Υπήρξε μια γυναίκα,
πανέμορφη πολύ,
με ήλιους μες στο βλέμμα,
με λυγερό κορμί.
Την έλεγαν Αγάπη,
τη θέλανε πολλοί,
μα εκείνη μονάχα
έλιωνε για ενός άνδρα
το φιλί.
Τον έλεγαν Έρωτα,
στα χάδια του ριγούσε
και στο αντίκρισμα του,
τα όρια περνούσε.
Μα αυτός, μόνος δεν ήταν,
είχε και τα παιδιά του,
Πάθη τα ονόμασε,
τιμούσαν την γενιά του.
Η Αγάπη μ’ άσπρο φόρεμα,
στον κόσμο τριγυρνούσε
κι ο Έρωτας φορούσε κόκκινα
και την πολιορκούσε.
Λάτρεψε τον Έρωτα,
μα τα Πάθη την πονούσαν
κι όσο εκείνη φώναζε,
αυτά καρδιοχτυπούσαν.
Μια νύχτα δεν την άντεξε
αυτήν την ιστορία,
σε λίμνη από δάκρυα,
χάθηκε με βία.
Ο Έρωτας μονάχος του,
την πιάνει, την κουνά,
μα δείγματα ζωής
δεν έχει και πονά.
Τα πάθη τον αφήσανε
την θλίψη του να ζήσει
και στη σιωπή της μέρας
να την αποχαιρετίσει.