Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Άτιτλο (του Νικόλα Παπανικολόπουλου)



Μέσα στα κάστρα δίπλωνα άστρα,

χάρτινα άστρα γεμάτα φως· ρωτάς πως;

Εσύ, στα μάτια σου που κουβαλάς το φως;

Που στα μαλλιά σου σκαλωμένες πεταλούδες

ανοιγοκλείνουνε τα φτερά·

σαν χάδι ανοίγουνε σαν το φιλί σφραγίζουν..

Τον τρόπο που προστάζεις, - δούλος σου ο πόθος

ικέτης στην αθωότητά σου εμπρός, γονατιστός

μα πάνοπλος και δόλιος, - πως τον απέκτησες;

Στην πιο ψηλή πολεμίστρα σου σκαλί σκαλί θ’ ανέβω

είτε να πέσω, είτε να υποταχτώ στα κάλλη σου

και να τα υποτάξω, λευτερώνοντας τ’ άστρα

πίσω στον ουρανό που τα γέννησε κι ανήκουν.

Και καθώς ο κόσμος σβήνει, τα κάστρα πέφτουνε,

πεταλούδες φωτιάς π’ ανοιγοκλείνουνε τα φτερά τους

θα γίνουνε πνοή κι εκπνοή μας, καθώς

πεθαίνοντας στον παλιό κόσμο

θα γεννιόμαστε μέσα από τη φωτιά, στο δικό μας!


Μα ίσως πάλι μείνουνε τ’ άστρα τυφλά

ανάμεσα σε σεντόνια και μαξιλαροθήκες

ατσαλάκωτα, αταξίδευτα, κι άκαυστα·

Ο λυτρωτής πόθος δεσμοφύλακας και φυλακισμένος,

και συ μια τρελή που την τρέλα της ξέχασε.

Παρέσυρε ο άνεμος τις πεταλούδες της φωτιάς

αφήνοντας μονάχα μία κατάστηθα,

να χτυπά απαλά κι αθόρυβα τα φτερά της.

Θα επιζήσεις, μα όπου κι αν πας

οι δρόμοι σου σπαρμένοι νεκρές πεταλούδες.

Κι η καρδιά σου απαλά, αθόρυβα, να θρηνεί

όχι το θάνατό τους

μα που δεν μπόρεσε να πεθάνει μαζί τους


Νικόλας Παπανικολοπουλος

Η γαρδένια η ποίηση εγώ και εσύ (του Θωμά Θύμιου)

 


Στη ζωή μου, 

από τα θρανία στο άνθισμα,

ένας λαβύρινθος ελαιώνας ως πέρα. 

Δεν ήταν λάθος μου, 

που είχα ονειρευτεί τόσα πολλά όμορφα…

Η  δική μας αγάπη, 

στα δικά μου βήματα το ιερό αγκωνάρι.

Μόνον η γαρδένια, η ποίηση, εγώ και εσύ…


Θωμάς Θύμιος

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

ΑΣΑΛΕΥΤΟ ΧΩΜΑ (της Τριάδας Ζερβου)



Ελπίδα, αγάπη,

λαχτάρα και πάθος,

πανσέδες και κρίνα,

αιώνια, εξαίσια θλιμμένα!

Ουράνια αστέρια!!

σβησμένο μου πάθος!!

Πέταλα ρόδων 

στη γη πεταμένα..


Ουράνιο τόξο, 

της ψυχής μου το χρώμα!!

Άδειες φωλιές 

του μυαλού μου οι σιωπές!!

Αμίλητοι κύκλοι,

στο ασάλευτο χώμα,

γαλήνη ανέπαφη, 

της καρδιάς οι πληγές.


Οι ορίζοντες παύσεις,

στο μυαλό μου στιβάζουν,

πρωτόγονη κρήνη 

ξαφνικά μου ανοίγει!!

Τα σβησμένα ηφαίστεια

της ζωής μου ανάβουν,

στροβιλίζονται όλα 

στων ματιών μου τη δίνη.


Χρυσά καμπανάκια

βουτηγμένα στη λήθη,

το νερό κοιμισμένο!!

Ακούνητο πάλι!!

Τι μπορεί να ταράξει

 τα αδιάφορα πλήθη;

Τι μπορεί απ' την θλίψη

εμένα να βγάλει;


Τριάδα Ζερβού

Άτιτλο (της Γεωργίας Δεμπερδεμιδου)



 Όταν έσκαγε ο ήλιος

στην αυλή μας

η μαμά  διόρθωνε τις γλάστρες 

απολάμβανε τις ακτίνες του 

ώρες ολόκληρες

ο παράδεισος της 


Με το  χέρι, μου έγνεφε

να πάω γρήγορα κοντά 

Χωρίς να το σκεφτώ

άρπαζα το ξύλινο σκαμνάκι

καθόμουν στο άψε σβήσε 

Ένοιωθα μεγάλη τρυφερότητα


Λεπτό δεν καθυστερούσε

με ζεστό βλέμμα έπλεκε

στα χάδια τα άλυτα μαλλιά μου


Τα δακρυσμένα δάχτυλα της

έπαιζαν σαν αργαλειός

καρφίτσωνε στις μακριές πλεξούδες

στοργικά την ιερή αγάπη της

στο τελείωμα μου έβαζε

δυο λευκούς φιόγκους 


Τώρα στο χαμηλό δωμάτιο

περιμένει στο παράθυρο 

με το καλό της φόρεμα

να φανώ


Να της φτιάξω τα άσπρα μαλλιά

να της φορέσω την κορδέλα

να της κόψω τα νύχια

να της δώσω ένα φιλί


Νοιώθω τυχερή που την έχω ακόμη!!


Γεωργία Δεμπερδεμιδου

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

Άτιτλο (της Αναστασίας Πελεκάνου)



 Όνειρο μέσα σε όνειρο ζω.

Γι' αυτό ξεχνώ 

με διαλείμματα τούτο το κόσμο.

Γι' αυτό παγώνουν 

ή καπνίζονται με μιάς τα συναισθήματα μου.

Ένας άγγελος,

ψηλά , στη γωνία της κάμαρας μου 

δροσίζει το σώμα μου, τον εγκέφαλό μου γλείφει.

Καταλαγιάζει μνήμες ασήμαντες, κακότροπες.

Αν θυμάμαι καλά, η εικόνα είναι:

πράσινα πλατιά σκαλοπάτια,

τα πόδια μου σε ραγισμένες γόβες

κι εγώ να εξατμίζομαι σε ανύπαρκτες αποθήκες

"στο βάθος κήπος" ξύλινη πινακίδα.

Aύριο το δειλινό, 

σαν βρεθώ κοντά στα κύματα

θα με αγαπώ πιο πολύ.

Λέω να με φιλήσω, 

να πάρω την χρόνων σκόρπισμένη 

αίσθηση του είναι μου.

Αύριο το δειλινό θέλω παρέα τον άγγελο μου.

Θα τον κατεβάσω, 

να μη στέκεται πια φρουρός μου.

Να ξαποστάσει.

Να κοιταχτούμε στα μάτια. 

Θέλω μόνο να κοιταχτούμε στα μάτια _

Σιγή.

Κούφιος ήχος.

Εμφύλιος το βλέμμα μου, 

μπαρούτι μυρίζουν τα δάκρυα μου,

σχεδόν μισό αιώνα.

Κι είναι κάτι μπερδεμένοι καμβάδες μπροστα μου,

και φθαρτά πινέλα χορεύουν στους τοίχους μου.

Παντού ήλιοι και φεγγάρια, αστέρια κομμένα στη μέση.

Ο ήχος των φτερών του, είναι τόσο δυνατός κι εκείνος γελά,

παίζει με εμένα, με τον φόβο μου.

Θυμώνω.

Δε σε νοιάζει που φοβάμαι; *τον ρωτώ._

Κατεβαίνει, κλείνει τα φτερά και με φιλα στα χείλη.

Το πρόσωπό του στο λαιμό κι ανάσα του,

 να μου ψιθυρίζει_:

Μονάχη σου περπάτα, 

μονάχη σου είσαι, 

όλα γινονται σε δευτερόλεπτα 

κι εσύ τα νιώθεις, άφθονα χρόνια. 

Πάρε ακόμα ένα φιλί μου,

και μη ξεχνάς αυτό...

όνειρο ζεις μέσα σε όνειρο.

Τρέχα όσο μπορείς, προλαβαίνεις.

Ψήλωσε

και μάθε να φιλάς στο στόμα

γιατί μου μοιάζεις.


Αναστασια Πελεκάνου

unknown photo*