Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020
Ο σημαδεμένος (της Ζωής Χαλκιοπούλου)
Όταν γεννήθηκα έκλαιγα, μα πολύ έκλαιγα. Και για πολλά χρόνια μετά. Με σέρνανε στους γιατρούς αλλά ήμουν υγιέστατος. Απλά έκλαιγα. Και μέχρι τώρα ακόμη κλαίω. Μου μεινε συνήθεια. Εγώ πιστεύω ότι και στην κοιλιά της μάνας μου το ίδιο έκανα. Για να μη βγω. Γιατί και που βγήκα τι κατάλαβα; Με βαρέθηκε και με παράτησε σ ένα ορφανοτροφείο. Ο Θεός να το πει. Ξύλο να δεις. Και απ τους δασκάλους και απ τα παιδιά. Ήμουν βλέπεις ήσυχος, φοβισμένος και πάντα εγώ έφταιγα για όλα. Με βάζανε συχνά στην απομόνωση. Πετάγανε και ένα ξεροκόμματο ούτε σκυλί να ήμουν. Κουλουριασμένος σε μια γωνία προσπαθούσα να κοιμηθώ, να μη σκέφτομαι. Μόνο έτσι ησύχαζα. Τότε έβλεπα όνειρο ότι ερχόταν μια γυναίκα και με τράβαγε στην αγκαλιά της. Έστρωνα το κεφάλι μου στο λαιμό της κι αυτή με νανούριζε. Μύριζε γιασεμί το θυμάμαι καλά. Και τα χέρια της ήταν τόσο τρυφερά. Χάιδευε τις μελανιές μου κι ανακουφιζόμουν. Μα όταν ξύπναγα και καταλάβαινα που είμαι, έτρεμα. Κράτησε χρόνια αυτή η τυραννία. Εκεί γύρω στα 14 γύρισε το μάτι μου. Φέραν ένα παιδί λίγο μικρότερο από μένα και πήγαν να του κάνουν τα ίδια. Ε δεν άντεξα. Σα να έγινε έκρηξη στο κεφάλι μου. Μπήκα μπροστά και έγινε χαμός. Τι να σου λέω... από τότε αλλάξανε τα πράματα. Άρχισαν να με φοβούνται. Μα κι εγώ είχα πάρει φόρα. Είχε γίνει πέτρα η καρδιά μου. Θα ζήσω, είπα. Κι εγώ και τ άλλα παιδιά σα κι εμένα. Τα παιδιά τα σημαδεμένα.
Όταν βγήκα απ το ορφανοτροφείο δεν ήξερα που να πάω. Δεν είχα κανέναν. Για μέρες έμενα έξω. Ήταν και Δεκέμβρης μήνας, κόντευαν Χριστούγεννα. Έβλεπα ανθρώπους να γελάνε κι εγώ έκλαιγα. Ένα παλικαράκι μέχρι εκεί πάνω, μη κοιτάς τώρα που γέρασα και μάζεψα, να τριγυρνάει και να βρέχει τους δρόμους απ τα δάκρια. Κι αναρωτιόμουν γιατί μ έστειλε ο Θεός στη γη. Τι του καμα; Γιατί κάτι θα του καμα για να με βασανίζει έτσι. Εκείνα τα Χριστούγεννα τα πέρασα έξω από ένα ακριβό εστιατόριο. Ήταν πολλά τ αποφάγια. Οι πλούσιοι παραγγέλνουν πολλά φαγητά, τρώνε λίγο και τα πετάνε. Καλά να ναι οι άνθρωποι, αν δεν ήταν κι αυτοί δεν θα κατάφερνα να επιβιώσω εκείνη την εποχή.
Με τα πολλά έπιασα δουλειά σε οικοδομή. Ένα μεροκαματάκι μου δίνανε μη φανταστείς. Την πρώτη μέρα που πληρώθηκα δε μπορώ να σου πω πως ένιωσα. Εγώ τότε γεννήθηκα. Γιατί εγώ το τίποτα, κέρδισα κάτι με τον κόπο μου. Δούλεψα σκληρά τα επόμενα χρόνια. Από πόσες δουλειές πέρασα δε λέγεται. Μ έπιασε το πείσμα όμως. Κατάλαβα ότι δε μπορώ ν αλλάξω το κόσμο. Άμα γεννιέσαι σημαδεμένος δεν αλλάζει. Όμως είχα κότσια να παλέψω. Και τα κατάφερα. Είδες που καθόμαστε τώρα εδώ και τα λέμε; Πλούσιοι δεν είμαστε, μια τρύπα μαγαζί έχουμε. Μα τα πελατάκια μας είναι τακτικά. Κι ένα φράγκο για να έχουμε τα απαραίτητα δε μας λείπει. Μωρέ γιατί κλαις; Κολλητικό είναι; Τι σε νοιάζει, έχεις εμένα τώρα. Εγώ είπαμε, τα μάτια μου έχουν συνηθίσει τα δάκρια. Άμα στεγνώνουν δε βλέπω καλά. Άντε σκουπίσου και πάρε τα ταπεράκια να τα μοιράσεις. Στον κυρ Αντρέα να χτυπήσεις πολλές φορές γιατί δεν ακούει καλά. Και στην Μαγδαληνή να μπεις στο σπίτι γιατί έχει χαλάσει το αναπηρικό καροτσάκι και δεν μπορεί να σου ανοίξει. Πάρε κι αυτά τα χρήματα γιατί είδα τον Παυλάκη με τρύπια παπούτσια σήμερα. Άντε στο καλό κι άμα γυρίσεις θα δούμε τι καλό θα μαγειρέψουμε για αύριο. Πιάσε και το τραγούδι να έχεις ανοιχτή στράτα... «θα σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινεεεεεε.....».
Ζωή Χαλκιοπούλου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου