Μια τεράστια λευκή σελίδα
κρεμόταν πάνω από τους ώμους σου
η επόμενη μέρα.
Σε τρόμαζε το άδειο λευκό
ίδιο με το χάος του κόσμου
όπως το ήξερες απ' τα βιβλία
εκείνο που δυνάμεις αντίρροπες
δεινά το κυβερνούσαν,
η φιλότητα και το νείκος του παππού Ησιόδου.
Μήτρα φοβερή το άδειο
κι εσύ ο αδαής, κρατώντας
τον πηλό στα χέρια αδημονούσες
σχήμα να του δώσεις και μορφή
που να ξεγελάει το χρόνο.
Κουβάρι ο χρόνος μπερδεμένο
στις αισθήσεις σου που με απληστία
ψάχνανε την άκρη.
Δάχτυλα ακούραστα και μάτια ερευνητικά
στο σκοτάδι που δήλωνε κυριαρχικά
την παρουσία του.
Κι εσύ, αδύναμος δυνατός
υμνούσες τη θνητότητά σου
με αγάλματα θεών και πυραμίδες
βασιλιάδων, μαυσωλεία πολυτελή
που σημάδευαν ανελέητα
την επόμενη μέρα.
Πόσο μικρός κι ασήμαντος αλήθεια
μέσα στο χάος του χρόνου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου