Με λένε Νεράισσα. Δεν μου άρεσε ποτέ το όνομα μου.
Κανείς όμως δεν με ρώτησε, ούτε και όταν μεγάλωσα και
μου χάρισαν αντί για φόρεμα, έναν μανδύα από όστρακο,
πάλι κανείς δεν με ρώτησε.
Τον απεχθανόμουν στην αρχή, μετά άρχισε να μου αρέσει.
Τον φορούσα τα βράδια, τυλιγμένη μέσα του, ο ασβεστόλιθος
με προστάτευε από τα ουρλιαχτά της νύχτας και τα ενοχλητικά
τσιμπήματα των εντόμων του σκοταδιού.
Το ξημέρωμα όμως πεταγόμουν από μέσα του στιλπνή,
και ευέλικτη, πανέτοιμη να κολυμπήσω στο φώς.
Μια κόγχη χωρίζει τους δύο κόσμους μου.
Με λένε Νεράισσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου