάσεις-τρόμαξα. Αλήθεια. Προσπαθούσα να καταλάβω την αναστάτωση μου, κάθε φορά που λάμβανα μήνυμά σου. Εγώ η ψύχραιμη, η δυνατή και να τα χάνω σαν δεκαοκτάχρονο κοριτσόπουλο. Να νιώθω την καρδιά μου να χτυπά τρελά, ακανόνιστα, λες και θα έβγαινε από το σώμα μου. Κι έπειτα οι συναντήσεις μας! Μ’ έκλεινες στην αγκαλιά σου και χανόμουν. Ταξίδευα αγάπη μου μαζί σου. Ήθελα ο χρόνος να σταματούσε σ’ εκείνες ακριβώς τις στιγμές. Να μείνω εκεί χωμένη μέσα στα χέρια σου, να με καίνε τα φιλιά σου, να λιώνω σε κάθε σου άγγιγμα.

          Μα ζήλεψε η μοίρα και γύρισε ανάποδα τον τροχό της. Το ένιωσα εκείνη τη μέρα. Το είδα στο βλέμμα σου, σκοτεινό, ανεξήγητο, όπως ανεξήγητη έμεινε η φυγή σου. Δεν πάει έτσι όμως το πράγμα, ¨αγάπη μου¨. Όφειλες να πεις κάτι. Ένα λόγο, μια αιτία που το προκάλεσε. Αυτό το «γιατί» θέλησα να μάθω, Γι’ αυτό το «γιατί» σου τηλεφώνησα άπειρες φορές, κουρελιάζοντας την αξιοπρέπειά μου. Μα εσύ τόσο άνανδρα βουβός. Κι εγώ; Έμεινα να αναρωτιέμαι. Τα έζησα στ’ αλήθεια όλα αυτά ή τα ονειρεύτηκα; Αξίζει να θυμάμαι κάτι ή να τα διαγράψω όπως εσύ; Πώς το έκανες αλήθεια; Πώς ξέχασες; Με διέλυσες «αγάπη μου», με κομμάτιασες. Κοιτάζω το λευκό χαρτί πάνω στο τραπέζι. ¨Σαν να μην υπήρξα¨, σημειώνω και διπλώνοντας το, το βάζω στο φάκελο. Έπειτα, σβήνω το φως.

Λίνα Κατσικα

Πρώτη ανάρτηση στο " Μεταξύ μας"







Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Μια μέρα βροχερή σε σκέφτηκα..(της Λίνας Κατσικα)


Σήμερα η μέρα ξημέρωσε βροχερή. Τα σύννεφα άλλοτε γκρίζα, άλλοτε μελανά, πότε έτρεχαν στους δρόμους του ουρανού, σαν να βιάζονταν ν’ αδειάσουν το φορτίο τους, και πότε στριμώχνονταν πάνω από τα σπίτια, ενώ ασημένιες αστραπές τα χαράκωναν πέρα ως πέρα.

Στάθηκα στο παράθυρο κι αφέθηκα να τα κοιτάζω. Πάντα απολάμβανα αυτές τις εικόνες. Η δύναμη της φύσης, ο θυμός της. Κι αυτή η λάμψη, τόσο εκθαμβωτική, απόκοσμη θαρρείς. Έκλεισα τα μάτια. Ο ήχος της βροντής έκανε να τρίζουν τα παράθυρα, ενώ την ίδια στιγμή άρχισε να τα χτυπά αλύπητα η βροχή. Βροχή και στα μάτια μου. Έκλαιγα από πόνο, έκλαιγα από θυμό. Πονούσα για την απουσία σου, θύμωνα με την αδυναμία μου.

Μπήκες στη ζωή μου αναπάντεχα, σαν βότσαλο που τάραξε τα νερά της γαλήνιας ύπαρξής μου. Είναι από τις φορές που η ζωή παίζει τα παιχνίδια της. Ένα «κλικ» και όλα μοιάζουν διαφορετικά. Έτσι έγινε. Μου μιλούσες και η καρδιά μου χτυπούσε πιο δυνατά. Γέλαγες και φωτιζόταν όλος μου ο κόσμος. Μετρούσα κάθε λεπτό μακριά σου, αδημονώντας να ξαναχωθώ στην αγκαλιά σου. Ήσουν όμως παιχνίδι για δυνατούς παίκτες. Νόμισα πως είχα τα κότσια, μα γελάστηκα.

Δεν ήμουν καν παίκτης, αλλά πιόνι στα χέρια σου. Γι’ αυτό και ο θυμός. Που δεν μπόρεσα να αντιληφθώ τον ιστό που έπλεκες γύρω μου, για να μη βλέπω την ασχήμια της ψυχής σου. Έφυγες σαν τον κλέφτη. Πήρες την πίστη μου, άρπαξες την εμπιστοσύνη μου, λεηλάτησες την ψυχή μου, κουρελιάζοντας ό,τι πιο όμορφο ύφανε η αγάπη μου. Σήμερα η μέρα με έκανε να σε σκεφτώ. Ένα όμως να θυμάσαι, έχει ο καιρός γυρίσματα!

Λίνα Κατσικα


Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

Αδυνατο να ζήσω μακριά σου (της Λίνας Κατσικα)



Ήθελα να κλάψω, μα δεν το έκανα. Σου έδωσα ένα τελευταίο φιλί και παίρνοντας μαζί μου την ανάσα σου, κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Πριν την κλείσω πίσω μου σε κοίταξα. Με κοίταζες κι εσύ με μια απορία στα μάτια, σαν να μου έλεγες: «Γιατί;». Το ένιωθα πως ήσουν έτοιμος να τρέξεις, να με κρατήσεις, να μ’ εμποδίσεις να κάνω αυτό που είχα αποφασίσει. Κλείνοντας την πόρτα, ακούμπησα πάνω της, χωρίς να έχω τη δύναμη να προχωρήσω. Ένα σφίξιμο στο στήθος, σαν μια μέγγενη να πιέζει την καρδιά μου, έκανε την αναπνοή μου να βγαίνει με δυσκολία. Πίσω από το ξύλο που μας χώριζε άκουγα θαρρείς τους χτύπους της καρδιάς σου. Χάιδεψα ανάλαφρα το άψυχο υλικό κι απομακρύνθηκα.
Λίγο πριν μπω στο αυτοκίνητό μου, γύρισα και κοίταξα προς το διαμέρισμα αναζητώντας τη μορφή σου. Nα σε δω για άλλη μια φορά, την τελευταία. Να αποτυπωθεί η εικόνα σου στα μάτια μου. Σε είδα να στέκεσαι στο παράθυρο, λες και είχες διαβάσει τη σκέψη μου. Ακουμπούσες τα χέρια σου στο τζάμι. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Είχα γίνει μούσκεμα. Κρύωνα. Κι όμως στεκόμουν εκεί να σε κοιτώ. Σου πέταξα ένα φιλί και μπήκα στο αυτοκίνητο. Άναψα τη μηχανή με κόπο. Οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν στο τέρμα και πάλι με δυσκολία απομάκρυναν το νερό που με μανία χτυπούσε στο παρμπρίζ.
Ξεκίνησα χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω μου. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινες να κοιτάς τον άδειο από την παρουσία μου δρόμο. Δεν πήγα σπίτι μου. Έπρεπε να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου πρώτα, την ίδια μου τη ζωή. Έφευγα. Σε άφηνα. Δε γινόταν αλλιώς. Το ξέραμε και οι δυο πως κάποια στιγμή θα έφτανε το τέλος. Από τους δυο μας βρήκα εγώ τη δύναμη να το κάνω. Εσύ απλώς συμφώνησες στο αναπόφευκτο. Πώς ν’ αντέξει κανείς μια ζωή κλεμμένη; Πόσο; Κι όμως, όσο κι αν έγινε συνειδητά, πονούσε σαν ανοιχτή πληγή που έχασκε κι αιμορραγούσε. Το άρωμά σου ήταν ακόμη πάνω στα ρούχα μου. Ένιωθα τα χέρια σου να με αγγίζουν, τη θέρμη της αγκαλιάς σου, το κορμί σου να τρέμει και να βρυχάται πάθος και αγάπη ταυτόχρονα. Πώς θα μάθω να ζω χωρίς αυτά; Πώς να ανασαίνω χωρίς εσένα; Δεν άντεξα. Έσπασα. Αναλύθηκα σε κλάμα που γρήγορα έγινε λυγμός και τράνταζε όλο μου το σώμα. Πάτησα φρένο και σταμάτησα, όταν συνειδητοποίησα πως ήμουν και πάλι έξω από το σπίτι σου. Έσκυψα πάνω στο τιμόνι, αποκαμωμένη ψυχικά. Ούτε κατάλαβα πότε άνοιξε η πόρτα του αυτοκινήτου, ούτε πως ένα δυνατό χέρι με τράβηξε έξω. Σάστισα όταν σε είδα μπροστά μου.
«Δεν μπορώ, μου φώναξες. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Δεν θέλω, δεν το καταλαβαίνεις;»
Πριν προλάβω να αντιδράσω, έκλεισες τα χείλη μου με τα δικά σου. Με σήκωσες στα χέρια και με οδήγησες στο διαμέρισμα. Ο έρωτάς σου λίγο αργότερα, αχόρταγος, μου έκοβε την ανάσα, ενώ την ίδια στιγμή ξαναγεννιόμουν στα χέρια σου.