Ήρθες ντυμένος Χριστός.
Άγιος και καλός ήσουν.
Τα πουλιά τις τρίλιες τους ακουμπούσαν στο στόμα σου
Κι από τα χέρια σου
αίμα χλωρό
κυλούσε αθρόα στις τρύπιες σου παλάμες.
Και εμείς που προσμέναμε κάποιον λυτρωτή,
φυλαχτό σταυρουδάκι
σε κρεμάσαμε στην καρδιά μας...
Κι εσύ ήρθες ντυμένος χρηστός.
Κι απ’ το φορτίο σου λόγια ξεχείλιζαν.
Λόγια πολλά, λόγια
μιας τρυφερής καρδιάς που έμοιαζαν.
Λόγια καρφιά.
Κι εμείς
που τόσο ανάγκη είχαμε κάπου να καθηλώσουμε τα ξεκρέμαστα όνειρα μας
τον τύπο των ήλων σου αποστραφήκαμε να δούμε…
Κι εσύ ήρθες ντυμένος Ερχόμενος
και στα χέρια σου φανάρι κρατούσες.
Στραφταλίζοντας την φλόγα
ζεστή
στων κρυφών πληγών μας τις σκοτεινές σπηλιές.
Κι εμείς άλυχνοι ήμασταν,
διψούσαμε τόσο πολύ για λίγο φως…
Και σε πήραμε
και Ήλιο σε εξήραμε
δοξασμένος στου ουρανού μας τα μαύρα σκοτάδια...
Ήρθες
και Εκλεκτός μάς συστήθηκες.
Με τον στόμφο των κάποιων σπουδαίων.
Κι έθαλλε το φωτοστέφανο σου
κεράκι χρυσό.
Κι εμείς το πήραμε ευλαβικά στα δάχτυλα μας
καθώς κρεμούσαμε από τα χείλη σου
έρμαιες τις ελπίδες μας στα τσιγκέλια της συμφοράς.
Απελπισμένοι ωσεί
να ακουμπήσουμε γυρεύαμε κάπου
τον συντριμμό της καρδιάς μας...
Κι εσύ ήρθες
ντυμένος σαν άλλος Χριστός
Με το φως των όποιων σπουδαίων
Των κατ’ επίφαση γενναίων
επίπλαστο φως...
Μα ήταν εντέλει
(ποιος το ‘ξερε)
της δικής μας λαχτάρας το φέγγος
καθώς αλυχτούσε ανάστατη η ψυχή μας
αποζητώντας ανατολές
και μέρες ανέσπερες
να τραβήξουν για πάντα της ζωής μας την θλίψη.
Κι εσύ ήρθες
μα ήσουν στ’ αλήθεια ένας ψεύτης χρηστός.
Και ήταν το παραμύθι σου τόσο καλοκαμωμένο…
Με ήρωες άτρωτους
και βασιλιάδες γοργούς στην νίκη.
Κι εμείς που χρόνια τώρα σε τρέφαμε σωτήρα στα όνειρα μας
χωρίς να προφτάσουμε να δούμε το τέλος
τρέξαμε να μετρήσουμε πρώτοι το παράστημα σου
με το μπόι εμάς των μικρών.
Και σε κάναμε Μέγα!
Δεινό!
ραντίζοντας πεισματικά
με στάχτες τα μάτια μας
ξανά και ξανά
γιατί, το είδες κι εσύ
πολύ τα αγαπήσαμε τα ωραία παραμύθια…
Και ήρθες.
Και ήσουν ντυμένος μαέστρος.
Χριστός δεν υπήρχε.
Κι αφού μας είπες και μας χτύπησες πονετικά στην πλάτη
μας φίλησες κατόπιν σταυρωτά
με τον Ιούδα στα χείλη σου ζωντανό και ακρέμαστο
καθώς μας συνόδευες
τεθλιμμένος τάχα και δακρύβρεχτος
στον Γολγοθά που με τα χέρια μας φτιάξαμε.
Κι εμείς που τόσο ανάγκη είχαμε από ένα Φιλί
αλήτες και ληστές λογιάσαμε του εαυτούς μας
και πρώτοι
τους σταυρούς μας στο χώμα καρφώσαμε
πίνοντας άρδην το ξύδι για κρασί
και μπήγοντας κατάβαθα τα καρφιά μας στα χέρια…
Για σένα
που ντυμένος μάς ήρθες
Κίβδηλος
Ένας χρηστός εν αχρεία
Νίβοντας έπειτα με μανία τα χέρια σου
Τα βρώμικα σου δάχτυλα
να ξεπλύνεις το αίμα.
Και ποιός το ‘ξερε αλήθεια
αχ αλήθεια ποιός το ‘ξερε
πως εκείνο το αίμα που κυλούσε στα χέρια σου
δικό σου
δεν έμελε να ‘ναι…
Άγιος και καλός ήσουν.
Τα πουλιά τις τρίλιες τους ακουμπούσαν στο στόμα σου
Κι από τα χέρια σου
αίμα χλωρό
κυλούσε αθρόα στις τρύπιες σου παλάμες.
Και εμείς που προσμέναμε κάποιον λυτρωτή,
φυλαχτό σταυρουδάκι
σε κρεμάσαμε στην καρδιά μας...
Κι εσύ ήρθες ντυμένος χρηστός.
Κι απ’ το φορτίο σου λόγια ξεχείλιζαν.
Λόγια πολλά, λόγια
μιας τρυφερής καρδιάς που έμοιαζαν.
Λόγια καρφιά.
Κι εμείς
που τόσο ανάγκη είχαμε κάπου να καθηλώσουμε τα ξεκρέμαστα όνειρα μας
τον τύπο των ήλων σου αποστραφήκαμε να δούμε…
Κι εσύ ήρθες ντυμένος Ερχόμενος
και στα χέρια σου φανάρι κρατούσες.
Στραφταλίζοντας την φλόγα
ζεστή
στων κρυφών πληγών μας τις σκοτεινές σπηλιές.
Κι εμείς άλυχνοι ήμασταν,
διψούσαμε τόσο πολύ για λίγο φως…
Και σε πήραμε
και Ήλιο σε εξήραμε
δοξασμένος στου ουρανού μας τα μαύρα σκοτάδια...
Ήρθες
και Εκλεκτός μάς συστήθηκες.
Με τον στόμφο των κάποιων σπουδαίων.
Κι έθαλλε το φωτοστέφανο σου
κεράκι χρυσό.
Κι εμείς το πήραμε ευλαβικά στα δάχτυλα μας
καθώς κρεμούσαμε από τα χείλη σου
έρμαιες τις ελπίδες μας στα τσιγκέλια της συμφοράς.
Απελπισμένοι ωσεί
να ακουμπήσουμε γυρεύαμε κάπου
τον συντριμμό της καρδιάς μας...
Κι εσύ ήρθες
ντυμένος σαν άλλος Χριστός
Με το φως των όποιων σπουδαίων
Των κατ’ επίφαση γενναίων
επίπλαστο φως...
Μα ήταν εντέλει
(ποιος το ‘ξερε)
της δικής μας λαχτάρας το φέγγος
καθώς αλυχτούσε ανάστατη η ψυχή μας
αποζητώντας ανατολές
και μέρες ανέσπερες
να τραβήξουν για πάντα της ζωής μας την θλίψη.
Κι εσύ ήρθες
μα ήσουν στ’ αλήθεια ένας ψεύτης χρηστός.
Και ήταν το παραμύθι σου τόσο καλοκαμωμένο…
Με ήρωες άτρωτους
και βασιλιάδες γοργούς στην νίκη.
Κι εμείς που χρόνια τώρα σε τρέφαμε σωτήρα στα όνειρα μας
χωρίς να προφτάσουμε να δούμε το τέλος
τρέξαμε να μετρήσουμε πρώτοι το παράστημα σου
με το μπόι εμάς των μικρών.
Και σε κάναμε Μέγα!
Δεινό!
ραντίζοντας πεισματικά
με στάχτες τα μάτια μας
ξανά και ξανά
γιατί, το είδες κι εσύ
πολύ τα αγαπήσαμε τα ωραία παραμύθια…
Και ήρθες.
Και ήσουν ντυμένος μαέστρος.
Χριστός δεν υπήρχε.
Κι αφού μας είπες και μας χτύπησες πονετικά στην πλάτη
μας φίλησες κατόπιν σταυρωτά
με τον Ιούδα στα χείλη σου ζωντανό και ακρέμαστο
καθώς μας συνόδευες
τεθλιμμένος τάχα και δακρύβρεχτος
στον Γολγοθά που με τα χέρια μας φτιάξαμε.
Κι εμείς που τόσο ανάγκη είχαμε από ένα Φιλί
αλήτες και ληστές λογιάσαμε του εαυτούς μας
και πρώτοι
τους σταυρούς μας στο χώμα καρφώσαμε
πίνοντας άρδην το ξύδι για κρασί
και μπήγοντας κατάβαθα τα καρφιά μας στα χέρια…
Για σένα
που ντυμένος μάς ήρθες
Κίβδηλος
Ένας χρηστός εν αχρεία
Νίβοντας έπειτα με μανία τα χέρια σου
Τα βρώμικα σου δάχτυλα
να ξεπλύνεις το αίμα.
Και ποιός το ‘ξερε αλήθεια
αχ αλήθεια ποιός το ‘ξερε
πως εκείνο το αίμα που κυλούσε στα χέρια σου
δικό σου
δεν έμελε να ‘ναι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου