-«Πάτερ ημών»…
Προπορεύτηκε μια στιγμή… μια Μνήμη.
Επιρροή… καταφανής,
από την εικόνα σου πάνω από το κομό.
Λίγο κάρβουνο και μείναν,
για τόσα χρόνια...ανεξίτηλα τα μάτια.
Ούτε η σκόνη, δεν άλλαξε το αδιάφορο τους.
Στο απυρόβλητο και το χαμόγελο,
Πάνω χείλος, ανάποδη περισπωμένη,
Κάτω, μεσαία παύλα, μην τυχόν και χαθεί ο έλεγχος.
Κι όλος αυτός ο έρωτας κάπου στο «ω εν τοις ουρανοίς » ,
χυμένος στο άναστρο.
Έτσι μουντζουρώθηκε ένα έλεος απάρνησης,
πάνω από τον καιρό, πάνω από τη λήθη.
Λίγο έμελλε να κατεβάσω την εικόνα,
να μείνει ορφανός ο τοίχος από "το δήθεν".
Μα είπα “είναι για καλό” να “παραμένει εικόνα”,
Ν’ αφήσει στα όνειρα μου της χαράς το γνήσιο.
Μα και στο κομό θα ‘λειπε η συντροφιά.
Η Συνήθεια πείθει ενίοτε.
-«Αγιασθήτω τ’ όνομα σου» λοιπόν!
Τραβώ την πόρτα.
Αλλάζω υπνοδωμάτιο.
-«Αμήν»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου