Με παίδεψε,τούτη τη νύχτα, το χαρτί.
Στέκει μπροστά μου
–σεντόνι ολόλευκο
κι αναμένει μαύρα σημάδια
πλασμένα απ’ τα δικά μου χέρια.
Μα αυτά στέκουν αμήχανα σιμά του.
Γυμνά· ταλαντευόμενα· ανήξερα.
Δεν μπορούν να γράψουν, απόψε.
Ίσως πάλι, να μπορούν, μα να μη θέλουν.
Για φαντάσου!
Τούτα τα δάχτυλα,
που μόνο πνιγμένα σε μελάνι ανασαίνουν·
τούτα τα χέρια,
που ζουν, για να γεννάνε λέξεις,
αυτό το βράδυ
αρνούνται την ίδια τους την ύπαρξη.
Τι τα κρατάει άραγε,
φυλακισμένα στα δεσμά τους;
Ίσως η παγωνιά·
έβαλε κρύο
– και τούτα καίνε.
Ίσως ο κόσμος·
τη μια ασφυκτικά στενός για τόσα λόγια,
την άλλη απέραντος, για να λεχθεί με λέξεις.
Ίσως οι θύμησες·
ερμητικές, αβάσταχτες
– κι αυτά μονάχα δύο.
Ίσως οι άνθρωποι·
παρουσίες κι απουσίες
– πληγές και χτυπήματα.
Ίσως ευθύνεσαι κι εσύ,
που κατοικείς ακόμα εντός τους.
Αθόρυβα
– μα είσαι εκεί·
διακριτικά
– μα υπάρχεις.
Τι άλλο να γράψουν τ’ άμοιρα για σένα;
Προβλέψιμες γίνονται
οι φράσεις που σου αφιερώνουν.
Κι εσύ δεν τους χαρίζεις
ούτε μια ματιά σου
– ή μήπως όχι;
Άραγε, με διαβάζεις ακόμα;
Άραγε, με διάβασες αληθινά ποτέ σου;
Το χαρτί με κοιτάζει κυνικά.
Γελώ
και κουνάω πέρα δώθε το κεφάλι.
Δες – πάλι για σένα γράφω.
Κοινότυπη κατάντησα.
Τικ τακ.
Μια ζωή ψιθυρίζει πώς τίποτα δεν σταματά·
τα πάντα συνεχίζουν.
Μάλλον ο ψίθυρος νικά.
Δες·
ακόμα κι απόψε,
οι παλάμες μου
μάνες καινούργιων συλλαβών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου