Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

ΘΕΛΩ ΤΗΝ ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥ!!! (της Ειρήνης Ανδρέου)




Θεέ μου γιατί βιάστηκες να με φέρεις κοντά σου;
Οι άνθρωποι κάτω λένε διάφορα.... κουφά.
Πως τάχα στέλνεις δοκιμασίες, πως
μ' αγάπησες
και με ήθελες δίπλα σου, στον παράδεισο,
πως οι δολοφόνοι μου θα βράζουν στην κόλαση,
Όμως Θεούλη μου εγώ δεν ήθελα να πεθάνω
καθώς χτένιζα την κούκλα μου που τώρα με ψάχνει
χάσκοντας ανάσκελλα όπως γλίστρησε στα ερείπια
από τα χεράκια μου, την στιγμή που η ψυχή μου
χωριζόταν βίαια από το μικροσκοπικό μου κορμάκι
αφού έπρεπε να πουληθούν τα όπλα των τεράτων
να χορτάσουν οι κανίβαλοι με το παιδικό μου αίμα
να ζήσουν τα παιδιά τους, του ανώτερου Θεού.
Μα η κούκλα μου καρτερά ξανά το παραμύθι μας.
Αυτό που της άρεσε πιο πολύ από όλα.
Αυτό της "κοιμωμένης βασιλοπούλας."
Λένε πως το φιλί και νεκρούς ανασταίνει.
Θεούλη μου θερμοπαρακαλώ σε
ΘΕΛΩ ΤΗΝ ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥ!
Στείλε κείνο το "βασιλόπουλο" απ' τα διπλανά ερείπια
να με φιλήσει, να με ξυπνήσει με την αγάπη του.
Κάπου εδώ βρίσκεται και με φλερτάρει , το νιώθω.
Δεν ήθελα να πεθάνω ακόμη Θεούλη μου ......
Ήθελα να παίξω ακόμη με τα άλλα παιδάκια,
τα εκατομμύρια αγγέλους που οι άνθρωποι δαίμονες
τους κόψανε το νήμα της ζωής τους πριν προλάβουν
να χτενίσουν τις κούκλες τους, να τις ντύσουνε,
να τις νανουρίσουνε να κοιμηθούν, να ονειρευτούν
το βασιλόπουλο τους που θα τους ξυπνούσε τον έρωτα
σε κήπους επίγειους ολάνθιστους πιασμένα χέρι, χέρι...
Χτες είδα να βομβαρδίζουν με χημικά άλλους αγγέλους
 οι δαίμονες. Τους είδες Θεούλη μου,
ΕΣΥ όλα τα βλέπεις.
Το σύστημα Θεούλη μου που επικρατεί κάτω στη γη
δεν θέλει να ακούγονται δυνατές φωνές, τις φιμώνει.
Έφτιαξε κείνα τα καταραμένα γυάλινα απαίσια κουτιά
της πληρωμένης γνώμης και με αυτά ψεκάζει, αποβλακώνει,
χαλιναγωγεί, ακόμα κι εκφοβίζει τόσο
που ο όχλος
 σταυρώνει χριστούς, αθωώνει Βαραββάδες
 ψηφίζει Ηρώδες κι όλοι νίπτουν τας χείρας τους,
ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΝ, αυτή είναι η μεγαλύτερη τους αρρώστεια!!!
Για λίγο μας θυμούνται, σαν άρτο και θέαμα
αποκαλώντας μας αγγέλους μα μετά επιδίδονται
στην κραιπάλη, στην κάθε είδους ηδονοφιλία, στο ΕΓΩ τους.
Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έπλασες με τόση αγάπη.
Αυτοί που αγωνίζονται να μολύνουν να καταστρέψουν
τα πάντα που με τόση σοφία εποίησες,
για το ΧΡΗΜΑ!
Όμως εγώ Θεούλη μου δεν ήθελα να πεθάνω ακόμη.
Θεούλη μου θέλω το σπίτι μου, θέλω
τ' αδέλφια μου,
θέλω την αγκαλιά της μανούλας μου,
ΘΕΛΩ ΤΗΝ ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥ
 που χάσκει στον ουρανό αχτένιστη, ματωμένη, κουρελιασμένη.
Θέλω να την χτενίσω,
να της σκουπίσω τα αίματα,
να την ντύσω όμορφα, να την δει το βασιλόπουλο της
να γευτεί το φιλί που δεν πρόλαβε,
της το έταξα Θεούλη μου...
ΑΚΟΥΣ Θεούλη μου , δεν θέλω να με αποκαλούν άγγελο.
Ακούτε άνθρωποι, ακούτε ΤΕΡΑΤΑ;
Απάντηση δώστε εις το παιδί
στα μάτια δείτε τον σαν ξεψυχάει
μ' ένα ΓΙΑΤΙ, Εσάς ρωτάει .
εσάς που αλλάξατε ψυχή, καρδιά
μ' εκατομμύρια και με κουμπιά.
Εσάς που πίνετε αθώων αίμα
κάθε σταγόνα κι ένα κέρμα. ...
ΑΚΟΥΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ
ΘΕΛΩΩΩΩΩΩΩ ΤΗΝ ΚΟΥΚΛΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΜΟΥ

Ειρήνη Ανδρέου




Ο ΠΟΙΗΤΗΣ (της Τόνιας Κοσμαδακη)



Όταν ένα ποίημα σπάσει
ξερνάει χέρια και πόδια
Του φυτρώνει κεφάλι
και καρδιά και συκώτια
Μη μιλάς για αδικία μπροστά του
ποίημα ήταν κι έγινε άνθρωπος
Τώρα πρέπει να περπατήσει
Να δει τον κόσμο σου

Αυτή την κύστη

Αν του μιλήσεις
να σου μιλήσει
Να νιώθει λιγότερο
όσο κι εσύ
Μα όταν είναι απαρηγόρητο
που ξέρει
πως δεν υπάρχει επιστροφή στη φύση του
θα σιωπάς
Έστω αυτό

Ποίημα ήταν κι έγινε άνθρωπος

Τόνια Κοσμαδακη


Σκύλος

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Νύχτα (της Παρασκευής Κηπουριδου)



Πυρωμένος ο ήλιος κυλά.
Το μαντίλι η γη του κουνά.
Σε μια έκρηξη χρωματική,
αποσύρεται να αναπαυτεί.

Γκρίζο μανδύα η γη φορά.
Τα κάλλη της αποχαιρετά.
Ολόγυρα κορυφογραμμές,
σε σκότη σβήνουν χλωμές.

Και στ’ ουρανού τη στράτα,
το φεγγάρι μαζί με τα άστρα,
ερέβη, άγρυπνα περιπολούν,
μάλαμα απλόχερα σκορπούν.

Το κάθε πλάσμα ησυχάζει
στου Μορφέα την αγκάλη.
Απ’ την κούραση της μέρας
και απόψε θα ξεκουραστεί.

Το ρυάκι στη βουνοπλαγιά
τραγουδάει και γοργοκυλά.
Των βατράχων η κομπανία,
στήνει ολονύχτια συναυλία.

Άγρυπνη και η κυματούσα,
το ακρογιάλι με αφρό ραίνει.
Τα βράχια αλμύρα χαϊδεύει,
και τις αμμουδιές παιδεύει.

Δίπλα ελαιώνας αναριγεί
στου ανέμου το απαλό φιλί,
που τα νυσταγμένα φύλλα,
αναδεύει με τόση επιμονή.

Κι όλη αυτήν την αρμονία,
μια κουκουβάγια με μανία,
επίμονα τη χαλάει η δολερή
με την στριγκή της κραυγή.

Παρασκευή Κηπουριδου


Ολόκληρη και ολοκληρωμένη (της Μάρθας Καναρη)


Κάθε φορά που σου δίνομαι
αφήνω σε σένα ένα κομμάτι μου.
Ετσι, εγώ σιγά σιγά χάνομαι
κι εσυ κρατάς μεσ τα χέρια  σου
την ίδια την ύπαρξη μου.
Ένα ανολοκλήρωτο παζλ το είναι μου,
που βρίσκει υπόσταση μόνο όταν ενωθεί
με τα κομμάτια που λειπουν.
Να τα προσέχεις αυτά τα κομμάτια...
Είναι η πίστη μου στο θεικό
και η αγνότητα  του χτες που αιμορραγεί ...
Να τα κρατάς εξαγνισμένα κι αμόλυντα
γιατί θα ρθει η μέρα που θα τα πάρω πίσω.
Τα θέλω λοιπόν έτσι ακριβώς όπως στα χάρισα.
Να χωρανε όλα στη θέση τους.
Με θέλω ολόκληρη ...

Μάρθα Καναρη



Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Ο πατέρας (της Σοφίας Τανακίδου)


Ήταν ακόμα χαράματα όταν ξεκίνησε για την δουλειά, τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια μάζευε από τους κάδους, χαρτιά, κουτάκια αναψυκτικών, γυάλινα μπουκάλια κι ότι μπορούσε να πουληθεί.
Αυτή ήταν η δουλειά του λοιπόν, ένας ρακοσυλλέκτης που είχε κάπου κάπου και τα τυχερά του, χάρη σε πολλούς αφηρημένους ανθρώπους που μαζί με τα σκουπίδια πετούσαν και πολύτιμα πράγματα όπως χρυσαφικά ή ακόμα και χρήματα.
Έτσι λοιπόν επιβίωνε τα τελευταία 17 χρόνια, γιατί σε άλλες δουλειές δεν τον δέχονταν κανείς, όλοι γνώριζαν το ποιόν του, δεν ήταν μόνο καυγατζής ηταν και επιρρεπής στο ποτό,
Ενας - δύο που τον πήραν στη δούλεψή τους αγανάκτησαν και τον έδιωξαν αμέσως, έτσι η δουλειά του ρακοσυλλέκτη ήταν η μόνη του διέξοδος.
Τρίτη Κυριακή του Ιούνη και η μέρα έδειξε από το πρωί ότι θα ήταν πολύ ζεστή, ευτυχώς είχε προβλέψει να πάρει μαζί του παγωμένο νερό για τον δρόμο, σταμάτησε στον πρώτο κάδο κι άρχισε να ψάχνει μέσα σε αυτόν αλλά δεν έβρισκε τίποτα κατάλληλο προς πώληση, θύμωσε τόσο που άρχισε να πετάει τις σακούλες με φόρα στο δρόμο
" Τι κάνετε; Θα ειδοποιήσω την αστυνομία" ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την απέναντι πολυκατοικία.
Γύρισε την κοίταξε φανερά εκνευρισμένος και της φώναξε
" Ότι γουστάρω θα κάνω κυρά μου, άντε στη δουλειά σου που σε ενοχλήσαμε"
Η γυναίκα αναγνωρίζοντας το ποιος ήταν ξαφνικά, είπε ένα " Ο τρελό - Γιάννης είναι;" και μπήκε στο σπίτι χωρίς να συνεχίσει την αντιπαράθεση γνωρίζοντας ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα μαζί του.
Όλοι το ήξεραν, αν σε έβαζε στο στόμα του δεν σε ξεπλεναν ούτε οι καταρράκτες του Νιαγάρα.
Μέχρι το μεσημέρι είχε γεμίσει ήδη δυο σάκους με τα "πολύτιμα του" έτσι τα έλεγε πάντα και κατευθύνθηκε στο μέρος όπου τα πουλούσε, ήταν ένας ρωμά που τα αγόραζε κάνοντας τρελά παζάρια με όλους, με τον τρελό - Γιάννη όμως δεν εκανε παζάρια, πάντα τα πλήρωνε χωρίς πολλές κουβέντες, γιατί δεν ήθελε να μαλώσει μαζί του.
Μια φορά στις αρχές της συνεργασίας τους πήγε να τον κοροϊδέψει και ούτε κατάλαβε πότε βρέθηκε χάμω στο πάτωμα με ένα μαχαίρι σύριζα στον λαιμό του, από τότε δεν ξανατόλμησε να τα βάλει μαζί του.
Ο τρελό - Γιάννης πήρε το αντίτιμο από τα " πολύτιμα" του και κατευθύνθηκε προς μια μικρή ταβέρνα που ήταν το στέκι του, παράγγειλε ένα τσίπουρο με μεζέ, που μέσα σε λίγη ώρα έγιναν δύο κι ύστερα τρία.
Αφού τα ήπιε και μάλωσε όπως συνήθιζε με τον μαγαζάτορα γιατί θεώρησε ότι του φουσκωσε τον λογαριασμό, ξεκίνησε για το σπίτι.
Πριν φτάσει όμως σταμάτησε δυο στενά από το σπίτι χώθηκε σε μια πολυκατοικία που είχε μείνει στα μπετά και έριξε έναν μικρό υπνάκο.
Δύο ώρες του ήταν αρκετές για να ξεκουραστεί και να ξεμεθύσει.
Κοίταξε το παλιό του ρολόι και με δυσκολία προσπάθησε να διαβάσει την ώρα, γιατί το τζάμι απ' το ρολόι είχε ραγίσει
"Δεν θα πετάξει κανείς στα σκουπίδια κανένα ρολόι;" μονολόγησε "δύο μήνες τώρα σπασμένο να μην μπορώ να βρω ένα καινούργιο, την γκαντεμιά μου μέσα" συνέχισε βρίζοντας.
Είχε πάει πέντε το απόγευμα, έπρεπε να γυρίσει σπίτι, ήταν η ώρα που πάντα επέστρεφε, σηκώθηκε αστραπιαία χτένισε με τα χέρια του τα μαλλιά του, πήρε μέσα από το σακίδιο που πάντα κουβαλούσε στην πλάτη μια καθαρή μπλούζα, την φορεσε, έβαλε την λερωμένη από τα σκουπίδια στο σάκο και ξεκίνησε για το σπίτι.
Άνοιξε προσεχτικά την πόρτα έβγαλε τα παπούτσια του και κατευθύνθηκε πατώντας στις μύτες μέσα στον χώρο για να μην ξυπνήσει την κόρη του, ήξερε πως ήταν η ώρα που εκείνη πάντα σχεδόν κοιμόταν αφού γύριζε από το σχολείο και ετοίμαζε το φαγητό, ξεκουραζόταν γιατί διάβαζε μέχρι αργά το βράδυ γιατί φέτος θα έδινε για το πανεπιστήμιο.
Είχε χάσει την μητέρα της στην γέννα πριν από δεκαεφτά χρόνια και την μεγάλωνε μόνος του χωρίς καμία βοήθεια από κανέναν.
Στο τραπέζι είχε σκεπασμένο το φαγητό του όπως συνήθιζε καθημερινά, το ξεσκέπασε και κάθησε να το γευτεί, όταν πρόσεξε δίπλα στο πιάτο ένα μικρό κουτί δώρου.
Ξετύλιξε το δώρο.
Είχε μέσα ένα μαύρο ρολόι χειρός και μια κάρτα.
Την άνοιξε και διάβασε το περιεχομενο ενώ συγχρόνως σκούπιζε ξανά και ξανά τα μάτια του που δεν έλεγαν να σταματήσουν να τρέχουν.
" Σήμερα είναι η γιορτή του πατέρα.
Κι εγώ έχω τον καλύτερο μπαμπά του κόσμου!
Χρόνια πολλά μπαμπά μου!!
Σου αγόρασα αυτό το ρολόι για να βλέπεις πάντα την ώρα για να γυρίσεις σπίτι που σε περιμένω!!
Σε αγαπώ πολύ!!!"

Σοφία Τανακίδου