Πρωινός
καφές
Σε μεγάλη κούπα, να κρατήσει ώρα.
Θέλω να σου πω τι έγινε χθες.
Άργησες κι αποκοιμήθηκα.
Πιες τον καφέ σου θα κρυώσει.
15 χρόνια δεν τον έχεις αγγίξει.
Ανησυχώ, ούτε τρως, ούτε πίνεις.
Και το παράπονό μου
δεν μοιράζεσαι μαζί μου
το πρώτο τσιγάρο. Όπως παλιά.
Γιατί σκύβεις το κεφάλι?
Κάτι μου κρύβεις.
Οχι, δεν σ αφήνω να φύγεις ξανά.
Η θάλασσα έχει αλλάξει, αγρίεψε.
Λένε ότι έχασα τα λογικά μου.
Τα πέταξα με το μαντήλι που κουνούσα.
Πιες μια γουλιά αγαπημένε.
Κι εγώ θα κατέβω στο λιμάνι
να πάρω πίσω την απόφασή σου.
Μετά θα βάψω μαύρα τα μαλλιά μου
μήπως είν η αιτία που δε μου μιλάς
Θα σηκώσω και τα μάτια στον ουρανό
να χρωματίσουν απ το μπλε
μήπως είν η αιτία που δε με κοιτάς.
Είδα κι εγώ πως έχουν ξεθωριάσει.
Μα δεν ήπιες στάλα καφέ.
Να σου ψήσω άλλον μερακλίδικο?
Θέλω να σου πω τι έγινε χθες.
Κάποιος σε είδε σ άλλη γη
και ρώταγες για μένα.
Μα είναι οι δρόμοι κλειστοί, είπες.
Αφού το θες, κρατάω μυστικό το γυρισμό σου.
Πάλι πάγωσε ο καφές σου.
Και δεν υπάρχουν στάχτες στο τασάκι.
Σήκωσε το κεφάλι να χαρείς.
Και σου υπόσχομαι πως
αύριο, πάλι ζεστός θα είναι
ο πρωινός καφές σου.