Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Ο ΤΟΙΧΟΣ (της Ρούλας Τριανταφύλλου)


Σ’ ένα δωμάτιο υγρό, σε βρήκε κι αυτό το βράδυ.
Έξω απ’ το παραθύρι, πάγωσε ο ήλιος και μια βροχή,
ματώνει το περβάζι.
Κοιτάς γύρω σου, ένα κουτσό τραπέζι,
ένα αδειανό ποτήρι κι ο τοίχος.
Ο τοίχος που χωρίζει.
Γυρνάς το βλέμμα, ψάχνοντας κείνη τη χαραμάδα.
Το λιγοστό φως που έφερνε και σε συντρόφευε
Τώρα, δίχως ήχο η φωνή και στο βλέμμα η αγωνία.
Ο ίσκιος του θανάτου κυματίζοντας επτά πέπλα,
στήνει ξέφρενο χορό. Και συ, κοιτάς επίμονα τον τοίχο.
Το φως φαντάζεσαι,
τα χέρια απλώνεις,
ανάμεσα στα δάχτυλα,
αχτίνες αιωρούμενες και σκόνη.
Μικρό πουλί,
τραυματισμένο χελιδόνι.
Πέταξες, ψάχνοντας γενέθλια πατρίδα.
Η ζήση σου ένας σταυρός,
στα χείλη πικρό κρασί μοναχικό μεθύσι.
Τώρα, μιαν άνοιξη,
καρτεράς και συ,
μια Κυριακή,
μια Ανάσταση προσμένεις.
Ο τοίχος έπεσε.
Το δωμάτιο πλημμύρισε φως.
Πληγές που θρέψαμε

Ρούλα Τριανταφύλλου



Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΓΩ (της Σοφίας Κοντογεώργου)



Κάτω απ΄τον ίσκιο
των μεγάλων ποιητών
δειλά φτερά ανοίγω φοβισμένη
και την ελπίδα μου
κρατώ προφυλαγμένη
μες στην καρδιά μου,
παιδί μονάκριβο
Σε μια λαχτάρα που μ’ αφοπλίζει,
παραδομένη
η ανάγκη έγινε ο μόνος δρόμος
τα όνειρά μου να συναντήσω
να πλησιάσω
κορφές απάτητες

Με μία έπαρση σχεδόν αθώα
σ’ ανυπόταχτες σκέψεις το χαρτί υποτάσσω
και ονομάζω ποιήματα
όλα αυτά που η καρδιά μου ντύνει με όμορφες λέξεις
αναμνήσεις και αισθήματα , απουσίες και ανάγκες
στη ματιά καθρεφτίζει και στα χείλη ακουμπάει
απαλά μες στα δάχτυλα αφήνει
να γεμίσουν σελίδες λευκές
το μυαλό να ησυχάσει
να ημερέψει ο πόνος

Κι η ψυχή καθαγιάζεται
και λουσμένη στου ήλιου το φως
γαληνεύει
κι οι λεξούλες τ’ όνειρο
της στολίζουν γιρλάντα
πεταλούδα ανάλαφρη
τα φτερά της και πάλι ανοίγει

Σοφία Κοντογεώργου


Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ 'ΡΘΕΙΣ (της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)



Αν είναι να ‘ρθεις,
διάλεξε ένα σούρουπο γυμνό.
Απ’ αυτά που μετοικούν άστεγα μέσα στο βλέμμα.
Απ’ αυτά που δεν περιμένουν πια νύχτα
με ανθρωπιστική βοήθεια.
Που πάνω τους έχει φυλλώσει ένα κορμί χωρίς ψυχή,
ισχνό, σακατεμένο.
Σαν γερασμένη πόρνη
που καραδοκεί πίσω από του έρωτα σπασμό
να φυγαδεύσει τα αγοραία της σκοτάδια.

Αν είναι να ‘ρθεις,
μη φέρεις δώρα.
Το φθινόπωρο ήρθε φορτωμένο με τις ζωές που δεν έζησα.
Γέμισε το δωμάτιο με θανάσιμα παιχνίδια της μνήμης
που μπήγονται σε κάθε κύτταρο μου.
Δώρα είναι κι αυτά. Δώρα με μυτερές απολήξεις
που διαπερνούν τα εύθραυστα στεγανά μου
και τα σκίζουν, μαζί με το χαρτί περιτυλίγματος.

Αν είναι να ‘ρθεις,
μην πεις κουβέντες των ζωντανών.
Μην ρωτήσεις,
αν η σιωπή που κάθεται αντίκρυ μου είναι ο
συνωμότης εραστής.
Αν οι ανάσες που σφυροκοπούν τα χείλια μου είναι οι
ενάντιες ηδονές, μην ρωτήσεις.

Έμαθα πια στην αδράνεια της απόγνωσης.
Έμαθα στο αποτρόπαιο της αγρύπνιας
με τις αιφνίδιες καρατομήσεις των στιγμών.
Να ζω χωρίς εμένα έμαθα πια.
Με μιαν αλλόφρονη πολυκοσμία από νοτισμένες μνήμες, συμβιώνουν τώρα οι υγρασίες μου στα μεσάνυχτα της σιγής.
Μην με δραπετεύεις πάλι στις ξερές υποσχέσεις του χαμού.

Αν είναι να ‘ρθεις,
έλα σαν γδούπος μιας συναλλαγής
που απόμεινε σ’ ένα κλειστό γκισέ,
εξόφληση αφερέγγυα να τυραννάει.
Μην αλλάξεις.
Έτσι, σαν ιδρωμένο χρεόγραφο στην τσέπη να ‘ρθεις.
Σαν το πλαστό χρεόγραφο που ικετεύει απ’ την αλήθεια
το συχώριο.
Έτσι να μπεις.
Αν είναι να ‘ρθεις,
έλα σαν υπογραφή από τα λάθη της αλλοιωμένη.

Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου


Στίχων γέννηση (της Φωτεινής Ψιρολιολιου)




Λίγες σταγόνες απ' του ουρανού την έκρηξη
Ένα κουμπί που γλιστρά από κολάρα ασφυκτικά
Μια μετατόπιση μοιρών από το κοινό αλφάδιασμα
Νότα που φάλτσαρε σε αυστηρή οκτάβα
Μια λέξη ξώστρατη απ τον κομπασμο της τελειότητας
Οίστρος ερεθισμένος  σε λιβάδι  μακαρίων
 Βοριάς που ξεσηκώνει παρτιτούρες και ποδόγυρους
Τα βάζει μέ άδικες ισοτιμίες και οφθαλμαπάτες
Σκέψη που ανέστια έμεινε,
κεντώντας το ξεχειλωμένο ήθος.
Βότσαλο μαύρο, στην παντοκρατορία της χρυσής ακτής
Τραγούδι λυγμικό, στο βάναυσο της εποχής
Φλέβα που θα φουσκώνει, θα πονάει
θα είναι η γέννεση των στίχων.
Θα είναι φως ή πάταγος των ήχων σε
ολοστρόγγυλη, ασφυκτική αυλή.

Φωτεινή Ψιρολιολιου

Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Όλα γύρω μου, μοιάζουν να νοσούν (της Μαρίας Μαραγκού)



Συναισθήματα που χαροπαλεύουν, σε έναν κόσμο που το μόνο που έχει πλέον αξία είναι η ύλη και η εικόνα. Όλα για την ευημερία και τίποτα για την ξηλωμένη μας καρδιά. Πτώχευσε βλέπεις και την αφήσαμε στην άκρη ξεχασμένη καθώς δεν είχαμε άλλο κέρδος από εκείνη πια. Όλα νοσούν μα όχι τώρα ξαφνικά. Πάει πολύς καιρός που εθελοτυφλούσαμε όλοι, γιατί ήταν πάντοτε πιο εύκολο να αρνείσαι να δεις την αλήθεια κατάματα. Ήταν πιο βολικό να ζεις με αυταπάτες ή ακόμα χειρότερα να ξέρεις πως η ζωή είναι ένας κύκλος που κάποτε θα κλείσει κι εσύ να επιλέγεις να βλέπεις μια ευθεία μόνο μπροστά σου κι αυτή δίχως τέλος.

Και κλείστηκες τώρα στο χρυσό σου το κλουβί πιστεύοντας πως θα σε σώσει, μα αυτό που δεν καταλαβαίνεις ακόμα, είναι πως δεν παύει ένα κλουβί μονάχα να ‘ναι. Ένα ψυχρό, άδειο, αλλά χρυσό κατά τα άλλα κλουβί. Κι αναρωτιέσαι τι σου φταίει. Πώς θες να μοιάζει αλήθεια με φωλιά, όταν η ψυχή σου είναι ανύπαρκτη εκεί μέσα και πώς να σε κρατήσει;
Και ξαφνικά νιώθεις φυλακισμένος σε μια άδεια…αλλά ταυτόχρονα γεμάτη ζωή. Γεμάτη από άχρηστα αντικείμενα μα άδεια από ατόφια συναισθήματα, από συνοδοιπόρους, από αγάπη αληθινή, από φιλίες άδολες. Άδεια από πίστη σε καθετί που έχει τη δύναμη να σε αναγάγει σε άνθρωπο, άδεια από ψυχή κι από αλήθειες.

Όλα εικονικά, όλα πρόσκαιρα, κενά και μάταια. Έτσι ζούσες μέχρι σήμερα. Έτσι ζούσαμε οι περισσότεροι, μη γελιέσαι.

Μαρία Μαραγκού

Πρώτη ανάρτηση στο "Μεταξύ μας"