Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

Αδυνατο να ζήσω μακριά σου (της Λίνας Κατσικα)



Ήθελα να κλάψω, μα δεν το έκανα. Σου έδωσα ένα τελευταίο φιλί και παίρνοντας μαζί μου την ανάσα σου, κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Πριν την κλείσω πίσω μου σε κοίταξα. Με κοίταζες κι εσύ με μια απορία στα μάτια, σαν να μου έλεγες: «Γιατί;». Το ένιωθα πως ήσουν έτοιμος να τρέξεις, να με κρατήσεις, να μ’ εμποδίσεις να κάνω αυτό που είχα αποφασίσει. Κλείνοντας την πόρτα, ακούμπησα πάνω της, χωρίς να έχω τη δύναμη να προχωρήσω. Ένα σφίξιμο στο στήθος, σαν μια μέγγενη να πιέζει την καρδιά μου, έκανε την αναπνοή μου να βγαίνει με δυσκολία. Πίσω από το ξύλο που μας χώριζε άκουγα θαρρείς τους χτύπους της καρδιάς σου. Χάιδεψα ανάλαφρα το άψυχο υλικό κι απομακρύνθηκα.
Λίγο πριν μπω στο αυτοκίνητό μου, γύρισα και κοίταξα προς το διαμέρισμα αναζητώντας τη μορφή σου. Nα σε δω για άλλη μια φορά, την τελευταία. Να αποτυπωθεί η εικόνα σου στα μάτια μου. Σε είδα να στέκεσαι στο παράθυρο, λες και είχες διαβάσει τη σκέψη μου. Ακουμπούσες τα χέρια σου στο τζάμι. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Είχα γίνει μούσκεμα. Κρύωνα. Κι όμως στεκόμουν εκεί να σε κοιτώ. Σου πέταξα ένα φιλί και μπήκα στο αυτοκίνητο. Άναψα τη μηχανή με κόπο. Οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν στο τέρμα και πάλι με δυσκολία απομάκρυναν το νερό που με μανία χτυπούσε στο παρμπρίζ.
Ξεκίνησα χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω μου. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινες να κοιτάς τον άδειο από την παρουσία μου δρόμο. Δεν πήγα σπίτι μου. Έπρεπε να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου πρώτα, την ίδια μου τη ζωή. Έφευγα. Σε άφηνα. Δε γινόταν αλλιώς. Το ξέραμε και οι δυο πως κάποια στιγμή θα έφτανε το τέλος. Από τους δυο μας βρήκα εγώ τη δύναμη να το κάνω. Εσύ απλώς συμφώνησες στο αναπόφευκτο. Πώς ν’ αντέξει κανείς μια ζωή κλεμμένη; Πόσο; Κι όμως, όσο κι αν έγινε συνειδητά, πονούσε σαν ανοιχτή πληγή που έχασκε κι αιμορραγούσε. Το άρωμά σου ήταν ακόμη πάνω στα ρούχα μου. Ένιωθα τα χέρια σου να με αγγίζουν, τη θέρμη της αγκαλιάς σου, το κορμί σου να τρέμει και να βρυχάται πάθος και αγάπη ταυτόχρονα. Πώς θα μάθω να ζω χωρίς αυτά; Πώς να ανασαίνω χωρίς εσένα; Δεν άντεξα. Έσπασα. Αναλύθηκα σε κλάμα που γρήγορα έγινε λυγμός και τράνταζε όλο μου το σώμα. Πάτησα φρένο και σταμάτησα, όταν συνειδητοποίησα πως ήμουν και πάλι έξω από το σπίτι σου. Έσκυψα πάνω στο τιμόνι, αποκαμωμένη ψυχικά. Ούτε κατάλαβα πότε άνοιξε η πόρτα του αυτοκινήτου, ούτε πως ένα δυνατό χέρι με τράβηξε έξω. Σάστισα όταν σε είδα μπροστά μου.
«Δεν μπορώ, μου φώναξες. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Δεν θέλω, δεν το καταλαβαίνεις;»
Πριν προλάβω να αντιδράσω, έκλεισες τα χείλη μου με τα δικά σου. Με σήκωσες στα χέρια και με οδήγησες στο διαμέρισμα. Ο έρωτάς σου λίγο αργότερα, αχόρταγος, μου έκοβε την ανάσα, ενώ την ίδια στιγμή ξαναγεννιόμουν στα χέρια σου.



Χίμαιρα (του Κυριάκου Δοσαρα)



Δεν σου αρκεί
που δολοφόνησα βίαια κάθε θύμηση
που φέρει τη μορφή σου;

Δεν σου αρκεί
που νέκρωσα κάθε μου αίσθηση
τριγυρνώντας απλά ζωντανός
με ημερομηνία λήξης;

Δεν σου αρκεί
που έμπηξα το μαχαίρι
στην ίδια μου τη καρδιά
που ακόμη αιμορραγεί;

Δεν σου αρκεί
που η μοναξιά θα γίνει τώρα
η δεύτερη φύση μου;

Δεν σου αρκούν όλα τούτα;

Σήμερα τ' απόγευμα
ένοιωσα το πρόσωπό σου
ν ' ακουμπά τα χείλη μου
τα μαλλιά σου να σκεπάζουν τα δικά μου
και την ανάσα σου
να κόβει στεγνά σαν καλά ακονισμένη λεπίδα
τη δική μου.

Το ζεστό σου χνώτο
που τόσο πόθησα
ήρθε απελπιστικά αργά να με ζεστάνει
καθώς ο Φλεβάρης δεν έδειξε συμπόνοια.

Ξεκίνησα να σου μιλώ
με λόγια που μόνον οι ερωτευμένοι
μπορούν να καταλάβουν.

Ήσουν τόσο ζωντανή
ήσουν τόσο δίπλα μου
αφόρητα ζωντανή
αφόρητα δίπλα μου.

Δεν σου αρκεί
που ενώ θα παραμείνεις μια χίμαιρα
εσύ εισβάλλεις μέσα απ' τους τοίχους
και με σκοτώνεις μέρα με τη μέρα;

Φτάνει πιά.

Κυριάκος Δοσαρας




Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Με τα μάτια κλειστά (της Μαρίας Μαραγκού)



Με τα μάτια κλειστά, παραδομένη πια στη ζεστασιά της αγκάλης σου και με τη φωτιά που ανάψαμε, να σιγοκαίει πάνω στην άμμο και μέσα μου, ζω το όνειρό μου.

Δεν θέλω να πεις τίποτα ετούτη την ώρα.
Μίλησες στη δύσπιστη καρδιά μου από καιρό κι ανέτρεψες κάθε της άρνηση. Διάβασες τις πιο κρυφές μου σκέψεις, άγγιξες τις πληγές μου και τις περιποιήθηκες.

Μόνο αυτό σου ζητώ λοιπόν τώρα. Μονάχα αυτό θέλω από εσένα. Ν' αφήσουμε ετούτη τη στιγμή, να σκορπίσει σιωπηλά, ρίγη ευτυχίας
στη γρατζουνισμένη μας ψυχή. Τα δυο σου χέρια θέλω μόνο να αισθάνομαι, τυλιγμένα
γύρω μου σφιχτά και τη ζεστή σου ανάσα
να χαϊδεύει το πρόσωπό μου.

Με τα μάτια κλειστά, να αφεθώ και να μείνω έτσι εκεί, για πάντα.

Το θυμάμαι εκείνο το βλέμμα σου, από την πρώτη φορά που το αντίκρισα. Μου ήταν τόσο οικείο. Βλέμμα πληγωμένο κι αυτό. Μελαγχολικό, κι όμως, με ένα χαμόγελο ελπιδοφόρο να διαγράφεται πάντα στο βάθος του. Αυτά τα δυο σου μάτια, μάτια μου,
κάθε που με κοιτούσαν, υπερνικούσαν όλες μου τις άμυνες.

Ήξερα πάντα τι ζητούσα από έναν άνθρωπο, μα είχα παγώσει όλες μου τις αναζητήσεις.
Προκάλεσες όλους μου τους φόβους και τον έναν μετά τον άλλον αναμετρήθηκες μαζί τους. Και κάθε φορά που κατατρόπωνες κι από έναν, κοίταζα τα δυο σου μάτια και έψαχνα να βρω από που αντλούσες τόση δύναμη. Πώς πάλευες ενώ και ο ίδιος ήσουν λαβωμένος; Κι όταν σε ρωτούσα, πάντοτε την ίδια απάντηση μου έδινες.

«Δεν θα παραιτηθούμε εμείς» έλεγες. Κι εσύ, φαίνεται να το πίστευες περισσότερο από εμένα αυτό.
 «Τα καλύτερα είναι αυτά που δεν προλάβαμε να ζήσουμε ακόμα». Και κάθε φορά που μου έδινες την υπόσχεση αυτή, τα μάτια σου πλημμύριζαν από αγάπη.

Είχες αρχίσει να με ταξιδεύεις σε μονοπάτια που δεν είχα το θάρρος να διαβώ μέχρι τώρα.
Μονοπάτια, που κάποτε μου στέρησαν το βήμα, από τις πληγές που μου άνοιξαν.
Μου είχες γίνει απαραίτητος πλέον. Είχα αρχίσει να σε νιώθω, να σε αισθάνομαι και
να σε αναζητώ παντού. Είχα αρχίσει να σε Ερωτεύομαι, δίχως να το φοβάμαι.

Κι αν η Αγάπη μάτια μου, μας έκλεισε την πόρτα κι έδυσε ο ήλιος της...
Εσύ, μην σταματήσεις να πιστεύεις στο όνομά της. Ονειρέψου και πάλι τις ομορφότερες Ανατολές και δυο μάτια που θα γεμίζουν από τα δικά σου μόνο.
Αυτό με έκανες να πιστέψω, μοναδικά μου, μελαγχολικά μου μάτια. Και κάθε στιγμή μαζί σου πια, γίνεται κι ένα όνειρό μου ζωντανό.

Μαρία Μαραγκού

Πρώτη ανάρτηση στο "Μεταξύ μας"




Άτιτλο (της Γεωργίας Κιουλαχογλου)

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ενα παραμύθι

Αλλιώτικο από όλα τ’ άλλα.

Χωρίς δράκους και πριγκίπισσες

Χωρίς άλογα και κάστρα

Χωρίς ιππότες και μάγισσες

Χωρίς νεράιδες και μαγικά ραβδιά.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι

Όπου δεν ζήσαν πάντα αυτοί καλά

Και ούτε ζήσαμε καλύτερα εμείς από τους άλλους.

Δεν το διάβασαν μάνες στα νυσταγμένα τους κρινάκια

Και δεν νανούρισαν μ’ αυτό ύπνους ξάγρυπνους.

Δεν κοίμισε βασιλεμένους ουρανούς

Δεν βάρυνε βλέφαρα βαριά

Δεν σίγησε πόνους αβάστακτους.

Παρηγόρησε όμως σαν το πιο πονόψυχο παραμύθι της γης.

Γιατί αυτό ήταν πράγματι.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι

Που δεν γράφτηκε με μελάνι σε χαρτί

Άφησε όμως ίχνη διάφανα

Απόσταγμα ζεστό και κρυσταλλένιο

Πάνω σε χούφτες που προσπάθησαν γρήγορα και βιαστικά να σβήσουνε τα χνάρια του

Κάποτε από φόβο

Κάποτε από περηφάνια

Κάποτε αποκλειστικά μονάχα από αγάπη.

Δεν θέλησε να πουληθεί

Δεν αγοράστηκε με χρήματα και ύλη

Δεν εξευτέλισε την ύπαρξη του για κανέναν.

Κάποιες φορές δεν έγινε ούτε καν γνωστό

Παρά έμεινε πεισματικά κρυμμένο

Σιωπηλό και αμίλητο

σαν καν να μην υπήρχε.

Κάποτε κρύφτηκε από ντροπή πίσω από τα πιο πλατιά χαμόγελα

Από τα πιο γελαστά μάτια

Πίσω από ευθυτενή κορμιά

Πίσω από «είμαι καλά»

Από κλειστές πόρτες.

Κρύφτηκε άτσαλα σε πετσέτες

Σε νιπτήρες

Σε γωνίες σκοτεινές

Σε μοναχικούς περιπάτους, βυθισμένους στην θλίψη.

Δεν είχε τίτλο

Μα όποιος το ‘χε, το ‘ξερε καλά

Και το τιμούσε όπως του 'πρεπε.

Το γύρευε φορές με τ’ όνομα του

Κι ας έρχονταν κάποτε αυτό ακάλεστο

Κι ας κατέβαινε γοργά χωρίς σταματημό και φράγμα.

Πάσχιζε να συντρέξει

Αυτή ήταν άλλωστε η ύπαρξη του

Ἐνιωθε πάντοτε να στέργει

Ποθούσε μόνο να παρηγορεί.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι

Αλλιώτικο απ’ όλα τ’ άλλα

Μα που η παραμυθία του ήταν εγγενής

Αυτόφωτη.

Γεννημένο την ίδια ώρα που η ζωή αντίκρισε την ύπαρξη της πλάσης

Καθώς πρώτο εκείνο καλωσορίστηκε στον κόσμο των ανθρώπων.

Κάποτε ήταν ένα ατόφιο παραμύθι

Ξεχωριστό και όμορφο.

Δώρο ακριβό και ατίμητο του Ποιητή στο γέννημά Του.

Και το ονόμασαν

Δάκρυ…

Γεωργία Κιουλαχογλου


Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Ο δειλός (του Δημήτρη Ζούγκου)



Η πόλη νίκησε
κι εγώ που δεν είχα ποτέ φίλους
θρήνησα την απώλεια των εχθρών μου
κι απόμεινα μόνος και χτυπημένος
σαν δόντι ραγισμένο

Θυμάμαι
κρυμμένος πότε κάτω από το κρεβάτι
και πότε στο ντουλάπι
να διαβάζω κατορθώματα ηρώων
και να προσμένω να έρθουν
και ήταν αυτή η αναμονή η ανακούφιση
που στέκει πιο πάνω από κάθε ανακούφιση

Όμως η πόλη νίκησε
χωρίς ήρωες να υπάρχουν
κι άνοιξα το παράθυρο
και κούνησα την λεύκη σημαία μου ψηλά
όλοι για να δουν, όλοι για να προσέξουν
πως η δειλία μου δεν τους ζημίωσε καθόλου

Και ήταν θέαμα πιο τρομακτικό από όλα
κείνο το πλήθος που όλο κοιτάει μπροστά
και δεν σηκώνει το κεφάλι.

Δημήτρης Ζουγκος