Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

Άτιτλο (της Γεωργίας Κιουλαχογλου)



Ήρθες ντυμένος Χριστός.
Άγιος και καλός ήσουν.
Τα πουλιά τις τρίλιες τους ακουμπούσαν στο στόμα σου
Κι από τα χέρια σου 
αίμα χλωρό 
κυλούσε αθρόα στις τρύπιες σου παλάμες. 
Και εμείς που προσμέναμε κάποιον λυτρωτή,
φυλαχτό σταυρουδάκι 
σε κρεμάσαμε στην καρδιά μας...

Κι εσύ ήρθες ντυμένος χρηστός.
Κι απ’ το φορτίο σου λόγια ξεχείλιζαν.
Λόγια πολλά, λόγια 
μιας τρυφερής καρδιάς που έμοιαζαν.
Λόγια καρφιά.
Κι εμείς 
που τόσο ανάγκη είχαμε κάπου να καθηλώσουμε τα ξεκρέμαστα όνειρα μας 
τον τύπο των ήλων σου αποστραφήκαμε να δούμε… 

Κι εσύ ήρθες ντυμένος Ερχόμενος
και στα χέρια σου φανάρι κρατούσες. 
Στραφταλίζοντας την φλόγα
ζεστή 
στων κρυφών πληγών μας τις σκοτεινές σπηλιές.
Κι εμείς άλυχνοι ήμασταν,
διψούσαμε τόσο πολύ για λίγο φως… 
Και σε πήραμε
και Ήλιο σε εξήραμε
δοξασμένος στου ουρανού μας τα μαύρα σκοτάδια...

Ήρθες 
και Εκλεκτός μάς συστήθηκες.
Με τον στόμφο των κάποιων σπουδαίων. 
Κι έθαλλε το φωτοστέφανο σου
κεράκι χρυσό.
Κι εμείς το πήραμε ευλαβικά στα δάχτυλα μας
καθώς κρεμούσαμε από τα χείλη σου 
έρμαιες τις ελπίδες μας στα τσιγκέλια της συμφοράς.
Απελπισμένοι ωσεί
να ακουμπήσουμε γυρεύαμε κάπου
τον συντριμμό της καρδιάς μας... 

Κι εσύ ήρθες 
ντυμένος σαν άλλος Χριστός
Με το φως των όποιων σπουδαίων 
Των κατ’ επίφαση γενναίων 
επίπλαστο φως...
Μα ήταν εντέλει
(ποιος το ‘ξερε)
της δικής μας λαχτάρας το φέγγος
καθώς αλυχτούσε ανάστατη η ψυχή μας
αποζητώντας ανατολές
και μέρες ανέσπερες
να τραβήξουν για πάντα της ζωής μας την θλίψη. 

Κι εσύ ήρθες
μα ήσουν στ’ αλήθεια ένας ψεύτης χρηστός.
Και ήταν το παραμύθι σου τόσο καλοκαμωμένο… 
Με ήρωες άτρωτους 
και βασιλιάδες γοργούς στην νίκη.
Κι εμείς που χρόνια τώρα σε τρέφαμε σωτήρα στα όνειρα μας
χωρίς να προφτάσουμε να δούμε το τέλος
τρέξαμε να μετρήσουμε πρώτοι το παράστημα σου
με το μπόι εμάς των μικρών.
Και σε κάναμε Μέγα!
Δεινό!
ραντίζοντας πεισματικά
με στάχτες τα μάτια μας 
ξανά και ξανά
γιατί, το είδες κι εσύ
πολύ τα αγαπήσαμε τα ωραία παραμύθια…

Και ήρθες. 
Και ήσουν ντυμένος μαέστρος. 
Χριστός δεν υπήρχε.
Κι αφού μας είπες και μας χτύπησες πονετικά στην πλάτη
μας φίλησες κατόπιν σταυρωτά
με τον Ιούδα στα χείλη σου ζωντανό και ακρέμαστο
καθώς μας συνόδευες 
τεθλιμμένος τάχα και δακρύβρεχτος
στον Γολγοθά που με τα χέρια μας φτιάξαμε.

Κι εμείς που τόσο ανάγκη είχαμε από ένα Φιλί
αλήτες και ληστές λογιάσαμε του εαυτούς μας
και πρώτοι  
τους σταυρούς μας στο χώμα καρφώσαμε
πίνοντας άρδην το ξύδι για κρασί
και μπήγοντας κατάβαθα τα καρφιά μας στα χέρια…
Για σένα
που ντυμένος μάς ήρθες 
Κίβδηλος
Ένας χρηστός εν αχρεία
Νίβοντας έπειτα με μανία τα χέρια σου
Τα βρώμικα σου δάχτυλα
να ξεπλύνεις το αίμα.

Και ποιός το ‘ξερε αλήθεια
αχ αλήθεια ποιός το ‘ξερε
πως εκείνο το αίμα που κυλούσε στα χέρια σου
δικό σου 
δεν έμελε να ‘ναι…

προσπέρασες (της Έλενας Μαυροειδη)

 


Το βλέπω στο βλέμμα σου, 
στα ίχνη που άφησαν   
τα λόγια σου στην καρδιά μου ...

Δεν έκανα κάτι να σε κρατήσω, 
δεν αρκέστηκα 
στις λίγες αχτίδες φώς,
ήθελα όλο τον ήλιο
που φώτιζε την ψυχή μου, 
εξάλλου πάντα έτσι ήμουνα  
και το ήξερες ...

