Δίπλα στη πόρτα
χρόνια έτοιμη η βαλίτσα.
Έβγαλε ρίζες φράξαν την πόρτα.
Από το σπασμένο τζάμι
κοιτούσα τους δρόμους .
Ορθάνοικτοι και φωτεινοί .
Από μακριά μου έγνεφαν ζώντας,
αυτοί που μου δίδαξαν
πως να μη ζήσω .
Καλά περνούσαν.
Πήγα να ξεκλειδώσω τη πόρτα
δεν είχα χέρια.
Πήγα να ξεφωνίσω δεν είχα στόμα.
Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά
κατάπια τα μάτια μου.
Η καρδιά μάτωσε
λύγισαν τα γόνατα.
Μα δεν προσκύνησα.
Τη πλάτη όρθωσα και
την γροθιά
πριν ξεψυχήσω.
χρόνια έτοιμη η βαλίτσα.
Έβγαλε ρίζες φράξαν την πόρτα.
Από το σπασμένο τζάμι
κοιτούσα τους δρόμους .
Ορθάνοικτοι και φωτεινοί .
Από μακριά μου έγνεφαν ζώντας,
αυτοί που μου δίδαξαν
πως να μη ζήσω .
Καλά περνούσαν.
Πήγα να ξεκλειδώσω τη πόρτα
δεν είχα χέρια.
Πήγα να ξεφωνίσω δεν είχα στόμα.
Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά
κατάπια τα μάτια μου.
Η καρδιά μάτωσε
λύγισαν τα γόνατα.
Μα δεν προσκύνησα.
Τη πλάτη όρθωσα και
την γροθιά
πριν ξεψυχήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου