Ασπροκεντι ό ήλιος κενταει,
μέσ' απ' τα κληματοφυλλα
καί τής μουριάς τά μπράτσα.
Μέσα στ' αναδεμα του γλυκού αγερα
εικόνες αρχέγονες
τά μάτια μου χαϊδεύουν.
Στομωνω την ανάσα μου
ν' αφουγκραστω ήχους παλιούς,
ήχους απ'τά γνώριμα του χωριού μου`
απ' όσα απόμειναν να μαρτυρούν
νά μολογουν`
τά χρόνια που διαβηκανε...
Ήχοι κουδουνιών...
βαφτισμενοι στην πνοή τού ανέμου.
Λίγες πια, φωνουλες
από στόματα στραγγισμενα..
λιοκαμενα...
απ' τό διάβα του χρόνου.
Σάν τίς μυλόπετρες
τού παλιού λιοτριβιου
αποξεχασμενες στου ήλιου τή φωτιά
καί τού χειμώνα την παγωνιά.
Κι η μάνα μου...
Αχ, μανούλα.
Κρυστάλλινη η φωνή της
ακόμα κρατάει...
σάν τό νεράκι τό γάργαρο
απ' ανοιξιάτικη βρύση.
Κυρτωνουν οι πλατουλες της...
Μανούλα, γελα μας...
Ζησε μανούλα
για ν ανασαίνουμε!!!