Γι' αυτό δεν προσπάθησα ...
Στο τελευταίο χαμόγελο σου στάθηκα,
το ίδιο ψυχρό όπως το κρύο 
που αγκαλιάζει το κορμί μου 
αυτήν την ώρα, 
και μου προσφέρει αγάπη, η μοναξιά ...

Δεν θέλω να μιλάω μαζί σου 
εσύ έχεις φύγει,
δεν θέλω να ξέρεις πως νιώθω 
κι από τί προσπαθώ να πιαστώ 
παραπατώντας στο σκοτάδι ...

Όχι δεν θα σε ντύσω με θυμό ...

Θέλω να σε θυμάμαι 
όπως σ' αγάπησα,
κι ας πλησιάζει η ομίχλη του χρόνου απειλητική 
να τα σκεπάσει όλα ...

Εσένα δεν μπορεί κανείς, και 
τίποτα να σ' αγγίξει ...
Έλενα Μαυροειδή

Κυριακή 2 Μαΐου 2021

Άτιτλο (της Γεωργίας Κιτσουκη Βασιλειαδου)





 Φορτωμένες σ' ένα χρόνο
αμαρτίες μαζεμένες
Ένοχος φωνάζουν όλες
στέκονται αποφασισμένες
Βρίσκεσαι στη μέση μόνος
γύρω πέφτουνε σταγόνες
Θα ξεσπάσει καταιγίδα
χάνεται η κάθε ελπίδα
Σε έχουνε περικυκλώσει
απ τα πάντα αποκόψει
Ψάχνεις τον Θεό να βρεις
πρέπει για να στηριχτείς
Άρχισες να κλυδωνίζεσαι
πρόσεχε, μην απελπίζεσαι
Κάθε μέρα άλλη βροχή
σε τρομάζει, θα κρυφτείς
Κι όλο κρύβεσαι καλά
μα θα αποκαλυφθείς
Είναι έτσι δομημένα
να έρχονται όλα μαζεμένα
Για όλους δρομολογημένα
ή για σένα είναι φτιαγμένα
Όλα τώρα σε βαραίνουν
σε σειρά δύσκολα μπαίνουν
Άσκηση, δοκιμασίες
ίσως τίποτα τυχαίο
Χάσαμε ισορροπίες
μάθαμε για το ακραίο
Μια ανάσταση γυρεύεις
να ξεχάσεις, αυτό προσμένεις
Μα για να έρθει η Ανάσταση
προηγείται πάντα η κάθαρση..

Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ (του Κυριάκου Δοσαρα)

 


Πάντα το τέλος
καραδοκεί σε μια ανύποπτη
στροφή του δρόμου μας.

Όσο κι αν τον στρώναμε στο διάβα μας
με τα νιογέννητα ολόφρεσκα άνθη της άνοιξης
τους μυρωδάτους από ουρανό στίχους μας
την ανάσα ζωής του απρόσμενου καινούργιου έρωτα
που μοιράζει απλόχερα φρούδες υποσχέσεις
την ελπίδα της παρθένας πρωινής ηλιαχτίδας
το ξεπροβόδισμα του απογευματινού λιογέρματος
τις θλιμμένες νότες του πιάνου εκεί κατά τα μεσάνυχτα
και το ναζιάρικο κρυφτό των άστρων
μέσα στις ζεστές μας παλάμες.

Πάντα το τέλος
καραδοκεί σε μια ανύποπτη
στροφή του δρόμου μας.

Όσο κι αν
η πολυπόθητη αρχή
ήταν στρωμένη με βάγια
υποσχέσεις για αιωνιότητα
ατέλειωτα παγωμένα ξενύχτια
σκέψεις από μια ακόμη ματωμένη πανσέληνο
και δάκρυα από φθαρτά υλικά.

Κι η ποίηση...

Πάντα φτωχή και πάντα παράταιρη
στις πολυάσχολες από ματαιότητα ζωές των ανθρώπων
ποιός την λογάριαζε όταν ούρλιαζε
ποιός την υπολόγιζε όταν δάκρυζε
ποιός χαιρόταν μαζί της όταν ερωτευόταν
ποιός την επισκεπτόταν όταν πονούσε
ποιός την λυπόταν όταν απλά σιωπούσε.

Ας της πετάξουμε φεύγοντας 
με το κεφάλι αλλού από ντροπή γυρισμένο
πριν αποχαιρετίσουμε για πάντα
ακόμη έναν δήθεν μεγάλο έρωτα
ένα ακόμη αρχαίο μαραμένο τριαντάφυλλο
επάνω στο νιόσκαφτο μνήμα της.


Κυριάκος Δοσαρας

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΥ (της Σοφίας Κοντογεώργου)

Διάφανα πουλιά 
στη χώρα του παραμυθιού 
με ηλιαχτίδες στα φτερά τους 
ζωντανεύουν θρύλους
Τόποι της φαντασίας 
ντύνουν τα μάτια με το ασύλληπτο 
κεντούν την ελπίδα 
της ύπαρξης του ανύπαρκτου
Ονειρικές καταδύσεις
στο κέντρο αρχέγονης αγκαλιάς αναδυόμενων κόσμων
Αλλόκοτες εκρήξεις χρωμάτων 
συνθέτουν ανείδωτους πίνακες 
μυστικής δημιουργίας 
Η θάλασσα συναντά τον ουρανό 
στην άκρη του ουράνιου τόξου μετουσιώνοντας την ορμή της κατάκτησης 
σε οργασμό της παράδοσης
Ο νους, ανυπάκουος ταξιδευτής 
γνέθει με κόκκινη κλωστή 
τη λαχτάρα της διαφυγής 
προς το ασύνορο σύμπαν 
της ελευθερίας του.